Η Στατιστική Υπηρεσία της Αυστραλίας ανακοίνωσε χθες ότι η Ελλάδα είναι η πέμπτη χώρα στον κόσμο και η δεύτερη στην Ευρώπη με τα μεγαλύτερα σπίτια.
Θα σταθούμε στα στατιστικά στοιχεία της αυστραλιανής υπηρεσίας έστω και αν τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά και η εικόνα που παρουσιάζεται μάλλον ασαφής και συγκεχυμένη.
Εάν η κατοικία σφραγίζει το κοινωνικό status, τότε η έκταση που αναλογεί στον καθένα είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και, κυρίως, της ανάγκης να κυριαρχήσει στον χώρο, να αρθεί πάνω από την αναπόφευκτη θνητότητα, να δει το «έργο της ζωής του» να τον περιβάλλει. Να μπορεί να αγγίξει τους κόπους του και, ασφαλώς, να τους επιδείξει. Ο, τι έχει τροφοδοτήσει φαντασιώσεις, ό, τι έχει διαμορφωθεί από καταναλωτικά πρότυπα.
Επιθυμούμε μεγάλα σπίτια για να αποκτήσουμε ταυτότητα; Κάποτε, οι μονοκατοικίες φιλοξενούσαν τρεις γενιές: παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, παιδιά - εγγόνια. Η οικογένεια πολυμελής, οι καθημερινές τελετουργίες απλώνονταν σε περισσότερα τετραγωνικά, που έφταναν σε αυλές, ακόμη και σε κήπους. Η Αθήνα, ώς τα μέσα του περασμένου αιώνα, είχε εντελώς διαφορετική αισθητική κατοικιών και σχέσεων.
Στις αρχές του 21ου, οι παππούδες ζουν με μετανάστριες και τα παιδιά πασχίζουν για την ανεξαρτησία τους, αναζητώντας ζωτικό χώρο. Διόλου εφικτό αν αναλογιστεί κανείς ότι η οικονομική κρίση (διεθνώς) σημαίνει επιστροφή στα πατρογονικά «εδάφη». Οχι μόνο στην Αυστραλία όπου «η αύξηση του κόστους των κατοικιών αναγκάζει τους νέους να ζουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με τους γονείς τους» αλλά και στην κατ’ εξοχήν νεοφιλελεύθερη Αμερική, όπου διαπιστώνεται η τάση να γυρνούν τα παιδιά στην οικογενειακή εστία γιατί δεν τα βγάζουν πέρα με τις αυτόνομες επιλογές τους. Στην Ελλάδα, ο απογαλακτισμός είναι, ούτως ή άλλως, μακρά και επώδυνη διαδικασία.
Τα 126 τ. μ, κατά μέσο όρο, δεν μας κάνουν λιγότερο επιθετικούς, περισσότερο ανεκτικούς ή ευτυχισμένους. Δεν μας κάνουν να υποφέρουμε καλύτερα την μετριότητα ή την αποτυχία, να προσβλέπουμε σ’ ένα λιγότερο ερειπωμένο μέλλον, περισσότερο συντροφικό, κοινωνικό, επικοινωνιακό.
Είτε πρόκειται για 126 είτε για 60 τ. μ, όταν πέφτει το φως η μόνη αντανάκλαση από τα παράθυρα είναι το γαλακτώδες της τηλεοπτικής οθόνης. Εκεί βρίσκει καταφύγιο το φαντασιακό, αδρανεί η επιθυμία, ναρκώνεται για λίγο ο θυμός, παίρνει σχήμα η κούραση και η παραίτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου