Της Μάρθας Καϊτανίδη
«∆εν είµαι αλλοδαπός. Ούτε επαγγελµατίας ζητιάνος. Συνταξιούχος είµαι»: αυτή ήταν η αποστοµωτική εισαγωγή ηλικιωµένου πωλητή, που γυρνούσε από τραπέζι σε τραπέζι στις καφετέριες του Χαλανδρίου, ζητώντας από τους θαµώνες λίγα ευρώ. Φορούσε γκρι σακάκι και παντελόνι µάλλινο και κρατούσε στα χέρια του µολύβια προς πώληση...
Λίγες ηµέρες αργότερα, σε φανάρι της λεωφόρου Μεσογείων, ένα δάχτυλο χτύπησε το κλειστό τζάµι του σταµατηµένου αυτοκινήτου. Ενας γκριζοµάλλης άντρας, γύρω στα 65, µε γυαλιά και µε την ντροπή ζωγραφισµένη στο πρόσωπο, πωλούσε χαρτοµάντιλα.
«∆εν είµαι ζητιάνος», είπε κι αυτός. «Προσπαθώ να βοηθήσω τον γιο µου και τα εγγόνια µου. Εµεινε άνεργος...» πρόσθεσε, µην µπορώντας να κοιτάξει τον οδηγό στα µάτια.
Οι δύο παράλληλες αυτές ιστορίες µπορεί να αποτελούν σύµπτωση. Οι πιο δύσπιστοι πιθανόν να σκεφτούν πως πρόκειται για επιτήδειους που εκµεταλλεύονται την αθλιότητα των καιρών. Ισως να κάνουν σενάρια για κύκλωµα. Τι από όλα να ισχύει; Ποιος ξέρει!
Το βέβαιο όµως είναι πως είδα ανθρώπους να νιώθουν άβολα στη θέα του απελπισµένου συνταξιούχου. Παρατήρησα πολλά χέρια να ψαχουλεύουν αµήχανα στην τσέπη και να βγαίνουν µε χούφτες γεµάτες ψιλά. Επικρατούσε σιωπή. Κάποιων τα βλέµµατα µαρτυρούσαν συµπάθεια, άλλων αποστροφή για εκείνα που µας βρήκαν και για τα χειρότερα που έρχονται.
Η ζητιανιά του συνταξιούχου λειτουργεί ως υπενθυµιστικό εργαλείο της επικρατούσας τάσης: πως η σύνταξη είναι ζητιανιά. Πως οι συντάξεις είναι της ζητιανιάς. Πως η οικονοµική ανασφάλεια είναι το παρόν. Πως η εξαθλίωση είναι το πιθανότερο µέλλον. Πως το 2011 είναι µία δύσκολη χρονιά. Πως εκείνα που ξέραµε ως δεδοµένα δεν φαντάζουν πλέον τόσο σίγουρα. Πως η χώρα µας δεν µπορεί να διαφυλάξει τα δικαιώµατα της τρίτης ηλικίας.
Πως η χώρα µας δεν έχει τα µέσα να διαφυλάξει το δικαίωµα της αξιοπρέπειας γενικότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου