ΙΣΛΑΜΟΦΑΣΙΣΜΟΣ και ΔΥΤΙΚΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ: Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες – Η κερκόπορτα της παράνομης μετανάστευσης

 

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ

Γράφει ο  Ιωάννης Γκιτσάκης

Δικηγόρος Θεσσαλονίκης και Διδάκτωρ Διοικητικού Δικαίου

 

Η μεταναστευτική κρίση που βιώσαμε το Μάρτιο του 2020 στον Έβρο κατέδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο το είδος και το εύρος των κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσει η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, εξαιτίας των ανεξέλεγκτων διαστάσεων που λαμβάνει πλέον το μεταναστευτικό πρόβλημα. Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα συνεχώς αυξανόμενο κύμα μαζικής οικονομικής μετανάστευσης, από άτομα προερχόμενα από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, που επιχειρούν με κάθε τρόπο να εισέλθουν στη σύγχρονη γη της επαγγελίας, όπως φαντάζει στα μάτια τους η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το δίκαιο, διεθνές, ενωσιακό και εθνικό, καλείται να οριοθετήσει και να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό.

Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται ο νέος νόμος 4636/2019, περί διεθνούς προστασίας (όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα με το νόμο 4686/2020), ο οποίος ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο και σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.

Κάθε, όμως, προσπάθεια για τη σύγχρονη νομική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού φαινομένου, σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, προσκρούει πάνω στη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, η οποία υπογράφηκε το 1951 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν.δ. 3989/1959. Και μπορεί μεν να μην διεκδικώ τον τίτλο του διεθνολόγου, πλην όμως, ως νομικός, μπορώ να αντιληφθώ, ότι το 1951 δεν μπορούσε να έχει προβλεφθεί αυτό που βιώνει η Ευρώπη σήμερα και αυτό που βιώνει η Ευρώπη σήμερα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις προβλέψεις του 1951.

Η ρίζα του προβλήματος, λοιπόν, βρίσκεται στην ίδια τη Σύμβαση της Γενεύης, η οποία υιοθετήθηκε για να διευθετήσει τις συνέπειες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και, ως εκ τούτου, είναι πλέον παρωχημένη, επιτρέποντας την καταχρηστική εφαρμογή της από άτομα που αιτούνται διεθνούς προστασίας βάσει των διατάξεων της, χωρίς όμως να τη δικαιούνται πραγματικά.

Αυτό, μάλιστα, αναγνωρίζεται εν μέρει και από την ίδια την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR), η οποία επισημαίνει πως: «…καθώς, σε παγκόσμιο επίπεδο, η μορφή της μετανάστευσης άλλαξε και ο αριθμός των ατόμων που μετακινούνται έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, διατυπώνονται αμφιβολίες για τη σημασία της Σύμβασης του 1951, ιδιαίτερα για την Ευρώπη - που κατά ειρωνικό τρόπο ήταν και ο τόπος όπου εμπνεύστηκε».[1]

Ας δούμε, λοιπόν, που εντοπίζονται τα σημαντικότερα προβληματικά σημεία:

 

(1) Καθολικότητα. Σύμφωνα την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, η Σύμβαση της Γενεύης δεν προοριζόταν για να ρυθμίσει μεταναστευτικά κύματα. Πράγματι, στις συχνές ερωτήσεις για τη Σύμβαση επισημαίνεται ότι: «Εκατομμύρια ‘‘οικονομικών’’ ή άλλων μεταναστών τα τελευταία χρόνια επωφελήθηκαν από τη βελτίωση στην επικοινωνία για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή σε άλλες χώρες, κατά κύριο λόγο δυτικές. Δεν θα πρέπει ωστόσο να συγχέονται με τους πρόσφυγες οι οποίοι τρέπονται σε φυγή φοβούμενοι για τη ζωή τους και όχι απλώς για οικονομικούς λόγους. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα με δύο διαφορετικούς τρόπους - τα θέματα των προσφύγων να αντιμετωπίζονται μέσω των διαδικασιών ασύλου και να διαχωρίζονται από τα προβλήματα της μετανάστευσης».[2] Η πρόβλεψη αυτή, όμως, καθίσταται σήμερα ανεφάρμοστη στην πράξη, καθώς όλοι ανεξαιρέτως (πραγματικοί πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες) έχουν δικαίωμα να επικαλεστούν τη Σύμβαση, να αιτηθούν άσυλο και να υπαχθούν (έστω και προσωρινά) στις ευνοϊκές διατάξεις της. Η Σύμβαση δεν περιέχει καμία ασφαλιστική δικλείδα για να αντιμετωπίσει την καταχρηστική επίκλησή της από άτομα που δεν δικαιούνται άσυλο και δεν υπάγονται στο πεδίο προστασίας της. Δεν προβλέπει κάποιο μηχανισμό, ο οποίος να μην επιτρέπει να κατατίθενται αιτήσεις ασύλου από άτομα που δεν είναι πρόσφυγες και δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Όλοι ανεξαιρέτως έχουν δικαίωμα να καταθέσουν αίτηση ασύλου και να υπαχθούν στο ευνοϊκό καθεστώς του αιτούντος άσυλο, μέχρις ότου κριθεί οριστικά από τα αρμόδια διοικητικά όργανα και δικαστήρια της χώρας το αν δικαιούνται ή όχι άσυλο.[3] Μέχρι τότε απολαμβάνουν όλα όσα προβλέπει η Σύμβαση και το εν γένει διεθνές και εθνικό δίκαιο του ασύλου, όπως λ.χ. στέγαση, εκπαίδευση, εργασία, επαγγελματική κατάρτιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.ά.

 

(2) Ατομικότητα. Όλα όσα προβλέπει η Σύμβαση, είτε θετικά (υπέρ του αιτούντος άσυλο), είτε αρνητικά (σε βάρος του αιτούντος άσυλο) κρίνονται πάντοτε σε ατομικό επίπεδο. Κάθε αίτηση ασύλου εξετάζεται ατομικά, σε όλα τα στάδια (επιτροπές ασύλου και διοικητικά δικαστήρια),[4] κάθε ζήτημα, όπως λ.χ. το ζήτημα της ασφαλούς χώρας, κρίνεται ατομικά, δηλαδή για κάθε αιτούντα ξεχωριστά, και κάθε μέτρο που μπορεί να ληφθεί σε βάρος του αιτούντος άσυλο, όπως λ.χ. η απέλαση, κρίνεται και πάλι ατομικά. Δηλαδή, η Σύμβαση και το εν γένει δίκαιο του ασύλου, δεν επιτρέπουν την ενιαία αντιμετώπιση ομοειδών περιπτώσεων, δηλαδή περιπτώσεων που έχουν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά. Έτσι π.χ. δεν μπορούν να απορριφθούν με μία ενιαία πράξη οι αιτήσεις ασύλου που κατατίθενται από περισσότερα άτομα της ίδιας χώρας καταγωγής, η οποία θεωρείται ως ασφαλής χώρα. Επίσης, δεν μπορούν να ληφθούν συλλογικά μέτρα, όπως λ.χ. μαζικές απελάσεις ή επαναπροωθήσεις, σε βάρος ατόμων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως λ.χ. κοινή χώρα καταγωγής ή κοινό τρόπο παράνομης εισόδου στη χώρα υποβολής αιτήσεως ασύλου.

 

(3) Πολυπλοκότητα. Η προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στις προβλέψεις της Σύμβασης έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πολύπλοκου συστήματος υποβολής και εξέτασης αιτήσεων ασύλου, το οποίο μπορεί να οδηγήσει στη de facto παγίωση του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο για πολλά χρόνια. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα της Σύμβασης της Γενεύης και του δικαίου του ασύλου. Όλοι όσοι υποβάλλουν αίτηση ασύλου δικαιούνται διεθνούς προστασίας για αρκετά έτη, μέχρις ότου η αίτησή τους εξεταστεί και απορριφθεί οριστικά. Επιπλέον, η πολυπλοκότητα των διαδικασιών αυξάνει τις πιθανότητες τυπικών παραλείψεων και λαθών εκ μέρους των εθνικών διοικητικών αρχών, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε δικαστική ακύρωση των απορριπτικών αποφάσεων στα εθνικά δικαστήρια ή σε καταδικαστικές αποφάσεις στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Στην Ελλάδα, ο ν. 4636/2019 προβλέπει, κατ’ επιταγή της Σύμβασης της Γενεύης και του εν γένει διεθνούς δικαίου, δύο στάδια διοικητικής εξέτασης της αίτησης ασύλου (σε πρώτο και δεύτερο βαθμό) και ακολούθως, δύο στάδια δικαστικής προστασίας (σε διοικητικό πρωτοδικείο και ΣτΕ). Με τον τρόπο αυτό, κάθε μετανάστης μπορεί να υποβάλει αίτηση ασύλου, να επιτύχει να του απονεμηθεί το καθεστώς του αιτούντος άσυλο και να παραμείνει στη χώρα μας ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αρκετά χρόνια, μέχρι την οριστική απόρριψη της αίτησής του.[5] Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων βέβαια, μετά την πάροδο των ετών αυτών καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολος ή και αδύνατος ο εντοπισμός του, προκειμένου να απελαθεί ή να επαναπροωθηθεί.[6]

 

(4) Μη πρόβλεψη της δυνατότητας αναστολής εφαρμογής. Η Σύμβαση της Γενεύης δεν προβλέπει τη δυνατότητα αναστολής της εφαρμογής μέρους ή του συνόλου των διατάξεων της, σε περίπτωση που ένα κράτος αντιμετωπίζει σοβαρά ζητήματα εθνικής ασφάλειας, όπως συνέβη πρόσφατα στη χώρα μας με την απόπειρα μαζικής παράνομης εισόδου μεταναστών μέσω της Τουρκίας. Το άρθρο 9 της Σύμβασης προβλέπει μεν, ότι «Ουδεμία διάταξις της παρούσης Συμβάσεως κωλύει τας Συμβαλλομένας Χώρας εν καιρώ πολέμου ή άλλως σοβαρών και εξαιρετικών περιστάσεων, να λαμβάνουν … προσωρινά μέτρα άτινα θεωρούν απαραίτητα δια την εθνικήν αυτών ασφάλειαν», πλην, όμως, τα προσωρινά αυτά μέτρα λαμβάνονται πάντοτε «εν σχέσει προς συγκεκριμένον πρόσωπον». Ο ατομικός και εξατομικευμένος προσανατολισμός της Σύμβασης, επιβάλλει δηλαδή τα προσωρινά μέτρα να αφορούν μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο και όχι σε ομάδες προσώπων. Δηλαδή, σύμφωνα με το γράμμα της Σύμβασης, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα δεν δικαιούται να αναστείλει προσωρινά τις διαδικασίες ασύλου, προκειμένου να αντιμετωπίσει μία μαζική απόπειρα παράνομης εισόδου μεταναστών στην επικράτειά της, όπως αποφάσισε η ελληνική κυβέρνηση με την ΠΝΠ της 2 Μαρτίου 2020. Η Σύμβαση προβλέπει μόνο τη δυνατότητα καταγγελίας της από ένα κράτος, η οποία, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 44, θα έχει ισχύ ένα έτος μετά από την υποβολή της σχετικής δήλωσης.

Οι παραπάνω δομικές αδυναμίες της Σύμβασης της Γενεύης και του δικαίου του ασύλου που στηρίζεται πάνω σε αυτή, έχουν δημιουργήσει στην πράξη μία κατάσταση, στην οποία δεν ενδιαφέρει τόσο το ποιος δικαιούται πραγματικά διεθνούς προστασίας, δηλαδή ποιος μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας και να δικαιούται άσυλο, όπως ήταν ο πρωταρχικός σκοπός της Σύμβασης, αλλά το ποιος μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις της, προκειμένου να αποκτήσει την ιδιότητα του αιτούντος άσυλο, έστω και προσωρινά. Η Σύμβαση είναι ξεκάθαρη: Όλοι ανεξαιρέτως δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση ασύλου και να αποκτήσουν το (προσωρινό) καθεστώς του αιτούντος άσυλο. Από κει και πέρα, αναλαμβάνει «δράση» η γνωστή λαϊκή ρήση, ότι ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, και, με τον τρόπο αυτό, ο μη δικαιούμενος διεθνούς προστασίας, δηλαδή αυτός που δεν είναι πρόσφυγας, εκμεταλλευόμενος τις νομικές και πραγματικές αδυναμίες του συστήματος ασύλου, καταφέρνει να επιτύχει τον αρχικό σκοπό του: Τη μετανάστευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για οικονομικούς λόγους.

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα προαναφέρθηκαν, η Σύμβαση της Γενεύης είναι πλέον παρωχημένη και δεν μπορεί να αποτρέψει την καταχρηστική εφαρμογή της από οικονομικούς μετανάστες που εισέρχονται στην Ευρώπη χωρίς πραγματικά να είναι πρόσφυγες και χωρίς να δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Και επειδή, το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο του ασύλου τελούν υπό την επιφύλαξη της Σύμβασης της Γενεύης, δηλαδή εφαρμόζονται εφόσον και κατά το μέρος που δεν προσκρούουν στις προβλέψεις της Σύμβασης,[7] κάθε προσπάθεια για τη σύγχρονη νομοθετική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Το πρόβλημα, λοιπόν, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στη βάση του. Και η βάση του είναι η Σύμβαση της Γενεύης. Η Σύμβαση λοιπόν θα πρέπει, είτε να αναθεωρηθεί και να προσαρμοστεί στις σύγχρονες απαιτήσεις και στα νέα δεδομένα της οικονομικής μετανάστευσης, είτε να αντικατασταθεί με μία νέα Σύμβαση, η οποία θα περιλαμβάνει τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος.

Ας δούμε ορισμένες ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να προβλεφθούν προς την κατεύθυνση αυτή:

(1) Άρση της καθολικότητας. Θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις, οι οποίες θα διασφαλίζουν ότι δεν θα υποβάλλονται αιτήσεις ασύλου από άτομα που δεν είναι πρόσφυγες και δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας, αποτρέποντας έτσι την καταχρηστική επίκληση και εφαρμογή του δικαίου του ασύλου. Μια πρώτη σκέψη προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός καθεστώτος προέγκρισης ασύλου, παρόμοιου με αυτό της βίζας ή άλλων αντίστοιχων προεγκρίσεων, όπως λ.χ. η ESTA στις ΗΠΑ και η ETA στον Καναδά. Η πρόβλεψη δηλαδή μίας αιτήσεως, η οποία θα μπορούσε να υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω σχετικών ιστοσελίδων και εφαρμογών (applications), πριν από την είσοδο στη χώρα υποβολής αιτήσεως ασύλου. Η αίτηση αυτή θα μπορούσε να υποβάλλεται και μέσω των κινητών τηλεφώνων που διαθέτει σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των αιτούντων άσυλο. Θα μπορούσε επίσης να υποβάλλεται σε οποιαδήποτε προξενική αρχή της χώρας υποβολής αιτήσεως ασύλου. Και παράλληλα να προβλεφθεί, πως όποιος δεν υπέβαλε την εν λόγω αίτηση και δεν έλαβε τη σχετική προέγκριση καθεστώτος αιτούντος άσυλο, δεν θα έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως ασύλου. Έτσι π.χ. κάποιος που ξεκινά από το Πακιστάν με σκοπό να υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ελλάδα, θα πρέπει να έχει υποβάλει τη σχετική αίτηση, είτε ηλεκτρονικά είτε στις ελληνικές προξενικές αρχές της Τουρκίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας διέλευσης, και να έχει λάβει τη σχετική προέγκριση. Άπαξ και δεν έχει τηρήσει την «προδικασία» αυτή και δεν έχει λάβει προέγκριση καθεστώτος αιτούντος άσυλο, τότε δεν θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ελλάδα. Τέλος, το μέτρο αυτό δεν είναι αναγκαίο να προβλεφθεί οριζόντια. Θα μπορούσε να προβλέπεται μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις ή μόνο για συγκεκριμένες χώρες καταγωγής, σύμφωνα με σχετικούς καταλόγους που θα επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

 

(2) Άρση της ατομικότητας. Θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη να αντιμετωπίζουν ενιαία, συλλογικά ή μαζικά, περισσότερες αιτήσεις ή περισσότερες περιπτώσεις που είναι ομοειδείς και έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Να μπορούν π.χ. να απορρίπτουν αιτήματα ασύλου από άτομα που προέρχονται από την ίδια χώρα καταγωγής, εφόσον αυτή θεωρείται ως ασφαλής χώρα, με την έκδοση μίας ενιαίας διοικητικής πράξης γενικής εφαρμογής. Σχετικές ρυθμίσεις θεσπίστηκαν με τα άρθρα 86 (για τις ασφαλείς τρίτες χώρες) και 87 (για τις ασφαλείς χώρες καταγωγής) του ν. 4636/2019, οι οποίες προβλέπουν τη δημιουργία καταλόγων ασφαλών χωρών, που θα επικαιροποιούνται ανά τακτά διαστήματα. Πλην, όμως, η τελική βάση τους είναι και πάλι σε ατομικό επίπεδο, τελούν υπό την επιφύλαξη συμμόρφωσης προς τις προβλέψεις της Σύμβασης της Γενεύης και ο αιτών άσυλο έχει δικαίωμα να αντικρούσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας για τον ίδιο (άρθρο 86 παρ. 2).

(3) Απλοποίηση των διαδικασιών. Οι διαδικασίες για το άσυλο που ισχύουν σήμερα σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο πρέπει να απλοποιηθούν, ώστε να καταστούν ταχύτερες. Δεν αρκεί μόνο η πρόβλεψη σύντομων προθεσμιών, όπως αυτές που ορίζονται στο ν. 4636/2019, αλλά θα πρέπει να υπάρχει και δυνατότητα ολοκλήρωσης των διαδικασιών εντός των προθεσμιών αυτών. Όσο λιγότερες είναι οι διαδικασίες, τόσο ταχύτερες θα είναι. Θα μπορούσα να προτείνω πολλές τέτοιες απλοποιήσεις, αλλά αυτό ξεπερνά τα όρια του παρόντος άρθρου. Θα αναφέρω ενδεικτικά ένα παράδειγμα: Η δευτεροβάθμια επιτροπή ασύλου (Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών) του άρθρου 4 του ν. 4375/2016 αποτελείται σήμερα αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας (άρθρο 5 παρ. 1 και 5 του ν. 4375/2016, όπως αναδιατυπώθηκε με το άρθρο 116 παρ. 2 του ν. 4636/2019). Συνεπώς θεωρώ, ότι η Επιτροπή αυτή εμπίπτει ουσιαστικά στην έννοια του «Δικαστηρίου» ή της «Δικαστικής Αρχής» που απαιτεί το διεθνές δίκαιο (π.χ. το άρθρο 16 της Σύμβασης της Γενεύης), παρόλο που στη χώρα μας θεωρείται ως διοικητική ή ανεξάρτητη Αρχή και όχι ως δικαστήριο με την τυπική του όρου έννοια. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να περιοριστεί η δυνατότητα του αιτούντος άσυλο να προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια κατά της απορριπτικής απόφασης ασύλου, με την πρόβλεψη λ.χ. ενός ειδικού ενδίκου μέσου, οιονεί αναιρετικού και όχι ακυρωτικού χαρακτήρα, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και για συγκεκριμένους μόνο λόγους, χωρίς δικαίωμα εφέσεως ενώπιον του ΣτΕ. Κάτι τέτοιο θα ελαχιστοποιούσε το χρόνο ανάμεσα στην υποβολή της αίτησης και στην οριστική της εξέταση, επιταχύνοντας σημαντικά τη διαδικασία και την εκκρεμότητα.

(4) Πρόβλεψη δυνατότητας αναστολής της εφαρμογής διατάξεων ή και του συνόλου της Σύμβασης της Γενεύης για ορισμένο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες απειλής της εθνικής ασφάλειας, όπως αυτές που βίωσε το Μάρτιο η χώρα μας, με τη μαζική και οργανωμένη από τρίτη χώρα απόπειρα παράνομης εισόδου μεταναστών στον Έβρο και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Σχετικές προβλέψεις υπάρχουν σε πολλές διεθνείς συνθήκες, στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο, αλλά και στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 48).

 

Η μεταναστευτική κρίση που βιώνουμε σήμερα αποτελεί ένα νέο παγκόσμιο φαινόμενο που λαμβάνει απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Οι εύρωστες οικονομικά χώρες σε Ευρώπη, Αμερική, Ασία και Ωκεανία, δέχονται μαζικές ροές οικονομικών μεταναστών από τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου.

Χώρες, όπως η Τουρκία, «εργαλειοποιούν» τους μετανάστες για να επιτύχουν γεωπολιτικούς στόχους.

Άλλες χώρες απελευθερώνουν ακόμα και ποινικούς κρατούμενους και τους στέλνουν στην Ευρώπη ως «πρόσφυγες».

Η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου δεν μπορεί να στηριχθεί νομικά σε ρυθμίσεις διεθνών συνθηκών που υπεγράφησαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και είναι σήμερα παρωχημένες. Κάθε δε απόπειρα να προβλεφθούν σύγχρονες ρυθμίσεις για το δίκαιο του ασύλου, σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, είναι a priori καταδικασμένη σε αποτυχία, εφόσον στηρίζεται σε σαθρές βάσεις, δηλαδή σε διεθνές δίκαιο και διεθνείς συνθήκες που επιτρέπουν την καταχρηστική επίκληση και εφαρμογή τους από οικονομικούς μετανάστες.

Το πρόβλημα λοιπόν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στη βάση του και αυτή δεν είναι άλλη από...

 

 τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες.

Η Σύμβαση αυτή θα πρέπει να αναθεωρηθεί ή να αντικατασταθεί με μια νέα σύγχρονη Σύμβαση, προσαρμοσμένη στις ανάγκες και στα δεδομένα του 21ου αιώνα, η οποία πλέον δεν θα λειτουργεί ως κερκόπορτα της παράνομης μετανάστευσης.

 

 

Παραπομπές:

[1] https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/Geneva1951faq.pdf

[2] Ibid.

[3] Σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχ. γ΄ του ν. 4636/2019, «“αιτών διεθνή προστασία” ή “αιτών άσυλο” … είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής, ο οποίος δηλώνει προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον οποιασδήποτε ελληνικής αρχής, … ότι ζητά άσυλο ή επικουρική προστασία στη χώρα μας…». Κατά δε το άρθρο 39 παρ. 6 στοιχ. α΄ του ίδιου νόμου, «οι υπήκοοι τρίτης χώρας ή ανιθαγενείς που επιθυμούν να υπαχθούν σε καθεστώς διεθνούς προστασίας παραπέμπονται στο κατά τόπον αρμόδιο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου…». Ενώ, κατά το άρθρο 65, «Κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας».

[4] Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 4636/2019, «Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση…». Κατά δε το άρθρο 74 παρ. 3 του ίδιου νόμου, «Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, λαμβάνονται σε ατομική βάση…».

[5] Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 3 του ν. 4636/2019, «Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής και μέχρι την επίδοση της απόφασης επ’ αυτής, αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης, επανεισδοχής ή επιστροφής του αιτούντος…». Κατά δε το άρθρο 104 παρ. 1 του ίδιου νόμου, «Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής και έως την έκδοση απόφασης επί αυτής, ο αιτών επιτρέπεται να παραμείνει στο έδαφος της Χώρας. Στην περίπτωση αυτή, αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης, επανεισδοχής ή επιστροφής του προσφεύγοντος».

[6] Θετική ως προς το ζήτημα αυτό είναι η νέα διάταξη του άρθρου 92 παρ. 4 του ν. 4636/2019, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 του ν. 4686/2020 και προβλέπει, ότι «Σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής ο αιτών … κρατείται στο Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης, μέχρι να ολοκληρωθεί η απομάκρυνσή του ή να γίνει τελεσίδικα δεκτή η αίτηση του».

[7] Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4636/2019 «Η ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος τελεί σε συμφωνία με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 περί της Νομικής Καταστάσεως των Προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το συναφές Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967, καθώς και τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που έχουν επικυρωθεί από την Ελλάδα».

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου