ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟ ΕΘΝΟΠΑΤΕΡΟ-ΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΟΠΛΗΚΤΟ ΚΩΛΟΧΑΝΕΙΟ: Οι τρενοβλαβείς

 


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

Στα μέρη μας ζούσε επί χρόνια, αν και γεννημένος στην Πτολεμαϊδα, ο Στέλιος Μαυρομάτης (1930 – 2020), ζωγράφος που ζωγράφιζε κυρίως τρένα. Γι’ αυτό στους κύκλους τον αποκαλούσαμε με τρυφερότητα «τρενοβλαβή» και λέγαμε παιγνιωδώς πως, ότι αν και ζωγράφος κι όχι σιδηροδρομικός, ο ΟΣΕ θα του απονείμει σύνταξη κλειδούχου.  

Τελικά, τρενοβλαβείς (ίσως και φρενοβλαβείς) αποδειχτήκαμε όλοι εμείς κι όχι εκείνος.

Αλλά και πριν τον λυρικό Μαυρομάτη, το ταξίδι σε βαγόνι ή σε βαγκόν-λι είχε πάντα ξεχωριστή γοητεία και υπήρξαν μυθικά τρένα όπως το Οριαν Εξπρές, ή ο Υπερσιβηρικός, ακόμα και το τρενάκι που έφτιαξε στον Βόλο ο πατέρας του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, αρχηγού της μεταφυσικής ζωγραφικής. Εχει γραφεί πολλή λογοτεχνία (και αστυνομική) και τραγούδια κι έχουνε γίνει πολλές ταινίες εμπνευσμένες από το ταξίδι με τρένο που είναι σαν παρατεταμένο, ονειρικό τράβελινγκ.

Γενικά και επί πολλές δεκαετίες το τρένο μαζί με τον καπνό του εξέπεμπε πολλή γοητεία, υπόσχονταν μυθικά ταξίδια στον ταξιδιώτη με το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι του βαγονιού. Αυτά, μέχρι που ήρθαν τα θανάσιμα τρένα που μετέφεραν τους δυστυχείς Εβραίους στα στρατόπεδα θανάτου – οι εικόνες εκείνες που έχουνε τυπωθεί εγκαυστικά στην μνήμη της ανθρωπότητας, υπονόμευσαν την μέχρι τότε μυθολογία του σιδηρόδρομου. Αλλά και πάλι, με τον καιρό, η οδύνη κάπως ξεθώριασε και βλέπαμε ξανά τις αμαξοστοιχίες με το παλιό τους φωτοστέφανο, το υποσχετικό τους σφύριγμα και τον καπνό και, όπως λέει κι ο ποιητής, με έναν προορισμό: προς τ’ άστρα!

Το καλοκαίρι, μέσα Αυγούστου, ταξιδέψαμε Θεσσαλονίκη – Αθήνα και πίσω σιδηροδρομικώς. Πρώτη θέση, για να είμαστε άνετα – αν και νιώθαμε ήδη κάποια ανασφάλεια από δημοσιεύματα για διάφορες βλάβες κι εξαιτίας της διάχυτης ανευθυνότητας που ξέραμε ότι υπάρχει σε πολλούς χώρους

Με το που μπήκαμε μάς έγινε αμέσως φανερό πως τα βαγόνια αυτά της πρώτης θέσης δεν ήταν φτιαγμένα για τέτοια ταξίδια: απ’ την σειρά των μονών θέσεων, υπήρχαν ανά δύο αντικριστές με τραπεζάκι ενδιάμεσα, αλλά ήταν αδύνατον να απλώσεις λογικά τα πόδια σου αν ο απέναντι δεν μάζευε τα δικά του – πόσο μάλλον αν έπεφτες σε πανύψηλο μπασκετμπολίστα. (Πάρε τα πόδια σου απ’ το στόμα μου.) Το ίδιο συνέβαινε και με τις σειρές των διπλών θέσεων – μόνο ο ένας μπορούσε να απλώσει κάπως την αρίδα του.  

Γιατί; Ποιος διάλεξε αυτά τα βαγόνια; Ποιοι τα ενέκριναν; Δεν κάθισαν πρώτα στις θέσεις να δούνε αν χωράνε; 

Κι επιπλέον είχαν βγει και οι Ελβετοί κι έλεγαν πως τα τρένα αυτά που τα είχαν ήδη δοκιμάσει είναι σκοτώστρες και ευχόντουσαν δυσοίωνα: «Καλή τύχη στην Ελλάδα…» Ξαφνικά, δηλαδή, σκεφτόσουνα, ότι το να φτάσεις στην Αθήνα, ή στο Λειανοκλάδι αρτιμελής, ήτανε θέμα τύχης. Ρώσικη ρουλέτα.

Τέλος πάντων το ρισκάραμε και από καλή τύχη (ως φαίνεται) φτάσαμε σώοι στην Αθήνα – παρά την σαθρή υποδομή δεν είχε προκύψει ακόμα ο serial σταθμάρχης της Λάρισας. Κανονικά θα έπρεπε να πάμε αμέσως και να ανάψουμε ένα κερί, μια λαμπάδα, αλλά δεν ξέραμε ακόμα από τι είχαμε γλιτώσει.  

Κι απ’ την άλλη, σκέφτεσαι: τόσες δεκαετίες που ταξιδεύαμε με τρένο και με χειρότερη τεχνολογία πώς και δεν γίνονταν δυστυχήματα;  

Αρα προφανώς υπάρχει καταρχήν προσωπική ευθύνη – όπως και σε κάθε τροχαίο την ευθύνη την έχει πάντα κάποιος οδηγός, και όσο και να έχει βελτιωθεί το οδικό δίκτυο και η τεχνολογία του αυτοκινήτου. 

Το 2022 είχαμε πολύ βελτιωμένη τεχνολογία αυτοκινήτων, αλλά και 601 νεκρούς από τροχαία, δηλαδή σαν να τράκαραν δέκα αμαξοστοιχίες. Ποιος φταίει γι’ αυτό; Το σύστημα; Η κυβέρνηση; Η αντιπολίτευση; Ο καπιταλισμός; Το κέρδος;  

Δηλαδή αν μοιράζονταν δωρεάν οι Αλφα Ρομέο δεν θα γινόντουσαν τράκες; (Τότε να δεις…)

Φύγαμε, λοιπόν, αμέσως απ’ τον σταθμό και με καράβι πήγαμε στην Αίγινα, απ’ όπου ξαναγυρίσαμε σε μια βδομάδα. Και τότε, στην επιστροφή, λόγω καθυστέρησης του δρομολογίου, παρατήρησα τον σταθμό Λαρίσης: είναι πλήρως ακατάλληλος και ανάξιος για κεντρικός σταθμός τρένων της πρωτεύουσας. Μικρό μέγεθος, εντελώς επαρχιακός, υποβαθμισμένος και η μεγάλη του τραγωδία είναι τα αποχωρητήρια, όπου είναι αδύνατον να κατουρήσει πολιτισμένος άνθρωπος χωρίς να πάθει λέπρα. Φοβάσαι να μπεις απ’ την βρωμιά, φοβάσαι να πατήσεις και να ακουμπήσεις οτιδήποτε – φαντάσου τους Ευρωπαίους που διέρχονται από εκεί και θέλουν να πάνε τουαλέτα. Αραγε έχει μπει ποτέ υπουργός, ή πρωθυπουργός στον σταθμό Λαρίσης να κατουρήσει; 

Αμφιβάλλω. Ηδη από εκεί αρχίζει η μιζέρια, η τρενοβλάβεια και το κακό.

Χρειάζεται ένας νέος, μεγάλος, λαμπρός σταθμός Λαρίσης. Ας ξεκινήσουμε από εκεί. Και στο δίκτυο και στην τεχνολογία, που είναι τα σαφώς πιο ουσιώδη, να μην ξανα-εμπλακούν κομματικοί, συνδικαλισταράδες και διάφοροι βραδύνοες με πολιτική ιδιοτέλεια, διότι τότε χαιρέτα μου, πάλι, τον πλάτανο. Πάλι θα μας σώζει, τελικά, ή θα μας σκοτώνει η προσωπική ευθύνη.

Και το τελειότερο σύστημα αν βάλουμε και πάθει βλάβη (ή, κλέψει ο γύφτος το καλώδιο) ποιον θα κυνηγήσουμε;  

Την αφηρημένη τεχνολογία; 

Οχι. Πάντα θα υπάρχει...

 

 κάποια προσωπική, ή συλλογική ευθύνη. 

Οσο για την Λάρισα: πόση εκπαίδευση ή μεγαλοφυΐα χρειάζεται για να γυρίσεις ένα απλό κλειδί, ή να δεις στον φωτεινό πίνακα μπροστά σου ότι τα τρένα μπήκαν σε τροχιά σύγκρουσης; 

Χρειάζεται διδακτορικό, ή να είσαι Αϊνστάιν;  

Βγάλε άκρη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου