Aθώες ψυχές πληρώνουν τα "κατορθώματά" μας...
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ
Από τον παιδικό σταθμό, εφτά χρόνια τώρα, κάθε πρωί έξω από την πόρτα του σπιτιού του τον περίμενε η συνοδός. Αγουροξυπνημένος καθώς ήταν έπαιρνε τον υπνάκο του στο λεωφορείο και μετά στην τάξη, χαλαρά και άνετα ξεκινούσε το μάθημα. Κιθάρα από τα οχτώ, αγγλικά από τα δέκα, όλα στο σπίτι, ο ένας πίσω από τον άλλο μπαινόβγαιναν οι καθηγητές. Μια ντουλάπα παιχνίδια, δυο - τρεις υπολογιστές, ταξίδια κάθε Χριστούγεννα για σκι, με την παρέα του σχολείου σε αυστριακο- ελβετικό θέρετρο. Κάθε καλοκαίρι διακοπές σε νησί, κοσμοπολίτικο. Μαμάδες, γκουβερνάντες και παιδιά.
Από εφέτος ο Δημήτρης, μαθητής της ΣΤ' Δημοτικού, πηγαίνει σε δημόσιο σχολείο στο Γαλάτσι. Το ίδιο και η αδερφή του η Θάλεια, δύο χρόνια μικρότερη. Ο πατέρας του χωρίς δουλειά από τον Μάιο, στα πενήντα δύο του απολύθηκε έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια, μεγαλοστέλεχος σε φαρμακευτική εταιρεία. Τα τρία αυτοκίνητα έγιναν ένα, πηγαίνει με αυτό στο νηπιαγωγείο όπου εργάζεται στην Καλλιθέα η μαμά τους.
Αλλος προϋπολογισμός, στα τεφτέρια της οικογένειας τα δεδομένα άλλαξαν. Στα σχολεία εκπαιδευτικοί και σχολικοί σύμβουλοι βλέπουν πως τα παιδιά δεν είναι έξω από το πρόβλημα, αλλά στην καρδιά του, αφού τα οικονομικά μέτρα αφορούν τη ζωή τους.
Τι λένε τα παιδιά
Η ανησυχία για το αύριο, οι αγωνίες των γονιών, ο βομβαρδισμός των ειδήσεων «καταστροφής» σε απ' ευθείας μετάδοση με το χρηματιστήριο των spreads. Ακόμα και όταν η οικογένειά τους δεν πλήττεται ευθέως οικονομικά, τα παιδιά νιώθουν άγχος, ανασφάλεια και φόβο για το μέλλον, επηρεαζόμενα από τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί.
«Στην οικογένειά μας ελαττώσαμε πολλά πράγματα», γράφει σε ένα «Σκέφτομαι και Γράφω» του ο Δημήτρης. «Αγοράζουμε τα απαραίτητα, παίρνουμε φθηνά προϊόντα. Εχουμε τις περσινές τσάντες. Ακούμε όσα λένε στην τηλεόραση και στενοχωριόμαστε. Στο φροντιστήριο στα αγγλικά συζητάμε ό,τι ακούμε στην τηλεόραση. Στενοχωριέμαι πολύ. Αν δεν βρει εδώ δουλειά ο μπαμπάς θα ψάξει στο εξωτερικό».
«Μόνο με γεγονότα μπορείς να την προσδιορίσεις την οικονομική κρίση γιατί αν μπλεχτείς με λέξεις και ονόματα την έβαψες», αποφαίνεται η Βίκη, μαθήτρια της ΣΤ' τάξης στον Χολαργό. «Ξέρετε πώς την καταλαβαίνω εγώ; Η μαμά έπιασε δεύτερη δουλειά, του μπαμπά τού κόψανε λεφτά, και της γιαγιάς τη σύνταξη επειδή ξεπερνούσε 20 ευρώ το όριο. Δεν μου αρέσει η οικονομική κρίση, δεν θέλω να πεινάσουμε, θέλω να γίνουμε όπως πριν».
«Μου την έχει δώσει στα νεύρα η οικονομική κρίση», γράφει ο Θωμάς, εκτάκι από τον Χολαργό. «Ο μπαμπάς έρχεται από τη δουλειά νευριασμένος λόγω του ότι οι πελάτες δεν μας πληρώνουν και άμα δεν μας πληρώνουν δεν μπορούμε να ζήσουμε. Αναγκάζεται να κλείνει ραντεβού όλη τη μέρα και δεν τον βλέπω καθόλου. Οταν έρχεται το βράδυ μαλώνει με τη μαμά. Ευτυχώς ή δυστυχώς η μαμά δεν έχει δουλειά και κάθεται μαζί μου».
«Φοβάμαι, δεν θα ήθελα να φύγω από την Ελλάδα και να πάω στη Σερβία», σημειώνει στην έκθεσή της η Αναστασία, εκτάκι σε σχολείο του Χολαργού. «Η μαμά δεν δουλεύει, του μπαμπά δεν του δίνουν τα λεφτά που πρέπει και έτσι δεν μπορούμε να πληρώσουμε το δάνειο και τους λογαριασμούς. Νιώθω ένα φόβο για να μη μείνουμε στον δρόμο».
Μαθήτρια Γ' Δημοτικού στο Περιστέρι, η Νεκταλένια γράφει: «Οι άνθρωποι απολύονται από τις δουλειές τους. Στο τέλος θα αρρωστήσουμε. Μαζεύω λεφτά στον κουμπαρά μου. Οσο πιο πολλά τόσο το καλύτερο».
Εκπαιδευτικοί που ζουν από κοντά τον αντίκτυπο της κρίσης στον μαθητικό πληθυσμό σημειώνουν πως τα παιδιά οσφραίνονται, αντιλαμβάνονται, ανάλογα με το οικογενειακό περιβάλλον όπου μεγαλώνουν, τη δεινή κατάσταση, επεξεργάζονται τις συζητήσεις για την πορεία της οικονομίας και την πίεση του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Πώς εισπράττουν την κρίση; Αλλο δεν πήρε φέτος καινούργια τσάντα, άλλο βρίσκει πιο ξερό το ψωμί στο τραπέζι, άλλο στο χαρτζιλίκι που περιορίστηκε, άλλο ακούσε πως το μπαλέτο ή το πιάνο θα σταματήσουν φέτος.
«Οι γονείς μου μερικές φορές τσακώνονται για τα λεφτά», υπογραμμίζει ο δωδεκάχρονος Διονύσης από τον Χολαργό. «Δεν μας φτάνουν. Απορώ πώς τη βγάζουμε με το ενοίκιο. Μέρα παρά μέρα ζητάω χαρτζιλίκι. Η μαμά μου ψάχνει για μόνιμη δουλειά, ευτυχώς κρατάει ένα παιδάκι».
Οι γονείς και οι δάσκαλοι πρέπει να κάνουν ειλικρινή διάλογο με τα παιδιά για τις οικονομικές συνθήκες ανάλογα με την ηλικία τους και τις απορίες που εκφράζουν. «Οι γονείς μου μου είπαν να μην τους λέω συνέχεια να μού παίρνουν πράγματα, κούκλες, τετράδια, ρούχα, γιατί θα μείνουμε χωρίς λεφτά. Δεν θα έχουμε ούτε για να φάμε», σημειώνει η Μαρία της Γ'Δημοτικού σε σχολείο του Περιστερίου.
Τι λένε οι ψυχολόγοι
Αυτό που τονίζουν οι ψυχολόγοι είναι πως πρέπει να λέμε την αλήθεια χωρίς να τα τρομοκρατούμε και να καταλήγουμε σε κάποια μηνύματα αισιοδοξίας διότι τα παιδιά απογοητεύονται πιο εύκολα.
«Η μαμά μου», γράφει η δωδεκάχρονη Αργυρώ, «ξέρει ένα φίλο του μπαμπά που δουλεύει στο υπουργείο Οικονομικών. Κάθε φορά τον ρωτά πώς είναι η κατάσταση της χώρας. Κάθε βράδυ κάνω την προσευχή μου και εύχομαι να μην πτωχεύσουμε. Δεν θέλω να χάσουν ο μπαμπάς και η μαμά τις δουλειές τους».
«Η λύπη έγινε απόγνωση και οι ιστορίες που ακούς από τους άλλους σε βυθίζουν ακόμη πιο πολύ στην ανησυχία», γράφει ο Γιώργος, εκτάκι από τον Χολαργό. «Και εάν ο μπαμπάς και η μαμά απολυθούν; Και εάν μείνουμε χωρίς χρήματα; θα ξαναγυρίσουμε στην Κατοχή; Δεν θέλω να μείνω άστεγος και να ψάχνω στα σκουπίδια όπως αυτός ο κύριος που είδα στον δρόμο».
Της Ειρήνης ο μπαμπάς εδώ και κάμποσα χρόνια είναι χωρίς δουλειά. «Αναγκαστήκαμε να πουλήσουμε το σπίτι μας για να πάρουμε λίγα χρήματα για να ξεχρεώσουμε τις τράπεζες. Κάποιοι άνθρωποι φεύγουν για άλλες χώρες γιατί η Ελλάδα δεν έχει κάτι να τους προσφέρει».
Η παρουσία των γονιών κοντά στα παιδιά είναι πιο ουσιαστική από το ακριβότερο παιχνίδι. «Η αδελφή μου θέλει να πάρει κούκλες», σημειώνει η Θεοδώρα, μαθήτρια Γ' Δημοτικού. «Εγώ δεν θέλω, ούτε κούκλες ούτε πολλά πράγματα, θέλω μόνο αγάπη για τα Χριστούγεννα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου