Του Χαραλαμπου Pουσσου
(MD.PhD, MRS.FRCP) Ακαδημαϊκού. Καθηγητής Ιατρικής επί τιμή
πανεπιστημίου McGill. Ομ. Καθηγητή Ιατρικής πανεπιστημίου Αθηνών.
Ενας άσημος μεταπτυχιακός μετανάστης στον Καναδά κερδίζει σε
διαγωνισμό ένα σημαντικό επιστημονικό βραβείο. Αντίπαλός του, ένας άξιος
νέος επιστήμων, γιος διάσημου καθηγητού με σημαντική κοινωνική
παρουσία.
Ο γράφων έζησε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις στο εξωτερικό σε
αντίθεση με τις πάμπολλες εμπειρίες νεποτισμού και αναξιοκρατίας στην
Ελλάδα. Το φαινόμενο αυτό στη χώρα μας έχει φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα
επιδημίας. Αν και χωρίς συγκεκριμένες αναφορές, είμαι σίγουρος θα
ανακαλέσετε γνώριμές σας εικόνες και καταστάσεις στην περιγραφή μου. Οι
επιδημίες διατηρούν το τραγικό τους μεγαλείο και η καταστροφικότητά τους
έχει καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο, δεδομένου ότι αυτές πολλές
φορές άλλαξαν τη ροή της Ιστορίας.
Για την περιγραφή της επιδημίας
θα χρησιμοποιήσω το ανάλογο της ελονοσίας. Η επιδημία εμπεριέχει
τέσσερις βασικούς άξονες: το περιβάλλον, τον αγωγό-φορέα, το μικρόβιο
και τη νόσο καθεαυτήν.
Στην περίπτωση της ελονοσίας το περιβάλλον είναι
το έλος, ο αγωγός-φορέας είναι το κουνούπι, το μικρόβιο είναι το
πλασμώδιο. Σε σχέση αλληλεξάρτησης, όλα μαζί οδηγούν στην εμφάνιση της
νόσου.
Η επιδημία είναι μια κατάσταση που γιατροί και επιστήμονες
αντιπαλεύουν και που μπορεί να αποτελέσει μοχλό προόδου, αφορμή
ανακαλύψεων. Οσο χειρότερη η επιδημία, τόσο εντονότερη είναι η
προσπάθεια, τόσο ισχυρότερη πρέπει να γίνεται η ελπίδα.
Το έλος
Δεν
υπάρχει ελονοσία χωρίς το έλος: το έλος άλλωστε έδωσε το όνομά του στη
νόσο ελονοσία. Τα χαρακτηριστικά του είναι στασιμότητα και ακινησία. Το
έλος δεν αποτελεί πλήρως κλειστό σύστημα, γιατί αλλιώς θα ήταν
θνησιγενές στην ακινησία του και, επομένως, αυτοκαταστρεφόμενο. Δεν
είναι όμως, γιατί συντηρείται από το λιγοστό τρεχούμενο νερό που χύνεται
μέσα του. Αυτό όμως το νερό, όταν εισέλθει στο έλος, αναμειγνύεται με
το μολυσμένο νερό, μετατρέπεται σε στάσιμο και παγιδεύεται αναπόδραστα.
Μόνο ένα ορμητικό ποτάμι θα μπορούσε να επιφέρει τον θάνατο του έλους
διά καθάρσεως.
Το έλος, όπως όλη η φύση, ήταν προορισμένο για
παράδεισος. Στο έλος όμως συντελείται δομική διαστρέβλωση των έμβιων
διεργασιών. Οι οργανισμοί του έλους πολλαπλασιάζονται, τρέφονται,
αλληλεπιδρούν, αυτό όμως δεν οδηγεί στο καλό και δεν ενσωματώνεται
αρμονικά στο σύνολο.
Ατέρμονες ζυμώσεις λαμβάνουν χώρα.
Αναρίθμητοι μικρο-οργανισμοί, μικρό-ψυχοι στην ύπαρξή τους και εκ
προοιμίου ανίκανοι να ταράξουν τα νερά του έλους, πολλαπλασιάζονται
ανεξέλεγκτα συντηρώντας το έλος στο διηνεκές. Δεν έχουν να χαρίσουν
προϊόντα, να δομήσουν. Μόνο αποδομούν. Τα παραπροϊόντα της ύπαρξής τους
βάζουν την αναγνωριστική σφραγίδα στο έλος. Το έλος το οσφραίνεσαι,
οσφραίνεσαι τη βρωμιά, τη δυσοσμία.
Το έλος, ένα κλειστό
οικοσύστημα, όπου οι οικογένειες έχουν μέχρι και δεκάδες συγγενείς
«πανάξιους». Ενδογαμία, αιμομειξία και όσα απαγορεύονται στα ανοιχτά
οικοσυστήματα εδώ είναι ο κανόνας. Αναπαραγωγή, χωρίς εισαγωγή του
καινούργιου, σε έναν σισύφειο φαύλο κύκλο επανάληψης. Η στασιμότητα των
νερών του έλους παγιώνεται και καθρεφτίζεται στην παγίωση, στην έλλειψη
δημιουργικότητας και στη θνησιγενή στασιμότητα των οικογενειών.
Το
έλος όμως δεν είναι παντελώς ακίνητο. Κάποιες στιγμές οι καλαμιές
σαλεύουν. Στο παρασκήνιο, πίσω από τις καλαμιές κινούνται,
μηχανορραφούν, πολλαπλασιάζονται, βυσσοδομούν ζωύφια, ερπετά, τρωκτικά,
βδέλλες, κάθε είδους ασπόνδυλα, και βατράχια κοάζουν συνθήματα χωρίς
ειρμό. Κάποια πλάσματα εγκυμονούν κινδύνους για όσους αποφασίσουν να
διασχίσουν το έλος ή ακόμα και να το πλησιάσουν. Οι κίνδυνοι είναι το
κάδρο που πλαισιώνει πολυποίκιλα την ελονοσία.
Οταν μπεις στο
έλος, δεν είναι εύκολο να βγεις. Τα βήματα κολλούν στη λάσπη, αργούν. Το
επόμενο βήμα είναι δυσχερές και απρόβλεπτο. Κάθε στιγμή κινδυνεύεις να
βυθιστείς και να πνιγείς στον βόρβορο.
Απόλυτο κακό δεν υπάρχει
στον κόσμο. Στην άκρη του έλους βρίσκονται τα νούφαρα με την ομορφιά
τους. Λίγα αποδημητικά πουλιά, που έρχονται για λίγο και μετά ανοίγουν
τα φτερά τους για να διαπρέψουν αλλού, κάνουν τους αισιόδοξους να
ονομάζουν το έλος υδροβιότοπο…
Το
κουνούπι το ανωφελές είναι εξ ορισμού οργανισμός παρασιτικός. Δεν
μπορεί να νοηθεί ως αυθύπαρκτο, αυτότροφο ον. Η επιβίωσή του προϋποθέτει
να απομυζά αθόρυβα αίμα, συλλαμβάνοντας το θύμα του στον ύπνο. Ο ύπνος,
η ραστώνη είναι ο πιο πιστός σύμμαχος του κουνουπιού. Επωφελούμενο από
τον ύπνο, το κουνούπι τσιμπάει απαρατήρητο, ανενόχλητο τον άνθρωπο, τους
φοιτητές, αλλά και τις φοιτήτριες…
Η ύπαρξη του κουνουπιού
εμπεριέχει λοιπόν τον παρασιτισμό ντετερμινιστικά. Το απλό κουνούπι του
ζωικού βασιλείου δεν έχει επιλογή, όμως η ενσυνείδητη ανάληψη του ρόλου
του κουνουπιού είναι πράξη Υβρεως. Αλαζονεία, μισαλλοδοξία, φιλαυτία,
ναρκισσισμός και το κακώς εννοούμενο αλάθητο συναπαρτίζουν τα συστατικά
της Υβρεως.
Υστερα από την ανάληψη του ρόλου, το κουνούπι
μηχανιστικά αποδύεται στο έργο για το οποίο έχει προγραμματιστεί. Το
τσίμπημά του μπορεί να μεταδώσει πληθώρα μολυσματικών παραγόντων. Κατά
την εισαγωγή της προβοσκίδας του στο δέρμα του θύματος, το κουνούπι
αποβάλλει, σε τελετουργικό εμεσμάτων, ό,τι εμπεριέχεται στους
σιελογόνους του αδένες. Η κακή εκπαίδευση, η νοοτροπία του, οι συνήθειές
του ενίονται παρευθύς στο δέρμα του κοιμώμενου θύματος που σαν παίγνιο
μπολιάζεται, υφίσταται έναν φθοροποιό ενοφθαλμισμό.
Η ακτίνα
δράσης του κουνουπιού δεν περιορίζεται εντός του έλους. Το κουνούπι
είναι κινούμενο βιολογικό όπλο μεγάλου βεληνεκούς. Μπορεί να πετάξει
μακριά από το έλος, να εισέλθει στα ενδότερα σπιτιών, δημόσιων χώρων,
ιδρυμάτων, φορέων, συμβουλίων και να μεταδώσει την επιδημία σε μια
κοινωνία ολόκληρη. Ενίοτε στη μάχη απέναντι στο κουνούπι αναπτύσσονται
στρατηγικές, εντομοκτόνες τακτικές: όμως τα κουνούπια είναι συχνά ένα
βήμα μπροστά, αναπτύσσουν αντοχή στα εντομοκτόνα, τα αφομοιώνουν, τα
μεταβολίζουν, τα εξουδετερώνουν.
Το
πλασμώδιο του Λαβεράν δεν είναι άλλο από την αναξιοκρατία. Η
αναξιοκρατία είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την αντι-πνευματική
επιδημία, όπως το πλασμώδιο για την ελονοσία. Η αναξιοκρατία είναι η
απόλυτη άρνηση της αρχής της διάκρισης. Οι «κολλητοί», οι σύζυγοι, τα
ξαδέλφια, οι συγγενείς, οι συνδικαλιστές, οι πολιτικές και
κοσμοθεωρητικές πεποιθήσεις επικρατούν στις κρίσεις που έχουν μολυνθεί
από το μικρόβιο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπάρχει ανοσία για το
μικρόβιο της αναξιοκρατίας, όπως δεν υπάρχει και εμβολιασμός. Η
αναξιοκρατία βρίσκει τον δρόμο της μέσα από μια παγκόσμια ανοσολογική
κερκόπορτα μολύνοντας δυνητικά τον καθένα. Η κερκόπορτα δεν είναι άλλη
από την υπέρμετρη, αδικαιολόγητη φιλοδοξία που δεν έχει σφυρηλατηθεί από
την παιδεία, την αυτογνωσία και την ηθική. Αυτό είναι το μεγάλο
μικρόβιο της διαστρεβλωμένης δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας: ο καθένας
πιστεύει πως μπορεί και δικαιούται να γίνει καθηγητής, πρόεδρος σε
οργανισμούς-κλειδιά και σε φορείς ύψιστης πνευματικής σημασίας.
Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι από τη δεκαετία του 1970 στην Ελλάδα έχει λάβει
χώρα μια ιδιότυπη επανάσταση στην ανώτατη παιδεία, με ταχύτητα χωρίς
προηγούμενο. Η αριθμητική έκρηξη των σχολών ανταποκρίθηκε στις συνθήκες
από πλευράς κοινωνικών αναγκών, όμως η ταχύτητα των αλλαγών ενέχει πάντα
μια επικίνδυνη και δυνητικά καταστροφική συνιστώσα.
Η ανάπτυξη
του πανεπιστημίου μπορεί να παρομοιαστεί με την ανάπτυξη του εμβρύου,
την ανάπτυξη της ζωής σε επίπεδο ατόμου ή την αργή εξέλιξη σε επίπεδο
είδους. Οπως το έμβρυο δεν μπορεί εκ φύσεως να γεννηθεί στον τρίτο μήνα,
έτσι και η βιώσιμη ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης απαιτεί χρόνο,
σχεδιασμό και υπομονή. Η βιασύνη στην κύηση, η παραβίαση της φύσης δεν
επιτρέπεται, ειδάλλως ελλοχεύει η αποβολή του θνησιγενούς εμβρύου.
Εκτρωματικά φαινόμενα ήδη έχουν εμφανιστεί στην ιατρική εκπαίδευση, όπως
οι τεράστιες αναμονές για τη λήψη ιατρικής ειδικότητας.
Η έκρηξη
σε αριθμό των ανώτατων σχολών στέρησε από την ανώτατη εκπαίδευση στην
Ελλάδα το πολύτιμο φίλτρο του χρόνου, που χαρακτηρίζει τα Πανεπιστήμια
του Harvard, της Οξφόρδης, ΜcGill κ.ά. Ζούμε την επιδημία των ιατρικών
σχολών, των ανώτατων σχολών εν γένει, την επιδημία των τμημάτων, μέσα
στην οποία διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για την αντι-πνευματική
επιδημία της αναξιοκρατίας ως μιας φυσιολογικής κατάστασης
Ο
Sartre είχε γράψει τις περιώνυμες «Μύγες», Les Mouches. Είχε εμπνευστεί
από ένα χωριό της Σαντορίνης όπου τα πρόσωπα ήταν μαύρα από τις μύγες
που τα είχαν σκεπάσει, αφανίζοντας τα ανθρώπινά τους χαρακτηριστικά. Τα
σκεπασμένα από τις μύγες πρόσωπα ήταν κομμάτι της καθημερινότητας του
χωριού, που όλοι είχαν αποδεχθεί ως φυσιολογικό, ως κανονικό. Είχε
επέλθει το φαινόμενο της κανονικοποίησης, γνωστό ως normalization στην
αγγλοσαξονική βιβλιογραφία.
Η συμβίωση με τις μύγες ήταν
φυσιολογική γιατί συνέβαινε σε όλους τους κατοίκους. Αντίστοιχα, η
αντι-πνευματική επιδημία έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις που θεωρείται
πλέον από πολλούς αποδεκτή, κανονική: οι μύγες που καλύπτουν τα σύγχρονα
πρόσωπα είναι μεταξύ άλλων η παραποίηση πρακτικών, η εφαρμογή νόμων και
διατάξεων κατά το δοκούν, η ψήφιση νόμων εξαιρετικά βραχυβίων με
προσωποπαγή εφαρμογή, με κορωνίδα την άρνηση στη συμμόρφωση με τους
νόμους.