ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ άρθρο του 2006
Από τον Νίκο Γ. Ξυδάκη
Είχα
καιρό να συγχρωτισθώ επί μέρες με το σινάφι των καλλιτεχνών και των
κριτικοθεωρητικών, σινάφι καταγωγικό και αγαπημένο μου. Πέρασα δυόμισι
μέρες συγχρωτισμού, στο φιλόξενο Μέτσοβο, και μισή μέρα στα Γιάννενα,
και τις χάρηκα εκτάκτως· και διότι επανασυνδέθηκα με τη φυλή και με
φίλους, αλλά και διότι αντάμωσα μερικά μωρά που με πυροδότησαν
απρόσμενα. Ναι, μωρά.
Στα
καμπόσα χρόνια που περνώ από καλλιτεχνικούς κύκλους, ελάχιστα ή καθόλου
θυμάμαι να περιέχονται μωρά στις παρέες. Οι καλλιτέχνες και οι
κιουρέιτορ διασχίζουν μουσεία και εκθέσεις, συνέδρια και δείπνα,
ντυμένοι uniform στα μαύρα, με παράξενα κουρέματα ενίοτε, κουλ και style
conscious πάντα, ψιλοσυμφωνούν δημοσίως και ψιλοθάβονται ιδιωτικώς, τα
έργα παρελαύνουν, κι η ζωή κυλά από έκθεση σε έκθεση. Μόνοι, επιβιωτές,
χωρίς βάρη.
Σε αυτό τον
κόσμο αισθητών, σνομπ, νομάδων και καιροσκόπων του στυλ, προκαλεί
έκπληξη, σχεδόν σοκ, η παρουσία μιας «κανονικής» οικογένειας, μάλιστα με
μωρό: μπαμπάς και μαμά με τυπική μεσοαστική αμφίεση, με μωράκι στην
αγκαλιά ή στο καρότσι, με μπιμπερά και κουδουνίστρες, με πορτ μπεμπέ στο
αυτοκίνητο.
Ε, το ένιωσα
αυτό το γλυκό σοκ. Βέβαια, ήμουν κάπως προετοιμασμένος, είχα προορισμό,
να δω τα δίδυμα νεογνά ανιψάκια μετά τα καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά η
μωρουδίλα με αγκάλιασε από πολύ νωρίς. Μες στο καταπράσινο δροσερό
Μέτσοβο, αντίκρισα καταρχάς ένα αγοράκι ποδαρωμένο, με μαλλί αχινό και
σκάνταλο βλέμμα να κουβαλιέται για ύπνο μεσημεριανό, ξέπνοο απ’ το
παιχνίδι.
Δεν είχα
αντιληφθεί ακόμη ότι ο Ορέστης ήταν οιωνός. Η παρέα ήταν από
σαράντα-φεύγα και άνω, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η δεύτερη συνάντηση ήλθε
το βράδυ, με τη μορφή μιας έξαλλα γοητευτικής Αθηνάς, οκτώ μηνών.
Ντυμένη
πράσινα φωτεινά, με μαύρο σγουρό στέμμα, απαστράπτοντα μάτια, αεικίνητη
σαν φιδάκι μες στις αγκαλιές, η γόησσα αρπάζει μύτες, χέρια, κεφάλια,
υποδέχεται χάδια και βλέμματα, συγκεντρώνει ακαταμάχητη την προσοχή όλων
και τον θαυμασμό πολλών.
Είναι
η ζωή· ακαταμάχητη, φουριόζα, απρόβλεπτη και χαοτική. Καλότυχε
ερωτευμένε μπαμπά, καλότυχη υπερήφανη μαμά, η ευλογία του μωρού σάς
τυλίγει τώρα.
Η Αθηνά με
είχε στείλει στην όχι και τόσο μακρινή επικράτεια των δικών μας μωρών,
στην αίσθηση της θερμής πατουσίτσας που πιέζει βελούδινα τα πλευρά, του
μωρού που μοσχοανασαίνει κουβάρι στον ύπνο με νοτισμένα τσουλούφια, του
μωρού που μισοχαμογελά στο όνειρό του. Δεν ήθελα και πολύ.