Της ΓΙΩΤΑΣ ΣΥΚΚΑ
Πολύ συχνά η ελληνική τηλεόραση θυμίζει ραδιόφωνο. Αρκεί να μετρήσει
κανείς πόσες ώρες την ημέρα βλέπει την ίδια απαράλλαχτη εικόνα. Eνα
τραπέζι ή ένα καναπέ, με μια ομάδα ανθρώπων να συζητούν χωρίς τέλος.
Μπορεί να είναι πολιτικοί από διαφορετικά κόμματα, μπορεί να είναι
ειδήμονες περί των φορολογικών και των ασφαλιστικών (ειδικότητα που
προφανώς έχει μεγάλη πέραση τα χρόνια της κρίσης), μπορεί να είναι οι
τσαπερδόνες που σχολιάζουν χαιρέκακα τις ενδυματολογικές επιλογές των
καλεσμένων μιας αθηναϊκής πρεμιέρας. Εχουν όμως όλοι κάτι κοινό.
Κουβεντιάζουν αδιάκοπα, από τα ξημερώματα μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.
Αυτό δεν είναι ακριβώς τηλεόραση. Μπορεί να το καταλάβει κάποιος αν μετά μια δυο ώρες ατέρμονης κουβέντας στις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές κι έπειτα στα μεσημεριανάδικα, πατήσει το κουμπί και ταξιδέψει λίγο στο BBC, την Deutsche Welle, ένα μεγάλο ξένο κανάλι.
Ακόμα και τα ενημερωτικά δεν έχουν τόσο πολλές εκπομπές συζήτησης. Ειδησεογραφία ναι. Αλλά και πολλή εικόνα. Εικόνα απ’ όλο τον κόσμο κι όχι μόνο από τον ελληνικό μικρόκοσμο.
Ως ένα σημείο είναι κατανοητή αυτή η διαφορά, και σεβαστή. Οι προϋπολογισμοί των μεγάλων αυτών δικτύων είναι πολλαπλάσιοι από των δικών μας. Το ίδιο και το κοινό στο οποίο απευθύνονται σ’ όλο τον κόσμο. Και τα έσοδα επίσης που έχουν. Ετσι, το να βάλεις 4-5 ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι να κουβεντιάζουν και μάλιστα συχνά χωρίς να τους πληρώνεις, είναι ο πιο ανέξοδος και σίγουρα βολικός τρόπος για να κάνει κάποιος τηλεόραση στην Ελλάδα, την εποχή της κρίσης.
Αυτό δεν είναι ακριβώς τηλεόραση. Μπορεί να το καταλάβει κάποιος αν μετά μια δυο ώρες ατέρμονης κουβέντας στις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές κι έπειτα στα μεσημεριανάδικα, πατήσει το κουμπί και ταξιδέψει λίγο στο BBC, την Deutsche Welle, ένα μεγάλο ξένο κανάλι.
Ακόμα και τα ενημερωτικά δεν έχουν τόσο πολλές εκπομπές συζήτησης. Ειδησεογραφία ναι. Αλλά και πολλή εικόνα. Εικόνα απ’ όλο τον κόσμο κι όχι μόνο από τον ελληνικό μικρόκοσμο.
Ως ένα σημείο είναι κατανοητή αυτή η διαφορά, και σεβαστή. Οι προϋπολογισμοί των μεγάλων αυτών δικτύων είναι πολλαπλάσιοι από των δικών μας. Το ίδιο και το κοινό στο οποίο απευθύνονται σ’ όλο τον κόσμο. Και τα έσοδα επίσης που έχουν. Ετσι, το να βάλεις 4-5 ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι να κουβεντιάζουν και μάλιστα συχνά χωρίς να τους πληρώνεις, είναι ο πιο ανέξοδος και σίγουρα βολικός τρόπος για να κάνει κάποιος τηλεόραση στην Ελλάδα, την εποχή της κρίσης.
Φαίνεται όμως πως δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος για όλη αυτή τη φλυαρία.
Το κουβεντολόι στο καφενείο είναι παλιά ελληνική παράδοση και τα τηλεοπτικά πάνελ είναι το παραμορφωτικό καθρέφτισμά του, στην αλλοτριωμένη κοινωνία. Ολοι λένε απόψεις. Στη συζήτηση δεν κυριαρχεί η πληροφορία όσο η άποψη. Οχι εμπεριστατωμένη αλλά καφενειακή. Το συντεχνιακό συμφέρον είναι ο γνώμων και ο στόχος.
Είναι όμως και ο τρόπος. Εμαθαν μια χαρά πολλοί δημοσιογράφοι να πολιτικολογούν και πολλοί πολιτικοί να ακολουθούν τη δημοσιογραφική τακτική. Σύντομοι, συνθηματολογικοί, σιγάζουν αυτομάτως τον δίκαιο θυμό τους για να πέσουν διαφημίσεις. Αυτό που δεν έχουν μάθει είναι να συζητούν κανονικά. Χωρίς να διακόπτουν ο ένας τον άλλον.
Στη χώρα που γεννήθηκε η δημοκρατία, ο δημοκρατικός διάλογος παραμένει ένα στοιχείο πολιτισμού που δεν έχουμε κατακτήσει. Συχνά οι διάλογοι είναι παράλληλοι μονόλογοι με λεκτικούς διαγκωνισμούς. Εξ ου και η αγαπημένη τους ατάκα με εκείνο τον σεξουαλικό απόηχο: «αφήστε με να ολοκληρώσω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου