Toυ ΣΠΥΡΟΥ ΒΛΕΤΣΑ
Οι
επιβάτες δεν θα έπρεπε να πληρώνουν εισιτήριο, οι οδηγοί δεν θα έπρεπε
να πληρώνουν διόδια, οι δανειολήπτες δεν θα χρειάζονταν να εξοφλούν τα
δάνεια και τις πιστωτικές τους κάρτες, οι καταναλωτές ηλεκτρικής
ενέργειας δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τους λογαριασμούς.
Πολιτικοί αρχηγοί καλούσαν τους πολίτες να μην πληρώνουν συγκεκριμένους φόρους, παρότι οι ίδιοι και τα κόμματά τους πληρώνονταν από αυτούς τους φόρους.
Όλα αυτά θα συνέβαιναν σε μια χώρα που θα είχε επιβάλλει μονομερώς τη διαγραφή του χρέους της και θα είχε απαλλάξει τον εαυτό της από την υποχρέωση να εξοφλεί τα ομόλογα που έχει εκδώσει. Και θα ζούσαμε ζωή χαρισάμενη.
Στο όνομα εκείνων που πραγματικά δεν μπορούσαν να πληρώσουν, δημιουργήθηκε ένα ισοπεδωτικό κίνημα διεκδίκησης δωρεάν αγαθών χωρίς κανένα κριτήριο.
Δεν μιλούσαμε για κοινωνικές παροχές σε αδύναμα στρώματα. Το τζάμπα θα ήταν για όλους, φτωχούς και πλούσιους. Ακόμη και εκείνοι που είχαν πανάκριβα αυτοκίνητα θα περνούσαν τα διόδια δωρεάν, οι μεζονέτες θα χαρίζονταν από τις τράπεζες στους δανειολήπτες, την ώρα που τα κορόιδα θα πλήρωναν ενοίκιο για τα διαμερισματάκια τους.
Αυτός ο άλλος κόσμος υποτίθεται ότι ήταν εφικτός. Αυτός ο κόσμος δεν ήταν καμία μέχρι τώρα γνωστή εκδοχή, ούτε του σοσιαλισμού, ούτε του καπιταλισμού. Σε κανένα κοινωνικό σύστημα, από αυτά που γνωρίσαμε στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν υπήρξε ανέξοδη πρόσβαση στα αγαθά για όλους. Ειδικά στον σοσιαλισμό των χωρών που θαυμάζουν πολλοί υποστηρικτές του κινήματος «δεν πληρώνω» (Κούβα,Βενεζουέλα) τα καταναλωτικά αγαθά είναι δυσεύρετα, πανάκριβα και απλησίαστα για την πλειονότητα των πολιτών.
Το «δεν πληρώνω» ήταν το ανώτατο στάδιο της φαντασίωσης ενός κράτους παρόχου ευημερίας, ανεξάρτητα από την παραγωγή και την οικονομική πραγματικότητα. Η φαντασίωση ότι το κράτος, με μια πολιτική απόφαση, θα μπορούσε να διαγράψει σχεδόν όλες τις οφειλές και αυτό να μην οδηγήσει τις καταθέσεις σε εξαέρωση, τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις στη διάλυση, την οικονομία σε κατάρρευση και τους πολίτες στην εξαθλίωση.
Το «δεν πληρώνω» ήταν ένα τοξικό πολιτικό εμπόρευμα, το οποίο εμπορεύτηκαν αδίστακτοι δημαγωγοί, εκμεταλλευόμενοι τον πόνο και τις ελπίδες των ψηφοφόρων. Ήταν μια συγχώνευση των απλοϊκών αντικαπιταλιστικών οραμάτων για μοίρασμα του πλούτου στον λαό με την απαίτηση –θεμιτή υπό προϋποθέσεις– μεγάλου μέρους της κοινωνίας για όλο και περισσότερη κατανάλωση των αγαθών του καπιταλισμού.
Σήμερα, λίγα χρόνια μετά, ο εφικτός κόσμος του «δεν πληρώνω» αποδεικνύεται...
Πολιτικοί αρχηγοί καλούσαν τους πολίτες να μην πληρώνουν συγκεκριμένους φόρους, παρότι οι ίδιοι και τα κόμματά τους πληρώνονταν από αυτούς τους φόρους.
Όλα αυτά θα συνέβαιναν σε μια χώρα που θα είχε επιβάλλει μονομερώς τη διαγραφή του χρέους της και θα είχε απαλλάξει τον εαυτό της από την υποχρέωση να εξοφλεί τα ομόλογα που έχει εκδώσει. Και θα ζούσαμε ζωή χαρισάμενη.
Στο όνομα εκείνων που πραγματικά δεν μπορούσαν να πληρώσουν, δημιουργήθηκε ένα ισοπεδωτικό κίνημα διεκδίκησης δωρεάν αγαθών χωρίς κανένα κριτήριο.
Δεν μιλούσαμε για κοινωνικές παροχές σε αδύναμα στρώματα. Το τζάμπα θα ήταν για όλους, φτωχούς και πλούσιους. Ακόμη και εκείνοι που είχαν πανάκριβα αυτοκίνητα θα περνούσαν τα διόδια δωρεάν, οι μεζονέτες θα χαρίζονταν από τις τράπεζες στους δανειολήπτες, την ώρα που τα κορόιδα θα πλήρωναν ενοίκιο για τα διαμερισματάκια τους.
Αυτός ο άλλος κόσμος υποτίθεται ότι ήταν εφικτός. Αυτός ο κόσμος δεν ήταν καμία μέχρι τώρα γνωστή εκδοχή, ούτε του σοσιαλισμού, ούτε του καπιταλισμού. Σε κανένα κοινωνικό σύστημα, από αυτά που γνωρίσαμε στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν υπήρξε ανέξοδη πρόσβαση στα αγαθά για όλους. Ειδικά στον σοσιαλισμό των χωρών που θαυμάζουν πολλοί υποστηρικτές του κινήματος «δεν πληρώνω» (Κούβα,Βενεζουέλα) τα καταναλωτικά αγαθά είναι δυσεύρετα, πανάκριβα και απλησίαστα για την πλειονότητα των πολιτών.
Το «δεν πληρώνω» ήταν το ανώτατο στάδιο της φαντασίωσης ενός κράτους παρόχου ευημερίας, ανεξάρτητα από την παραγωγή και την οικονομική πραγματικότητα. Η φαντασίωση ότι το κράτος, με μια πολιτική απόφαση, θα μπορούσε να διαγράψει σχεδόν όλες τις οφειλές και αυτό να μην οδηγήσει τις καταθέσεις σε εξαέρωση, τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις στη διάλυση, την οικονομία σε κατάρρευση και τους πολίτες στην εξαθλίωση.
Το «δεν πληρώνω» ήταν ένα τοξικό πολιτικό εμπόρευμα, το οποίο εμπορεύτηκαν αδίστακτοι δημαγωγοί, εκμεταλλευόμενοι τον πόνο και τις ελπίδες των ψηφοφόρων. Ήταν μια συγχώνευση των απλοϊκών αντικαπιταλιστικών οραμάτων για μοίρασμα του πλούτου στον λαό με την απαίτηση –θεμιτή υπό προϋποθέσεις– μεγάλου μέρους της κοινωνίας για όλο και περισσότερη κατανάλωση των αγαθών του καπιταλισμού.
Σήμερα, λίγα χρόνια μετά, ο εφικτός κόσμος του «δεν πληρώνω» αποδεικνύεται...