"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Το πιο δύσκολο έλεος...

Του Ρούσσου Βρανά

Για το έλεος είχε γράψει κάποτε ο συγγραφέας Ντάνιελ Σίλιµαν στο περιοδικό «Σκοτώνοντας τον Βούδα». Για κάτι καλογεράκια, σε ένα βουνό, σε ένα νησί, σε µια θάλασσα, που άλλο δεν κάνουν παρά να προσεύχονται µε αυτές τις δύο λέξεις, ξανά και ξανά: κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, κύριε ελέησον. Με την ελπίδα πως, ώσπου να ξοδέψουν πια το λάδι στο καντήλι τους, ίσως να µπορέσουν να πουν έστω µια φορά αυτά τα δυο λόγια τόσο αληθινά, που να ανοίξουν µε αυτά µια χαραµάδα στο κελί τους για να µπει µέσα το έλεος. Το έλεος του θεού είναι πιο εύκολο από το έλεος των ανθρώπων.

Μια τέτοια χαραµάδα είχε δει µια φορά ο Ντάνιελ Σίλιµαν σε έναν δρόµο στη Φιλαδέλφεια. Είδε αυτόν τον γέρο φορτηγατζή, τόσο γέρο που τα µάγουλά του είχαν σταφιδιάσει από τις ρυτίδες και που το πρόσωπό του έµοιαζε µε περγαµηνή που είχαν περάσει από πάνω της εκατοντάδες χρόνια, να είναι σταµατηµένος στον δρόµο, µπροστά σε ένα κόκκινο φανάρι, καθισµένος στη θέση του οδηγού, σε ένα γαλάζιο φορτηγό χωρίς πόρτα:
«Μέσα από την πόρτα που έλειπε ξεχώριζε το καρό σακάκι του πάνω από το παντελόνι, µε το ένα κοκαλιάρικο πόδι του πάνω στο φρένο και το άλλο στον συµπλέκτη. Με το δεξί του χέρι ριγµένο πάνω στο λεβιέ και το αριστερό του απλω µένο πά νω στο τιµόνι, όπως τεντώνε ται ο ήλιος στα τέσσερα σηµεία του ορίζοντα λίγο πριν πέσει για ύπνο, αυτός ο ανθρωπάκος ακουµπούσε εκεί την κούραση µιας ολόκληρης µέρας. Κοίταζε τον ουρανό, περίµενε να ανάψει το πράσινο, να τε λειώσει η βάρδια. Και όπως τον έβλεπε κανείς µέσα από το άνοιγµα της πόρτας, πάνω στο ψηλό του κάθισµα να ατενίζει τον γαλανό ουρανό που έσβηνε σιγά σιγά, ήταν σαν να είχαν εισακουστεί ξαφνικά χιλιάδες προσευχές, που από στιγµή σε στιγµή θα άνοιγαν µια χαραµάδα στον απαραβία στο ουρανό για να περάσει το έλεος. Μέχρι την επόµενη µέρα».

Και θυµηθήκαµε µε όλα αυτά ένα µήνυµα δίχως έλεος, αυτό που είχε τοιχοκολλήσει κάποτε ένας ταλαιπωρηµένος και οργισµένος επιβάτης σεµια σήραγγα του Μετρό της Νέας Υόρκης,µε παραλήπτες τους απεργούς µηχανοδηγούς: «Αγαπητά καθάρµατα, αν ήµουν αφεντικό σας, θα παίρνατε όλοι πόδι. Και θα έβαζα στις θέσεις σας µηχανές. Ενα τσούρµο εκπαιδευµένες µαϊµούδες θα έκαναν καλύτερα τη δουλειά σας. Και θα έδειχναν περισσότερη ευγνωµοσύνη. Καταλαβαίνετε πόσο αλλόκοτα είναι τα αιτή µατά σας; Σύνταξη στα 55! Αστειεύεστε; Κάντε µας τη χάρη και µην ξαναγυρίσετε στη δουλειά!».

«Κ επειδή καθένας αποµονώθηκε µες τη δική του µάντρα και ζούσε µονάχα µε τον εαυτό του και σκεφτό ταν µονάχα τον εαυτό του, έβρισκε φυσικά, πως ο εαυτός του ήταν το κέντρο κι ο σκοπός της δηµιουργίας, άρα πως άξιζε περισσότερο από τους άλλους, κι είχε περισσότερα δικαιώµατα να ζήσει και να ευτυχήσει». (Κώστα Βάρβαλης, «Ο λαός των µουνούχων»)

Δεν υπάρχουν σχόλια: