2022 και ΠΡΟΣΩΠΑ (Μέρος Α'): Διάσημοι ΞΕΝΟΙ που έφυγαν από τη ζωή το 2022

 
6/1/2022: Πέθανε ο θρυλικός σκηνοθέτης της «Τελευταίας Παράστασης» και του «Paper Moon»  Πίτερ Μπογκντάνοβιτς

Ο αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου και παραγωγός Πίτερ Μπογκντάνοβιτς γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1939 σε μια οικογένεια μεταναστών που έφυγαν από την Ευρώπη στο Kingston της Νέας Υόρκης, για φόβο για τη ναζιστική απειλή.

Η δημιουργική του καριέρα στην κινηματογραφική βιομηχανία, ο Peter ξεκίνησε ως ηθοποιός τη δεκαετία του 1950, αφού εργάστηκε στο τμήμα κινηματογράφου του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, γράφοντας κρίσιμα άρθρα για ταινίες και σενάρια. Μετά από 18 χρόνια, αποφάσισε να δοκιμάσει την υπόσταση του σκηνοθέτη, μετακόμισε στο Λος Άντζελες.

Το 1968, ο Μπογκντάνοβιτς έβαλε δύο ταινίες ταυτόχρονα: «Ταξίδι στον πλανήτη των προϊστορικών γυναικών» και «Στόχος».

 

9/1/2022: Έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στα 65 του χρόνια στο ξενοδοχείο Ritz-Carlton στο Ορλάντο της Φλόριντα ο διάσημος ηθοποιός Bob Saget 

 

 

 

15/1/2022: Πέθανε σε ηλικία 73 ετών ο γνωστός Αμερικανός τραγουδοποιός, Τζον Λιντ, μετά από μάχη που έδωσε για δύο χρόνια με τον καρκίνο.

Οι πιο γνωστές συνθέσεις του Τζον Λιντ είναι η επιτυχία των Earth Wind & Fire του 1979 «Boogie Wonderland» και το «Crazy For You» της Μαντόνα το 1985. Για δεκαετίες στη μουσική βιομηχανία, ο Λιντ συνεργάστηκε επίσης με καλλιτέχνες όπως οι Cher, The Temptations και Cheap Trick.

Η συμβολή του ήταν καθοριστική στη δισκογραφική επιτυχία και την άνοδο στα charts των Μάιλι Σάιρους, Ντέμι Λοβάτο, Σελίνα Γκόμεζ και the Jonas Brothers.

 

20/1/2022: Φευγει από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών ο Αμερικανός ρόκερ Meat Loaf
Ως μουσικός o Meat Loaf έγινε ιδιαίτερα γνωστός για την τριλογία δίσκων Bat Out of Hell (1977, 1993 και 2006), η οποία συνολικά έχει πουλήσει πάνω από 43 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Ο πρώτος εκ των τριών δίσκος, με την υπογραφή του Τζιμ Στάινμαν, μετά από 40 χρόνια σχεδόν συνεχίζει και πουλάει δεκάδες χιλιάδες δίσκους ετησίως, και συγκαταλέγεται σε τα πιο επιτυχημένα άλμπουμ όλων των εποχών.

O Meat Loaf συνεργάστηκε με τον Στάινμαν και το 1993 για το άλμπουμ Bat Out of Hell II: Back Into Hell που πούλησε πάνω από 5 εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ. Το πλατινένιο single του «I’d Do Anything for Love (But I Won’t Do That)» έμεινε 5 εβδομάδες στο No. 1 των τσαρτ στα τέλη του 1993 και θεωρείται μακράν το μεγαλύτερο χιτ του τραγουδιστή.

Οι ζωντανές εκτελέσεις του Meat Loaf χαρακτηρίζονταν από θεατρικότητα, αλλά αυτό που τον έκανε μοναδικό ήταν το εντυπωσιακό εύρος της φωνής του. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του εμφανίστηκε σε δεκάδες τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει φυσικά το Rocky Horror Picture Show, όπου υποδύθηκε τον Eddie.

 

2/2/2022 Έσβησε σε  ηλικία 91 ετών απομονωμένη στην Ελβετία, παλεύοντας με το Αλτσχάιμερ. η σπουδαία ηθοποιός, μούσα και σύντροφος του Μικελάντζελο Αντονιόνι, Μόνικα Βίτι.

Η Βίτι γεννήθηκε το 1931 στη Ρώμη. Πρωταγωνίστησε σε ταινίες του Λουίς Μπουνιουέλ του Ντίνο Ρίζι, του Μάριο Μονιτσέλι, όμως έγινε γνωστή κυρίως από τις ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Το 1968, ο Αντονιόνι αποφάσισε να ζητήσει τη Μόνικα Βίτι σε γάμο. «Με αιφνιδίασε!», σχολίαζε η Βίτι. «Σκεφθείτε ότι συμβιώνουμε έντεκα χρόνια και ποτέ δεν ετέθη ζήτημα γάμου…»

Η Βίτι έλαβε πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών 9 βραβεία Νταβίντ ντι Ντονατέλο, 11 ιταλικές Χρυσές Σφαίρες, μία Αργυρή Άρκτο καλύτερης ηθοποιού και τον Τιμητικό Χρυσό Λέοντα για την προσφορά της στον κινηματογράφο.

Οι ερμηνείες της στις ταινίες «Η Περιπέτεια» (1960), «Η Νύχτα» (1961) και η «Η Έκλειψη» (1962) άφησαν εποχή.
 

 

7/2/2022: Πέθανε σε ηλικία 94 ετών ο σπουδαίος, Οσκαρικός ηθοποιός Σίντνεϊ Πουατιέ. Ο Πουατιέ είχε βραβευτεί με Όσκαρ για την ταινία του 1963, Κάτω από το Βλέμμα του Θεού (Lillies of the Field).

Ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός ηθοποιός που έλαβε αυτή την τιμή, 24 χρόνια μετά τη νίκη της Χάτι ΜακΝτάνιελ, που είχε βραβευτεί με Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου το 1939.

Ο Πουατιέ υπήρξε επίσης σκηνοθέτης, συγγραφέας και διπλωμάτης.

Κατά τη δεκαετία του '60 και πιο συγκεκριμένα το 1967 είχε τρεις επιτυχημένες ταινίες στο αμερικανικό Box-Office: Ιστορία ενός Εγκλήματος (In the Heat of the Night), Μάντεψε ποιος θα 'ρθει το βράδυ (Guess Who's Coming to Dinner) και Στον Κύριο μας με Αγάπη (To Sir, with Love), οι οποίες πραγματεύονταν το θέμα του ρατσισμού.

Ήταν επίσης γνωστός για τη συμμετοχή του στις ταινίες: Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα (Blackboard Jungle, 1955), Έσπασα τα Δεσμά μου (Edge of the City, 1957), Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες (The Defiant Ones, 1958), Ένα Σταφύλι στον Ήλιο (A Raisin in the Sun, 1960) και Τυφλός Άγγελος (A Patch of Blue).

Το 1972 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία Οι Δυο Συνένοχοι (Buck and the Preacher). Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει στην 22η θέση στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.

Το 2002 ο ηθοποιός βραβεύτηκε με Τιμητικό Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών, για τα επιτεύγματά του ως καλλιτέχνης, αλλά κι ως άνθρωπος και το 2009 τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα.

Αξιοσημείωτη είναι η αυτοβιογραφία του, με τίτλο «The measure of a man».

Ο Σίντνεϊ Πουατιέ είχε γεννηθεί στο Μαϊάμι, όπου οι Μπαχαμέζοι γονείς του βρίσκονταν για επίσκεψη. Μεγάλωσε στο Νησί Κατ της Καραϊβικής κι έπειτα διέμεινε στο Μαϊάμι, όπου οι γονείς του, Ρέτζιναλντ Τζέιμς Πουατιέ και Έβελυν Άουτεν, ταξίδευαν για να πουλήσουν ντομάτες κι άλλα προϊόντα της φάρμας τους στο Νησί Κατ.

Γεννήθηκε δυο μήνες πρόωρα κι οι ελπίδες επιβίωσης του βρέφους ήταν ελάχιστες, γι' αυτό το λόγο οι γονείς του διέμειναν τρεις μήνες στις Η.Π.Α. για να τον φροντίσουν. Έτσι ο ηθοποιός έλαβε αυτομάτως την αμερικανική ιθαγένεια. Στα 10 του χρόνια οι γονείς του μετακόμισαν στην πόλη Νασσάου στις Μπαχάμες και στα 15 του χρόνια οι γονείς του τον έστειλαν στο Μαϊάμι για να ζήσει με τον αδελφό του. Στα 17 του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως λαντζιέρης. Με τη βοήθεια ενός Εβραίου σερβιτόρου που καθόταν μαζί του κάθε βράδυ έμαθε να διαβάζει εφημερίδα. Αργότερα αποφάσισε να καταταγεί στον Αμερικανικό Στρατό κι όταν απολύθηκε πέρασε από επιτυχημένη ακρόαση.

Ο Πουατιέ ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο Αμερικανικό Θέατρο Μαύρων, αλλά το κοινό τον αποδοκίμασε. Οι περισσότεροι μαύροι ηθοποιοί της εποχής ήταν καλλίφωνοι, αλλά ο Πουατιέ δε διέθετε μουσικό αυτί, πράγμα που τον καθιστούσε μη ικανό να τραγουδήσει. Αποφασισμένος να βελτιώσει τις υποκριτικές του δυνατότητες και να ξεφορτωθεί την προφορά που υποδήλωνε την καταγωγή του από τις Μπαχάμες, πέρασε έξι μήνες μελετώντας ώστε να έχει επιτυχία στο θέατρο.

Η δεύτερή του θεατρική απόπειρα ήταν επιτυχημένη και τον οδήγησε στον πρωταγωνιστικό ρόλο στην θεατρική παράσταση Λυσιστράτη (βασισμένη στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη) στο Μπρόντγουεϊ, που του χάρισε καλές κριτικές. Εκεί τον πρόσεξε κι ο διευθυντής της 20th Century Fox, Ντάριλ Φ. Ζάνουκ, που τον προσέλαβε για να συμμετάσχει στην ταινία του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς Το Μίσος Προστάζει (No Way Out, 1949) στο ρόλο ενός γιατρού που απειλείται από έναν λευκό άνδρα τον οποίο υποδύθηκε ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ.

Η ερμηνεία του τον οδήγησε σε περισσότερους ρόλους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αξιοσημείωτοι, σε σχέση με εκείνους που προσέφεραν σε άλλους Αφροαμερικανούς ηθοποιούς της περιόδου. Καθιερώθηκε με τη συμμετοχή του στην ταινία Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα (Blackboard Jungle, 1955), όπου εμφανίστηκε στο ρόλο μαθητή μιας ανεπίδεκτης τάξης πλάι στον Γκλεν Φορντ.

Ήταν παντρεμένος με την Χουανίτα Χάρντι από το 1950 μέχρι και το 1965, και το ζευγάρι απέκτησε 4 κόρες. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1976 με την ηθοποιό Τζοάννα Σίμκους, με την οποία ήταν παντρεμένος μέχρι και σήμερα, αποκτώντας ακόμα δύο κόρες.





10/3/2022:
Πέθανε στα 80 του χρόνια ο βολιβιανός αξιωματικός Μάριο Τεράν Σαλασάρ που σκότωσε τον Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα

 

Την 8η Οκτωβρίου 1967 ο βολιβιανός στρατός αιχμαλώτισε τον Τσε Γκεβάρα, μυθική μορφή της επαναστατικής ένοπλης δράσης κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, με την υποστήριξη δύο κουβανοαμερικανών πρακτόρων της CIA.

Ο Τσε ήταν επικεφαλής μιας χούφτας ανταρτών που επιβίωσαν από μάχες, την πείνα και τις ασθένειες στα βουνά της Βολιβίας. Τραυματισμένος σε μάχη, οδηγήθηκε σε εγκαταλελειμμένο σχολείο στο χωριό Λα Ιγκέρα.

Εκεί πέρασε την τελευταία του νύχτα: τον εκτέλεσε την επομένη ο Τεράν Σαλασάρ, μετά την έγκριση του προέδρου Ρενέ Μπαριέντος (1964-1969), ορκισμένου αντικομουνιστή.

«Ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Ο Τσε μου φαινόταν μεγάλος, πολύ μεγάλος, τεράστιος. Στα μάτια του έκαιγαν χίλιες φωτιές», αφηγήθηκε ο Τεράν Σαλασάρ αργότερα. «‘Ηρέμησε’, μου είπε, ‘και σημάδεψε καλά! Θα σκοτώσεις έναν άνθρωπο!’. Έκανα ένα βήμα πίσω, προς την πόρτα, έκλεισα τα μάτια και πυροβόλησα».

Μετά τον θάνατό του, στα 39 του χρόνια, ο Τσε μετατράπηκε σε θρύλο. Το πτώμα του εκτέθηκε σαν τρόπαιο στο γειτονικό χωριό Βαγιεγκράντε, εικόνα που απαθανάτισε ο δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου Μαρκ Ιτέν.

Έπειτα από τριάντα χρόνια υπηρεσίας, ο Τεράν Σαλασάρ πήρε σύνταξη και προσπάθησε να παραμείνει ανώνυμος, αποφεύγοντας τον Τύπο. Για καιρό διατεινόταν πως ο δολοφόνος του Γκεβάρα δεν ήταν ο ίδιος, αλλά κάποιος άλλος στρατιωτικός με το ίδιο ονοματεπώνυμο.




13/3/2022  Σε ηλικία 71 ετών πέθανε ο γνωστός ηθοποιός του Χόλιγουντ, Γουίλιαμ Χαρτ.
Ο Χερτ κέρδισε το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου το 1986 για το φιλμ «Kiss of the Spider Woman», στο οποίο είχε υποδυθεί έναν ομοφυλόφιλο άνδρα που μοιράζεται ένα κελί με έναν πολιτικό κρατούμενο στη Βραζιλία. Ακολούθησαν τρεις ακόμα υποψηφιότητες για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για τα «Children of a Lesser God» και «Broadcast News» και Β' Ανδρικού Ρόλου για την ταινία «A History of Violence».

Γεννημένος το 1950, ο Χερτ σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο, αλλά η μεγάλη αγάπη του ήταν η υποκριτική, οπότε γράφτηκε στη Σχολή Τζούλιαρντ το 1972. Μετά από μια σειρά μικρών ρόλων, κέρδισε τον πρώτο του σημαντικό ρόλο στην ταινία «Altered States» του Κεν Ράσελ και ακολούθησε το ερωτικό θρίλερ «Body Heat», πρωταγωνιστώντας δίπλα στην Κάθλιν Τέρνερ.

Η επιτυχία της ταινίας εκτόξευσε τη φήμη του ηθοποιού και ο Χερτ ήταν πλέον, ένας από τους πιο σημαντικούς σταρ της δεκαετίας του 1980. Συνέχισε στο κωμικό δράμα «The Big Chill», και στο κατασκοπευτικό θρίλερ «Gorky Park», ενώ λίγο αργότερα επιλέχτηκε για το «Kiss of the Spider Woman», από τον σκηνοθέτη Έκτορ Μπαμπένκο.

Ο Χερτ είχε μια συγκλονιστική ερμηνεία στην ταινία, κερδίζοντας το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στις Κάννες καθώς και το Όσκαρ καλύτερου ηθοποιού. Την επόμενη χρονιά υποδύθηκε έναν δάσκαλο στο «Children of a Lesser God», απέναντι από τη Μάρλι Μάτλιν - και μετέπειτα σύντροφό του - η οποία ήταν η πρώτη κωφή ηθοποιός που βραβεύτηκε με Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου.




23/3/2022
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών η πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαντλίν Ολμπράιτ

Η Μαντλίν Ολμπράιτ γεννήθηκε στο Σμίχοφ της Πράγας στην πρώην Τσεχοσλοβακία, ενώ μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με την οικογένειά της.

Ο πατέρας της, διπλωμάτης Γιόζεφ Κόρμπελ, μετοίκησε με την οικογένεια του στο Ντένβερ του Κολοράντο. Η Ολμπράιτ έγινε Αμερικανίδα πολίτης το 1957.

Η Ολμπράιτ αποφοίτησε από το κολλέγιο Ουέλσλεϊ το 1959 και ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1975, γράφοντας τη διατριβή της για την Άνοιξη της Πράγας.

Εργάστηκε ως βοηθός του γερουσιαστή Έντμουντ Μάσκι πριν λάβει αξίωμα υπό τον Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Υπηρέτησε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1981, όταν ο Τζίμι Κάρτερ δεν επανεξελέγη ως πρόεδρος.

Αφού εγκατέλειψε το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, η Ολμπράιτ προσχώρησε στο ακαδημαϊκό προσωπικό του Πανεπιστήμιου Τζόρτζταουν και ήταν σύμβουλος των υποψηφίων των Δημοκρατικών για την εξωτερική πολιτική. Μετά την νίκη του Κλίντον στις προεδρικές εκλογές του 1992, η Ολμπράιτ τον βοήθησε να συγκροτήσει το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας του.

Το 1993 ο Κλίντον τη διόρισε πρέσβειρα των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη. Διατήρησε την θέση της μέχρι το 1997 όταν διαδέχθηκε τον Ουόρεν Κρίστοφερ ως υπουργό Εξωτερικών, θέση την οποία διατήρησε μέχρι την λήξη της θητείας του Κλίντον το 2001.

Η Ολμπράιτ ήταν πρόεδρος της Albright Stonebridge Group από το 2009, ενώ τον Μάιο του 2012, βραβεύτηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπαράκ Ομπάμα.



18/4/2022
Πέθανε η ηθοποιός Κατρίν Σπάακν σε ηλικία 77 ετών - Η «αιώνια έφηβη του ιταλικού σινεμά».


Η Κατρίν Σπάακ είχε υποστεί εγκεφαλικό το 2020 και έκτοτε βρισκόταν σε νοσοκομείο της Ρώμης.

Κόρη του σεναριογράφου Σαρλ Σπάακ, ανιψιά του βέλγου πρωθυπουργού Πολ-Ανρί Σπάακ, εκ των πατέρων της Ευρώπης, η Κατρίν Σπάακ γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1945 στην Γαλλία.

Συνεργάσθηκε με τον Ζαν Μπεκέρ ("Le trou") πριν φύγει για την Ιταλία όπου θα εξελιχθεί σε σταρ του σινεμά και της τηλεόρασης.

Εμφανίσθηκε στις ταινίες «Ο Φανφαρόνος» του Ντίνο Ρίζι, «Η Γάτα με τις Εννιά Ουρές» του Ντάριο Αρτζέντο, «Weekend at Dunkirk, Δουνκέρκη - 2 Ιουνίου) του Ανρί Βερνέιγ, «Scandalo Secreto», της Μόνικα Βίτι.

Τραγουδίστρια, έγινε γνωστή το 1963 με το «Quelli della mia età», διασκευή του «Tous les garçons et les filles» της Φρανσουάζ Αρντί.


1/5/2022:
  Στα 81 του χρόνια  άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα Πρωτομαγιάς στο Γκρατς της Αυστρίας όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια ο εμβληματικός Βόσνιος προπονητής Ίβιτσα Όσιμ. Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε από το πέρασμά του από τον Παναθηναϊκό το 1992. Δεν έμεινε πολύ, δέχτηκε σκληρή κριτική από τον Τύπο της εποχής, αλλά η δουλειά του φάνηκε αργότερα αφού έβαλε τις βάσεις της ομάδας που έφθασε στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ.


Γεννήθηκε στο Σαράγεβο στις 6 Μαΐου 1941 και κατά τη διάρκεια της 18χρονης ποδοσφαιρικής καριέρας του φόρεσε τη φανέλα αρκετών ομάδων, μεταξύ των οποίων της Στρασμπούρ, της Σεντάν και της Βαλενσιέν, ενώ με την εθνική Γιουγκοσλαβίας αγωνίστηκε σε 16 ματς, σκοράροντας 8 φορές.

Τη μεγάλη καριέρα την έκανε ως προπονητής από το 1978. Εργάστηκε σε Ζελέσνιτσαρ, την εθνική Γιουγκοσλαβίας, την Παρτίζαν, την Στουρμ Γκρατς και την εθνική Ιαπωνίας (τελευταία του ομάδα).

Η φράση του «η μπάλα είναι πόρνη» έμεινε στην ιστορία.




13/5/2022
Πέθανε ο γνωστός αμερικανός ηθοποιός Φρεντ Γουόρντ σε ηλικία 79 ετών

Η πρώτη του δουλειά του γεννημένου στο Σαν Ντιέγκο, Γουόρντ, ήρθε μετά από πολύ κόπο και αρκετές αποτυχίες. Αρχικά άλλωστε εντάχθηκε στην πολεμική αεροπορία. Αργότερα όμως, κατάλαβε ότι ανήκει στον κόσμο της υποκριτικής και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Ο Γουόρντ, έκανε την παρθενική του εμφάνιση στην τηλεταινία «The Age of the Medici» του Ρομπέρτο ​​Ροσελίνι, το 1973

Ο Γουόρντ, έγινε γνωστός παίζοντας «κακούς» όπως στο «Southern Comfort» τον δολοφόνο δεκανέα Ρις, τον κτηνίατρος του Βιετνάμ στο «Uncommon Valor» και στο «The Right Stuff» τον αστροναύτη Γκας Γκρίσομ.

Στην κωμωδία τρόμου «Tremors» του Ρον Άντεργουντ, μία από τις πολλές ταινίες που ώθησαν την καριέρα του Γουόρντ μαζί με τον Κέβιν Μπέικον καταφέρρνουν να σώσουν μια  κοινότητα της ερήμου της Νεβάδα η οποία πολιορκείται από γιγάντια υπόγεια φίδια.

Στην ταινία «Απόδραση από το Αλκατράζ» (1979) του Ντον Σίγκελ, οι Γουόρν και Τζακ Θιμπό υποδύονται αδελφούς κατάδικους που συνεργάζονται με τον Κλιντ Ιστγουντ για να οργανώσουν την έξυπνη, τολμηρή υποτιθέμενη απόδραση από τον Βράχο.



17/6/2022
  Έφυγε σε ηλικία 91 ετών ο κορυφαίος Γάλλος ηθοποιός Ζαν-Λουί Τρεντινιάν

Κατά την διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν γύρισε περισσότερες από 120 ταινίες, έπαιξε πολύ θέατρο και συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες  μεταξύ των οποίων ο Κώστας Γαβράς, ο Κλοντ Λελούς, o Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Μίχαελ Χάνεκε, ο Φρανσουά Τρυφώ και ο Κριστόφ Κισλόφσκι.

Πολυβραβευμένος, τιμήθηκε το 1968 με την Αργυρή Άρκτο καλύτερου ηθοποιού στο φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία «L'homme qui ment».Την επόμενη χρονιά,  απέσπασε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο φεστιβάλ των Καννών για την ταινία «Ζ» ενώ το 2013 έλαβε το Βραβείο Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και το Βραβείο Σεζάρ Α' ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία «Αγάπη».

Η θρυλική ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» αποτέλεσε σταθμό όχι μόνον στην επαγγελματική αλλά στην προσωπική ζωή του Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Εκεί γνώρισε την ασυναγώνιστη σε γοητεία και ερωτισμό νεαρή Μπριζίτ Μπαρντό και η σχέση τους μεταφέρθηκε από το κινηματογραφικό πανί στην πραγματικότητα. Εξαιτίας του έρωτά της με τον Τρεντινιάν η Μπαρντό χώρισε από τον πρώτο σύζυγό της και σκηνοθέτη της ταινίας  Ροζέ Βαντίμ. Οι δυο τους έζησαν μαζί για περίπου δύο χρόνια αλλά δεν επισημοποίησαν ποτέ τη σχέση τους.

Παρά το γεγονός ότι τον είχε ερωτευθεί η Μπριζίτ Μπαρντό, μια από τις πιο ποθητές γυναίκες στον κόσμο, και να είχε κάνει τρεις γάμους, ο ίδιος είχε εξομολογηθεί με νόημα στο παρελθόν: «Η ρομαντική μου ζωή δεν ήταν ευτυχισμένη. Πολλές γυναίκες με άφησαν»

Η ζωή του Ζαν Λουί Τρεντινιάν σημαδεύτηκε από μια τεράστια απώλεια, αυτήν την αγαπημένης του κόρης, επίσης ηθοποιού, Μαρί Τρεντινιάν. Το 2003 η νεαρή γυναίκα και μητέρα τεσσάρων παιδιών ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τον σύντροφό της, γνωστό μουσικό και τραγουδιστή του συγκροτήματος Noir Désir Μπερτράν Καντά, σε δωμάτιο ξενοδοχείου στη Λιθουανία. Ο Καντά φυλακίστηκε μόνον για τέσσερα χρόνια, καθώς το δικαστήριο του αναγνώρισε ελαφρυντικά. Η πρόωρη αποφυλάκισή του εξόρκισε προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες τόσο από τον Ζαν Λουί Τερντινιάν όσο και από πολλά γυναικεία κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο.  Αρκετά χρόνια πριν, η μοίρα τον είχε χτυπήσει και πάλι πολύ σκληρά όταν έχασε την νεογέννητη κόρη του Πολίν από το σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου.

Από τα τέλη της δεκαετίας του '90 μέχρι και το 2012 οπότε πρωταγωνίστηκε στην συγκλονιστική ταινία του Μίχαελ Χάνεκε «Αγάπη» είχε αποσυρθεί από τα κινηματογραφικά δρώμενα. Συνέχισε ωστόσο να δραστηριοποιείται στο θέατρο το οποίο αγάπησε βαθιά.




27/6/2022
  Πέθανε σε ηλικία 87 ετών ο ιταλός επιχειρηματίας  Leonardo Del Vecchio, ο οποίος έκανε περιουσία 25,7 δισεκατομμυρίων με ορμητήριο ένα μικρό εργαστήριο οπτικών στα βουνά των Δολομιτών,

 Μεγαλωμένος σε ένα ορφανοτροφείο του Μιλάνου, ο Del Vecchio μετακόμισε στην αλπική πόλη Αγκόρντο, βόρεια της Βενετίας, για να ανοίξει ένα μαγαζί, ξεκινώντας την επιχειρηματική του δραστηριότητα, που έμελλε να γράψει ιστορία, ως μικρός προμηθευτής εξαρτημάτων σκελετού σε τοπικούς κατασκευαστές γυαλιών.

Μέσα από μια σειρά από εξαγωγές, η εταιρεία του, EssilorLuxottica, κατέκτησε την κορυφή. Αναδείχθηκε σε παγκόσμιο ηγέτη στον κλάδο. Παγκοσμίως αναγνωρισμένα ονόματα Ray-Ban και Oakley ήταν μεταξύ των δεκάδων επωνυμιών γυαλιών που αγόρασε ο Del Vecchio στο δρόμο του προς την κορυφή.

Σύμφωνα με το Bloomberg Billionaires Index, η καθαρή περιουσία του ανερχόταν σε 25,7 δισεκατομμύρια δολάρια την 1η Ιουνίου.

Κατείχε ποσοστό 32% στην EssilorLuxottica, τον γαλλο-ιταλικό κολοσσό γυαλιών που προέκυψε από τη συγχώνευση της Luxottica το 2018 με τον γαλλικό γίγαντα φακών Essilor.

Η εταιρεία, η οποία κατασκευάζει σκελετούς για πολυτελείς οίκους όπως η Armani και η Prada, κατέχει «βαριά» brands, όπως η Ray-Ban.

Απασχολεί περισσότερους από 180.000 υπαλλήλους, δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο και ένας τομέας της δραστηριοποιείται στα είδη πολυτελείας και στην ιατρική τεχνολογία.

Η EssilorLuxottica είναι η κορυφαία εταιρεία λιανικής πώλησης γυαλιών στον κόσμο και ο μεγαλύτερος παραγωγός φακών οράσεως.

Ντροπαλός και μυστικοπαθής από τη φύση του, ο Del Vecchio πέρασε δεκαετίες αποφεύγοντας μεθοδικά τα φώτα της δημοσιότητας.

Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του πρόσφατα ο μεγιστάνας ρωτήθηκε πώς έχτισε την αυτοκρατορία του. «Πάντα προσπαθούσα να είμαι ο καλύτερος σε ό,τι κάνω — αυτό είναι», αποκάλυψε το «μυστικό» του, περικλείοντας σε μια φράση τι ήταν αυτό που τον έφτασε στην κορυφή: «Δεν μπορούσα ποτέ να χορτάσω».

Εκτός από το μερίδιο ελέγχου στην EssilorLuxottica, η Delfin είχε επίσης συμμετοχές σε ιταλικές χρηματοοικονομικές εταιρείες όπως η Mediobanca SpA, η Assicurazioni Generali SpA και η UniCredit SpA.

Τα «πέτρινα» χρόνια και η άνοδος

Γεννημένος στις 22 Μαΐου 1935, ο Del Vecchio μεγάλωσε φτωχός στο Μιλάνο. Μην μπορώντας να φροντίσει τον γιο της, η μητέρα του, που έμεινε χήρα πέντε μήνες πριν γεννήσει- τον έστειλε σε ορφανοτροφείο σε ηλικία επτά ετών. Άρχισε να εργάζεται ως μαθητευόμενος σε έναν κατασκευαστή εργαλείων και βαφών στο Μιλάνο όταν ήταν 14 ετών.

Ο Del Vecchio μετακόμισε στο Αγκόρντο τη δεκαετία του 1960 και ξεκίνησε μια μικρή επιχείρηση κατασκευής σκελετών για γυαλιά.  Ίδρυσε τη Luxottica το 1961 με 14 εργάτες σε γη που του παραχωρήθηκε δωρεάν στο πλαίσιο της πολιτικής τόνωσης της τοπικής οικονομίας.

Η Luxottica άρχισε να παράγει τα σχέδια με την υπογραφή της στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Στη δεκαετία του 1980, ο Del Vecchio άρχισε να αγοράζει εταιρείες στις ΗΠΑ. Το 1999, αγόρασε τη Ray-Ban προς 640 εκατομμύρια δολάρια.

Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Del Vecchio είπε ότι «έβαζε τη δουλειά πάνω από όλα τα άλλα», αφιερώνοντας λίγο χρόνο στα παιδιά του. «Το εργοστάσιο έγινε η πραγματική μου οικογένεια», είπε, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια προσπαθούσε να αναπληρώσει μέρος από τον χαμένο χρόνο με την πραγματική του οικογένεια σε κάποια από τα σπίτια που κατείχε.





7/7/2022 Την τελευταία του πνοή άφησε ο θρυλικός ηθοποιός του Χόλιγουντ, Τζέιμς Κάααν, σε ηλικία 82 ετών. Γνωστός κυρίως από τους ρόλους του στον «Νονό» και το «Misery», με την Κάθι Μπέιτς, ο Κάαν υπήρξε μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του αμερικανικού σινεμά.

Γεννημένος στην εργατική συνοικία του Μπρονξ της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ στις 26 Μαρτίου του 1940, ο Τζέιμς ήταν παιδί δύο Εβραίων μεταναστών από τη Γερμανία. Η οικογένεια του έμπορου κρέατος Arthur Caan και της Sophie Falkenstain-Caan απέκτησε τρία παιδιά.

Ο Τζέιμς Κάαν μεγάλωσε στο Κουίνς και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν. Στη συνέχεια γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Χόφστρα, έχοντας εκεί συμφοιτητές το σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα και την ηθοποιό και τραγουδίστρια Lainie Kazan, αλλά δεν θέλησε να αποφοιτήσει, καθώς στράφηκε από νωρίς στην υποκριτική.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Hofstra πέρασε από συνέντευξη, κρίθηκε κατάλληλος και έγινε δεκτός στη Σχολή Θεάτρου «Neighborhood Playhouse» της Νέας Υόρκης.

Εκτός από τον θρυλικό «Νονό» μέσα από τη συμμετοχή του στον οποίο έγινε διεθνώς γνωστώς, έπαιξε επίσης σε δεκάδες ταινίες, διαφορετικού ύφους και και στιλ, βάζοντας το ιδιαίτερο προσωπικό ερμηνευτικό του στίγμα.

Ανάμεσά τους και οι «Δε θα γυρίσω το βράδυ» (1969), «Ο Τζογαδόρος» (1974), «Ρόλερμολ» (1974), «Αριστοκρατία του Εγκλήματος» (1975), «Ελεύθερος Καβαλάρης» (1979), «Η Λεωφόρος της Βίας» (1981), «Η ζωή είναι ένα Μπολερό» (1981), «Φίλα με και αντίο» (1984), «Πέτρινοι Κήποι» (1987), «Alien nation» (1988), «Dick Trasy» (1990), «For the boys» (1991), «Διακοπές στο Λας Βέγκας» (1992), «Ένοχο Παρελθόν» (1998), «Παντρεμένος με τη μαφία» (1999), «Σε επικίνδυνη τροχιά« (2000), «Η πόλη των Φαντασμάτων» (2002), «Dogville» (2003), «To σχέδιο Χένρι» (2010) και «Μαθήματα Ζωής» (2011).

Για την ερμηνεία του στο ρόλο του ευέξαπτου Σόνι Κορλεόνε στην ταινία «Ο Νονός», ο Κάαν ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Β' ανδρικού ρόλου, καθώς και για Χρυσή Σφαίρα στην αντίστοιχη κατηγορία.

Για την έως τότε προσφορά στον κινηματογράφο ο Κάαν εισήλθε το 1978 στη «Λεωφόρο Διασημοτήτων» του Χόλιγουντ, ενώ απέκτησε το δικό του «Αστέρι» στο νούμερο 6648 της Λεωφόρου του Χόλιγουντ. Ο Κάαν έκανε τέσσερις γάμους οι οποίοι κατέληξαν σε ισάριθμα διαζύγιο και απέκτησε  πέντε παιδιά, μεταξύ των οποίων είναι ο ηθοποιός  Σκοτ Κάαν,  πρωταγωνιστής της σειράς Χαβάη 5-0.




11/7/2022
Έφυγε από την ζωή σε ηλικία 94 ετών ο συνθέτης Monty Norman, που έδωσε στον James Bond τον εμβληματικό ήχο που ακούγεται στους τίτλους αρχής και των 25 πλέον ταινιών του πράκτορα 007.


Σημειώνεται ότι ο Norman είχε καταθέσει μήνυση εναντίον της εφημερίδας Sunday Times, η οποία σε άρθρο της τον Οκτώβριο του 1997 απέδωσε το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας του σάουντρακ της πρώτης ταινίας «Δόκτωρ Νο» στο διάσημο συνθέτη John Barry.

Με την ολοκλήρωση της δίκης -η οποία κράτησε δύο εβδομάδες- δικαιώθηκε ο Norman, ο οποίος έλαβε αποζημίωση 30.000 στερλινών (περίπου 16 εκατ. δραχμές) για το άρθρο που γράφτηκε εις βάρος του. Ο συνθέτης απήλθε ικανοποιημένος, αφού είχε καταθέσει ότι επρόκειτο για ένα λιβελογράφημα που σπίλωσε το όνομά του και στιγμάτισε την καριέρα του. Στην εφημερίδα επιβλήθηκε πρόστιμο που ανέρχεται σε 500.000 στερλίνες (περίπου 270 εκατ. δραχμές).

Σύμφωνα με το BBC, ο συνήγορος της εφημερίδας αρνήθηκε την κατηγορία του Norman για «λιβελογραφία», ισχυριζόμενος ότι το άρθρο ήταν ουδέτερο και δεν υποστήριζε την άποψη που εξέθετε, ότι δηλαδή το μουσικό θέμα ήταν του John Barry. Μάλιστα προσέθεσε ότι οι Sunday Times δημοσίευσαν απλώς τους ισχυρισμούς του Barry σύμφωνα με τους οποίους είναι ο δημιουργός του μουσικού θέματος της τανίας, το οποίο του είχε ζητηθεί να συνθέσει γιατί ο Norman «δεν είχε έμπνευση».



25/7/2022
Αφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 83 ετών ο Aμερικανός ηθοποιός Πολ Σορβίνο, ο οποίος έγινε διάσημος από τον ρόλο του Πόλι Σίσερο στην ταινία «Τα Καλά Παιδιά» (Goodfellas)

 

Ο Σορβίνο είχε υποδυθεί εν συνεχεία έναν αστυνομικό, τον Φιλ Σερέτα, στη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Νόμος και Τάξη» (Law & Order).

Γεννημένος στο Μπρούκλιν το 1939, ο Σορβίνο σπούδασε μουσική και αρχικά ήθελε να κάνει καριέρα στην όπερα, αλλά τον κέρδισε η υποκριτική. Από την πολυετή σταδιοδρομία του, ξεχωρίζουν επίσης οι ρόλοι του στις ταινίες Οι Κόκκινοι (1981), Ντικ Τρέισι (1990) και Νίξον (1995).




8/8/2022  Πέθανε σε ηλικία 73 ετών, στο ράντσο της στη Νότια Καλιφόρνια , περιτριγυρισμένη από οικογένεια και φίλους  η διάσημη ηθοποιός – μουσικός Ολίβια Νιούτον Τζόν
 

Πρωταγωνίστησε στο δημοφιλέστερο μιούζικαλ όλων των εποχών και εν μία νυκτί μετατράπηκε σε παγκόσμια σταρ. Η ζωή της, ωστόσο, δεν ήταν τόσο εύθυμη όσο τα τραγούδια που ερμήνευε στο «Grease».

Η Ολίβια Νιούτον Τζόν, πάλαι ποτέ Σάντυ του Grease, διαγνώστηκε με καρκίνο στο στήθος τον Μάιο του 2017, για τρίτη φορά, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη διάγνωση.

Η Ολίβια Νιούτον Τζον γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1948 και ήταν Αγγλο Αυστραλή τραγουδίστρια, στιχουργός, ηθοποιός, χορεύτρια, επιχειρηματίας και ακτιβίστρια. Έλαβε τέσσερις φορές βραβείο Γκράμμυ και έχει μπει πέντε φορές στο number-one και δέκα φορές στο top-ten του Billboard Hot 100 ενώ δυο δίσκοι της έχουν καταλάβει την πρώτη θέση στο Billboard 200.
Η καριέρα

Έντεκα από τα singles της (συμπεριλαμβανομένων δυο πλατινένιων δίσκων) και 14 δίσκοι της (συμπεριλαμβανομένων δυο πλατινένιων και τεσσάρων διπλά πλατινένιων) έχουν γίνει χρυσοί. Έχει πουλήσει σχεδόν 100 εκατ. δίσκους παγκοσμίως και θεωρείται μια από τους καλλιτέχνες με τις περισσότερες πωλήσεις δίσκων παγκοσμίως.

Πρωταγωνίστησε στο μιούζικαλ Grease (1978) και το ομώνυμο τραγούδι είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα στην ιστορία της μουσικής ενώ το single «You’re the One That I Want», με τον συμπρωταγωνιστή της Τζον Τραβόλτα, είναι ένα από τα singles με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών.
 

Ο ακτιβισμός

Η Νιούτον Τζον ήταν επίσης ακτιβίστρια για ζητήματα του περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων των ζώων. Είχε ταχθεί υπέρ της υπεράσπισης της υγείας και είχε αναμιχθεί με αρκετές φιλανθρωπίες, προϊόντα υγείας και εράνους. Τα επιχειρηματικά ενδιαφέροντά της περιλάμβαναν την κυκλοφορία αρκετών προϊόντων για την Koala Blue και την ιδιοκτησία του Gaia Retreat & Spa στην Αυστραλία.

Η Νιούτον Τζον είχε παντρευτεί δυο φορές. Είχε αποκτήσει μια κόρη, τη Χλόη Λάττανζι, με τον πρώτο σύζυγό της, τον ηθοποιό Ματ Λάττανζι. Το 2008 παντρεύτηκε τον Τζον Ίστερλιγκ.




30/8/2022  Πέθανε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης

Είχε γεννηθεί το 1931 στο Πρίβολγε της Σταυρούπολης, γόνος αγροτικής οικογένειας που είχε πατροπαράδοτους δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Κομσομόλ) σε ηλικία μόλις 15 ετών και έγινε δεκτός έξι χρόνια αργότερα στο ΚΚΣΕ, ενώ σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας.

Πήρε στη συνέχεια την ειδικότητα του γεωπόνου-οικονομολόγου από το Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας της Σταυρούπολης. Αργότερα διορίστηκε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Σταυρούπολης το 1970 και το 1974 μεταφέρθηκε στη Μόσχα όπου έγινε ο Πρώτος Γραμματέας του Ανωτάτου Σοβιέτ.

Μια σειρά γηραιών βραχύβιων γραμματέων του ΚΚΣΕ μετά τον θάνατο του Λεονίντ Μπρέζνιεφ (ο Γιούρι Αντρόποφ και ο Κονσταντίν Τσερνιένκο), έδειξαν ότι η χώρα έχει βαθύ πρόβλημα που έκρυβε επιμελώς. Στο πλαίσιο μιας ανανέωσης το πολιτικό γραφείο εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως Γενικό Γραμματέα, το 1985.

Η θητεία, παρά τις υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, δεν ήταν εύκολη. Το δυστύχημα του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986 ήταν ένα σημείο καμπής. Ο πόλεμος στο Αφγανιστλάν σπαταλούσε πόρους χωρίς αποτέλεσμα. Οι ελλείψεις στο εσωτερικό τεράστιες. Οι ΗΠΑ είχαν εντείνει τον ανταγωνισμό τους με συμβατικά και πυρηνικά όπλα, αλλά και στο Διάστημα.

Όταν οι διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας σάρωσαν το 1989 την κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, ο Γκορμπατσόφ απέφυγε να καταφύγει στη βία, σε αντίθεση με προκατόχους του που είχαν στείλει τανκς για να καταστείλουν εξεγέρσεις στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Η κραυγή «Γκόρμπι! Γκόρμπι!» από Ανατολικογερμανούς όταν επισκέφτηκε τη χώρα λίγο πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ήταν ένα μήνυμα που ακούστηκε δυνατά: το ανατολικό μπλοκ θα κατέρρεε πολύ πιο γρήγορα από όσο φανταζόταν κανένας.


Η πολιτική της «γκλάσνοστ», για τον ανοικτό διάλογο με σκοπό την επίλυση προβλημάτων, επέτρεψε την μέχρι τότε αδιανόητη κριτική στο κόμμα και στο κράτος, ενώ ενθάρρυνε τους εθνικιστές που άρχισαν να πιέζουν για ανεξαρτησία στις δημοκρατίες της Βαλτικής (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία) και αλλού.


Απολογισμός ενός μεταρρυθμιστή

Η ιστορία έγραφε το έτος 1985 όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναδείχθηκε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σοβιετική Ένωση και ανέλαβε πρωτοβουλίες για τον πυρηνικό αφοπλισμό, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Ακολούθησαν πολλά και ιστορικά γεγονότα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό φέρουν την υπογραφή του Γκορμπατσόφ: Η Επανένωση της Γερμανίας, την οποία ο ίδιος διαπραγματεύθηκε με τον Χέλμουτ Κολ, ενταφιάζοντας οριστικά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Η πολιτική της Περεστρόϊκα («Ανασυγκρότηση») και της Γκλασνόστ («Διαφάνεια»), με την οποία τερματιζόταν η απολυταρχία του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ο Γκορμπατσόφ έμεινε στην ιστορία ως ο ηγέτης του Κρεμλίνου που επέτρεψε όχι μόνο την κατάρρευση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) και τελικά την Επανένωση της Γερμανίας, αλλά και την αυτοδιάθεση όλων των χωρών του ανατολικού μπλοκ, το δικαίωμά τους να απαλλαγούν από την κηδεμονία της Μόσχας.


Μέσα σε λίγα χρόνια βίωσε ο ίδιος τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την αποσύνθεση μίας αυτοκρατορίας που μόνο η βία θα μπορούσε να αποτρέψει. Ενώ οι Γερμανοί τον υποδέχονται και σήμερα με την προσφώνηση «Γκόρμπι, Γκόρμπι», ενώ γινόταν όλο και πιο δημοφιλής στο εξωτερικό, ο Γκορμπατσόφ γρήγορα έχασε το κύρος και την αξιοπιστία του στην ίδια του την πατρίδα. Έγινε «έρμαιο που χάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων» όπως σημειώνει ο συγγραφέας Ίγκνατς Λότσο στη βιογραφία «Γκορμπατσόφ, ο αναμορφωτής», για να προσθέσει ότι «το λάθος του ήταν πως εξακολουθούσε να εμπιστεύεται το κομμουνιστικό κόμμα».

Μέχρι σήμερα, αναφέρει η Deutsche Welle,  πολλοί Ρώσοι περιφρονούν τον Γκορμπατσόφ, τον θεωρούν «νεκροθάφτη» της Σοβιετικής Ένωσης, της άλλοτε ακμαίας υπερδύναμης που κατάφερε να νικήσει, να ταπεινώσει και τελικά να καταστρέψει τον χιτλεροφασισμό στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τέλος του Γκορμπατσόφ επισφραγίστηκε το 1991, όταν οι τελευταίοι υπερασπιστές της νομενκλατούρας επιχείρησαν να τον ανατρέψουν, αλλά βρήκαν μπροστά τους τον Μπόρις Γιέλτσιν, που εκδίωξε τους επίδοξους πραξικοπηματίες, για να ανέλθει ο ίδιος στην εξουσία ελλείψει άλλης εναλλακτικής λύσης.

Ο πρωτεργάτης της ελευθερίας

Στη βιογραφία του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη ο Λότσο σκιαγραφεί με ιδιαίτερη επιμέλεια την προσωπικότητά του, τον ιδιαίτερο ρόλο της συζύγου του Ραΐσα που έφυγε νωρίς νικημένη από τον καρκίνο, αλλά και την ασυνήθιστη σταδιοδρομία του Γκορμπατσόφ, που ξεκίνησε ως στρυφνός κομματικός αξιωματούχος στη Σταυρούπολη, με όλα τα προνόμια, για να εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές του 20ού αιώνα.

«Ο Γκορμπατσόφ χάρισε την ελευθερία σε 164 εκατομμύρια ανθρώπους», παρατηρεί ο Λότσο και εξηγεί αναλυτικά: «38 εκατομμύρια Πολωνούς, 16 εκατ. Τσέχους και Σλοβάκους, 23 εκατ. Ρουμάνους, 9 εκατ. Βούλγαρους, άλλους τόσους Ούγγρους και βέβαια 16 εκατ. Γερμανούς στη ΛΔΓ». Ωστόσο, ο Γκορμπατσόφ δεν κατάφερε να διατηρήσει την ενότητα της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Η απελπιστική κατάσταση της οικονομίας και η χαμηλή τιμή του πετρελαίου γονάτισαν την άλλοτε υπερδύναμη, που ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τις εξαγωγές πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές. Σε τελική ανάλυση, σημειώνει ο Λότσο, ο Γκορμπατσόφ γνώριζε ελάχιστα πράγματα για την οικονομία, γι αυτό συχνά φαινόταν να διστάζει ή να παλινωδεί.

Την ίδια στιγμή, ο βιογράφος του Γκορμπατσόφ αντικρούει τα στερεότυπα περί ασθενούς προσωπικότητας χωρίς ηγετικά προσόντα, τα οποία επικρατούν μέχρι σήμερα στη Ρωσία για τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης.

Περιγράφει παρασκηνιακές συγκρούσεις σε εποχές δύσκολες μετά την στρατιωτική εμπλοκή στο Αφγανιστάν και την πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ και υπενθυμίζει ότι ο Γκορμπατσόφ κατάφερε να επιβληθεί στους εσωκομματικούς του αντιπάλους. «Αν πράγματι ήταν τόσο ασθενής προσωπικότητα, δεν θα είχε τύχη απέναντι στους σκληρούς του Κρεμλίνου», επισημαίνει ο Λότσο.

Ως το τέλος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παρέμενε μία σημαντική φωνή για το δημοκρατικό κομμάτι της ρωσικής κοινωνίας, αν μη τι άλλο ως συνιδιοκτήτης της εφημερίδας Novaja Gazeta. Κάθε τόσο ο Γκορμπατσόφ επαινούσε την εξωτερική πολιτική του Βλάντιμιρ Πούτιν, το ίδιο έκανε ακόμη και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Δεν παρέλειπε ωστόσο να ασκεί κριτική για τους χειρισμούς του Ρώσου προέδρου εντός συνόρων και να προειδοποιεί ακόμη και για ενδεχόμενη «διολίσθηση στη δικτατορία», αλλά και για το κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου Ρωσίας και ΗΠΑ, αυτού που ο ίδιος εργάστηκε να αποτρέψει.


Οι σημαντικότερες ημερομηνίες της περιόδου του τελευταίου ηγέτη της ΕΣΣΔ

1985

11η Μαρτίου: Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στα 54 του χρόνια, εκλέγεται επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.

15η Οκτωβρίου: Παρουσιάζει το σχέδιό του για την αναδιάρθρωση της οικονομικού και πολιτικού συστήματος της ΕΣΣΔ, την περεστρόικα, πρόταση του Λεονίντ Μπρέζνιεφ το 1979.


1986

26η Απριλίου: Έκρηξη στον πυρηνικό ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό του Τσερνόμπιλ (Ουκρανία). Η τραγωδία αποκρύπτεται από την κυβέρνηση για αρκετές ημέρες, κάτι που συμβάλει στη μόλυνση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τη ραδιενέργεια.

23η Δεκεμβρίου: Επιστρέφει στη Μόσχα ο αντιφρονών νομπελίστας ειρήνης Αντρέι Ζαχάροφ έπειτα από επτά χρόνια εξαναγκαστικής εξορίας στο Γκόρκι (Νίζνι Νόβγκοροντ).


1987

8η Δεκεμβρίου: Υπογραφή της συνθήκης INF για την εξάλειψη των βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ουάσινγκτον, κατά τη διάρκεια της τρίτης συνόδου κορυφής του Ρόναλντ Ρέιγκαν και του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.


1988

7η Δεκεμβρίου: Στη Νέα Υόρκη, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανακοινώνει στον ΟΗΕ ότι η ΕΣΣΔ θα μειώσει μονομερώς κατά 500.000 άνδρες τις δυνάμεις της στην ανατολική Ευρώπη και στο ευρωπαϊκό τμήμα της ΕΣΣΔ.


1989

15η Φεβρουαρίου: Ολοκληρώνεται η αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, έπειτα από δέκα χρόνια πολέμου.

16η Μαΐου: Σύνοδος κορυφής στο Πεκίνο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ με τον κινέζο πρόεδρο Ντενγκ Σιαοπίνγκ, επισφράγιση της εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων έπειτα από 30 χρόνια.

12η-15η Ιουνίου: Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, έπειτα από τη θριαμβευτική υποδοχή του στη Βόννη (ΓΛΔ), δηλώνει πως το Τείχος θα πέσει όταν «εξαφανιστούν οι συνθήκες που το γέννησαν».

7η Οκτωβρίου: Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στο ανατολικό Βερολίνο, λέει ενώπιον του ανατολικογερμανού ηγέτη Έρικ Χόνεκερ πως «όποιος καθυστερεί τιμωρείται από τη ζωή».

9η Νοεμβρίου: Το Τείχος πέφτει.

1η Δεκεμβρίου: Ιστορική συνάντηση με τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄.


1990

11η Μαρτίου: Η Λιθουανία ανακηρύσσει την ανεξαρτησία της από την ΕΣΣΔ. Την 13η Ιανουαρίου 1991, σοβιετικά άρματα μπαίνουν στο Βίλνιους (14 νεκροί και 700 τραυματίες).

15η Μαρτίου: Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εκλέγεται για πέντε χρόνια πρόεδρος της ΕΣΣΔ, θέση που μόλις δημιουργείται.

16η Ιουλίου: Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και ο δυτικογερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ συμφωνούν για μια Γερμανία ενωμένη, κυρίαρχη και ελεύθερη να ενταχθεί στο NATO.

15η Οκτωβρίου: Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ βραβεύεται με Νόμπελ ειρήνης.


1991

12η Ιουνίου: Ο Μπόρις Γέλτσιν εκλέγεται πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

31η Ιουλίου: Υπογράφεται στη Μόσχα η συνθήκη START, η πρώτη συμφωνία για τη μείωση των στρατηγικών πυρηνικών οπλοστασίων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.

19η/21η Αυγούστου: Αποτυχημένο πραξικόπημα συντηρητικών εναντίον του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος βρίσκεται στην Κριμαία. Η απόπειρα αυτή οδηγεί στη διάλυση του κομμουνιστικού κόμματος και επιταχύνει την αποσύνθεση της ΕΣΣΔ.

8η Δεκεμβρίου: Στο Μινσκ, οι πρόεδροι της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας διαπιστώνουν πως η Σοβιετική Ένωση «δεν υπάρχει πλέον».

25η Δεκεμβρίου: Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανακοινώνει πως παραιτείται από το αξίωμα του προέδρου της ΕΣΣΔ.



8/9/2022 Πεθαίνει σε ηλικία 96 ετών η βασίλισσα Ελισάβετ, η μακροβιότερη μονάρχης του Ηνωμένου Βασιλείου
Στα 70 χρόνια που παρέμεινε στο θρόνο της, συσκέφτηκε τετ α τετ με δεκατέσσερις εγχώριους πρωθυπουργούς, παρακολούθησε δεκαοχτώ εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις και βίωσε αλλεπάλληλες κυβερνητικές αλλαγές. Συνάντησε αναρίθμητους ξένους ηγέτες - που στην πλειονότητά τους έχουν περάσει στη σφαίρα της λήθης. Και, φυσικά, από τον Σεπτέμβριο του 2015 είχε ξεπεράσει τα 63 χρόνια συνεχούς βασιλείας της προ-προγιαγιάς της, βασίλισσας Βικτωρίας. Πρακτικά, μάλλον κανείς δεν θα υπερβεί τις ιστορικά αξιομνημόνευτες και μοναδικές επιδόσεις της 96χρονης βασίλισσας.



23/9/2022 Πέθανε η ηθοποιός Λουίζ Φλέτσερ σε ηλικία  88 ετών στην Γαλλία όπου τα τελευταία χρόνια ζούσε Εγινε γνωστή για τον ρόλο της νοσοκόμας Ράτσεντ στη «Φωλιά του κούκου» για τον οποίο απέσπασε το οσκαρ Α ρόλου,
Η Λουίζ Φλέτσερ γεννήθηκε στο Μπέρμινγκχαμ της Αλαμπάμα στις 22 Ιουλίου 1934 από κωφούς γονείς (ο πατέρας της ήταν επίσκοπος) και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνα. Στην εφηβεία της  μετακόμισε στο Λος Αντζελες και δούλεψε περιστασιακά ως ρεσεψιονίστ παίρνοντας παράλληλα μαθήματα υποκριτικής. Η δουλειά της στην τηλεόραση αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αλλά το 1963 διέκοψε τις εμφανίσεις της προκειμένου να μεγαλώσει τα δύο παιδιά που απέκτησε με τον σύζυγό της, παραγωγό Τζέρι Μπρικ (χώρισαν το 1978).

Μια δεκαετία αργότερα, στα 40 της, η Φλέτσερ επέστρεψε στο θέαμα και χάρη στην ερμηνεία της στην γκανγκστερική ταινία εποχής «Κλέφτες σαν κι εμάς» (1974) του Ρόμπερτ Ολτμαν, απέσπασε την προσοχή του Τσέχου Μ. Φόρμαν που την επέλεξε για τον ρόλο της νοσοκόμας στη «Φωλιά του κούκου». Ωστόσο, μετά τον θρίαμβο της σε αυτή την ταινία, η Φλέτσερ δεν κατάφερε ποτέ να βρεθεί σε κάτι ανάλογης αξίας. Ανάμεσα στις ταινίες της που ξεχωρίζουν είναι τα θρίλερ «Θύελλα στον εγκέφαλο» (1983), «Λουλούδια στη σοφίτα» (1987), «Ο παίκτης»  και «Σταρ Τρεκ: Διαστημικός σταθμός 9» (1993).

Η σημαντικότερη δουλειά της παρέμεινε στην τηλεόραση. Το 1996 προτάθηκε για το ΕΜΜΥ για την σειρά «Picket fences» και το 2004 η σειρά «Joan of Arcadia» την οδήγησε και πάλι στα ΕΜΜΥ.

Να σημειωθεί τέλος, ότι στα Οσκαρ του 1976, η Φλέτσερ κλείνοντας τον ευχαριστήριο λόγο της μίλησε στη γλώσσα της νοηματικής λέγοντας: «Στη μητέρα  και τον πατέρα μου, θέλω να πω ευχαριστώ που με έμαθαν να ονειρεύομαι. Βλέπετε το όνειρό μου να γίνεται πραγματικότητα. Ευχαριστώ.»



11/10/2022
   Σε ηλικία 96 ετών έφυγε από τη ζωή η Άντζελα Λάνσμπερι, δημοφιλής Αμερικανοβρετανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης, γνωστότερη -ίσως- από τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στη δημοφιλή σειρά μυστηρίου «Η Συγγραφέας Ντετέκτιβ».


Η Άντζελα Λάνσμπερι, η οποία όπως ανακοινώθηκε πέθανε στον ύπνο της, κέρδισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ για τον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο, στην ταινία «Gaslight» (Εφιάλτης), το 1944, αλλά η διεθνής αναγνώριση στην ουσία ήρθε όταν άρχισε να υποδύεται τη συγγραφέα – ντετέκτιβ Τζέσικα Φλέτσερ, στην τηλεοπτική σειρά «Murder, She Wrote».

Η Λάνσμπερι γεννήθηκε το 1925 στο Λονδίνο και ήταν γόνος μεσοαστικής οικογένειας. Το 1940, προκειμένου να αποφύγει τον πόλεμο, βρέθηκε στις ΗΠΑ, όπου σπούδασε υποκριτική στη Νέα Υόρκη. Το 1942 υπέγραψε συμβόλαιο με την Metro-Goldwyn-Mayer και ανέλαβε τον πρώτο της ρόλο στην ταινία του Τζορτζ Κιούκορ «Εφιάλτης» (Gaslight, 1944). Η ερμηνεία της στην ταινία, όπου και υποδύθηκε την αδίστακτη υπηρέτρια της Ίνγκριντ Μπέργκμαν, επαινέθηκε από τους κριτικούς της εποχής και της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου.

Συνέχισε να εμφανίζεται σε ταινίες της M-G-M, αλλά σε δευτερεύοντες ρόλους και το συμβόλαιό της έληξε το 1952. Από εκεί κι έπειτα η καριέρα της άνθισε τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο.

Η ερμηνεία της στην ταινία «Ο άνθρωπος της Μαντζουρίας» (The Manchurian Candidate, 1962) χαρακτηρίστηκε ως μια από τις καλύτερες στην καριέρα της, ενώ η ενασχόλησή της με το είδος μιούζικαλ την καθιέρωσε κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το 1966 η ερμηνεία της στο μιούζικαλ των Τζερόμ Λόρενς, Ρόμπερτ Έντγουν Λι και Τζέρι Χέρμαν «Mame» της χάρισε πολλά βραβεία και την έκανε Gay icon.

Η δεκαετία του 1970 τη βρήκε να δουλεύει ως επί το πλείστον στο χώρο του θεάτρου, ερμηνεύοντας κυρίως πρωταγωνιστικού ρόλους σε μιούζικαλ, όπως «Ο βασιλιάς κι εγώ» και «Sweeney Todd, ο φονικός κουρέας της οδού Φλιτ», που της χάρισαν πολύ καλές κριτικές. Κατά τη δεκαετία του 1980 μεταπήδησε στο χώρο της τηλεόρασης, αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη σειρά «Η συγγραφέας ντετέκτιβ» (Murder She Wrote, 1984) που προβαλλόταν για 12 χρόνια και τις χάρισε 18 υποψηφιότητες για Βραβείο Έμμυ.  Το 1991 χάρισε τη φωνή της στην ταινία κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϊ «Η πεντάμορφη και το τέρας» κι έκτοτε συνέχισε να κάνει σποραδικές κινηματογραφικές εμφανίσεις.

Η Ντέιμ Άντζελα Λάνσμπερι υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου τρεις φορές για τις ταινίες «Εφιάλτης» (1944), «Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» (1945) και «Ο Άνθρωπος της Μαντζουρίας» (1962), ενώ το Νοέμβριο του 2013 έλαβε Τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική προσφορά της στην 7η Τέχνη. Ξεχωριστή θέση στη φιλμογραφία της κατέχουν επίσης οι ταινίες: «Σαμψών και Δαλιδά» (Samson and Delilah, 1949), «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (The Long, Hot Summer, 1958), «Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου» (The Greatest Story Ever Told, 1965) και «Έγκλημα στον Νείλο» (Death on the Nile, 1978).

Οι ερμηνείες της στο θέατρο της χάρισαν πέντε Βραβεία Τόνι, ενώ έλαβε επίσης έξι Χρυσές Σφαίρες. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη με τον ηθοποιό Ρίτσαρντ Κρόμγουελ με το γάμο τους να διαρκεί μόλις έναν χρόνο, ενώ τη δεύτερη με τον παραγωγό Πίτερ Σο, με τον οποίο έμεινε παντρεμένη μέχρι και τον θάνατό του, το 2003.



14/10/2022
  Eφυγε από τη ζωή σε ηλικία 72 ετών ο ηθοποιός Ρόμπι Κολτρέιν, ο οποίος αγαπήθηκε μέσα από τον ρόλο του ημιγίγαντα Ρούμπεους Χάγκριντ στη σειρά ταινιών «Harry Potter».


Ο Κόλτρεϊν, υποδύθηκε τον θηροφύλακα του Χόγκουαρτς, Ρούμπεους Χάγκριντ, στο δημοφιλές franchise που βασίζεται στα βιβλία της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ και απολάμβανε τεράστια δημοτικότητα ως μισός γίγαντας-μισός μάγος.
Ο Ρόμπι Κολτρέιν, γεννήθηκε ως Άντονι Ρόμπερτ Μακμίλαν και πήρε το καλλιτεχνικό όνομα Κολτρέιν ως φόρο τιμής στον θρύλο της jazz, Τζον Κολτρέιν.

Ο Κολτρέιν ξεκίνησε την καριέρα του εμφανιζόμενος στη σειρά σκετς Alfresco (1983–1984). Το 1987, πρωταγωνίστησε στη μίνι σειρά του BBC «Tutti Frutti», για την οποία έλαβε το πρώτο του βραβείο Βρετανικής Ακαδημίας Τηλεόρασης για την υποψηφιότητα καλύτερου ηθοποιού.

Τις τηλεοπτικές οθόνες κατέκτησε, ως ιατροδικαστής ψυχολόγος Dr Edward Fitz στο τηλεοπτικό δράμα «Cracker», για το οποίο κέρδισε τρία συνεχόμενα βραβεία BAFTA καλύτερου ηθοποιού. Aξέχαστες είναι και οι ερμηνείες του σε ταινίες, όπως στο «Nuns On The Run», στη «Mona Lisa» και στο «Ocean’s 12».

Πρωταγωνίστησε επίσης στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ «GoldenEye» και «The World is not Enough», μαζί με τον Πιρς Μπρόσναν στον χαρακτήρα του θρυλικού 007. Στις ταινίες έπαιξε τον Valentin Dmitrovich Zukovsky και αυτός ήταν ένας από τους σημαντικότερους ρόλους της καριέρας του.



28/10/2022
  Πέθανε σε ηλικία 87 ετών ο Τζέρι Λι Λιούις (Jerry Lee Lewis), ο πρωτοπόρος τραγουδιστής που θεωρείται ότι εδραίωσε την κυριαρχία της rock ‘n’ roll τη δεκαετία του 1950.


Ανάμεσα στις επιτυχίες του ήταν το περιφήμο «Great Balls of Fire», το «Whole Lotta Shakin’ Goin’ On», «Breathless», «High School Confidential». και πολλές άλλες.

Σήμα κατατεθέν του ήταν το πολύ θεατρικό, «φωνακλάδικο» και γεμάτο ενέργεια στυλ του στις ζωντανές εμφανίσεις του.

Έχοντας αποκτήσει το ψευδώνυμο «Killer», ο Λιούις είχε τη φήμη του «κακού παιδιού» και είχε σκανδαλίσει το παγκόσμιο κοινό όχι μόνο επειδή ήταν… ροκ εντ ρόλ πάνω στη σκηνή, αλλά και πίσω από τα φώτα της.

Παρά το γεγονός ότι τα σκάνδαλά του είχαν κόστος στην καριέρα του, το 1986 έγινε ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που μπήκαν στο Rock’n’Roll Hall of Fame.

Συνολικά, είχε ηχογραφήσει 40 άλμπουμ, με το τελευταίο του να κυκλοφορεί το 2014.

Από μικρός ήταν «bad boy»

Γεννήθηκε στη Λουιζιάνα το 1935 σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια. Οι γονείς του είχαν βάλει σε υποθήκη το σπίτι τους για να πάρουν στον μικρό Λούις το πρώτο του πιάνο.

Η φήμη του ως «επαναστάτης» ξεκίνησε από μικρή ηλικία όταν τον έδιωξαν από το ευαγγελικό σχολείο όπου πήγαινε, καθώς τόλμησε να παίξει σε ρυθμούς boogie το γκόσπελ τραγούδι «My God is Real».

Ο ίδιος δεν συνέχισε το σχολείο, αλλά αφιερώθηκε στη μουσική. Στα 14 του, έπαιξε για πρώτη φορά ζωντανά στα εγκαίνια ενός καταστήματος πώλησης αυτοκινήτου.

Στη συνέχεια, άρχισε να παίζει στα Sun Studios του Μέμφισ, πρώτα ως μουσικός και έπειτα ως σόλο καλλιτέχνης.

Μια από τις πρώτες του ηχογραφήσεις έγινε το 1956 μαζί με τους έτερους θρύλους Έλβις Πρίσλεϊ, Τζόνι Κας και Καρλ Πέρκινς, ένα γκρουπ που αργότερα έγινε γνωστό ως Million Dollar Quartet.

Eπρόκειτο για μια αυθόρμητη ηχογράφηση: ο Κας και Πρίσλεϊ έτυχε να επισκέπτονται το στούντιο, όταν ο Λιούις έπαιζε πιάνο για τον Πέρκινς.

Τελικά, ο Λιούις έγινε διάσημος την επόμενη χρονιά με το σινγκλ «Whole Lotta Shakin’ Goin’ On», το οποίο έφτασε στο νούμερο 3 των αμερικανικών τσαρτ.

Όταν το έπαιξε ζωντανά στην τηλεόραση στο « The Steve Allen Show», άφησε… σύξυλο το αμερικανικό κοινό με τη τρομερή, πολύ ροκ performance του.

Ακολούθησε η άλλη του μεγάλη επιτυχία, το «Great Balls of Fire», που έφτασε στο νούμερο 2 των αμερικανικών τσαρτ και αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια της rock ‘n’ roll.

Τα σκάνδαλα του Killer

Το 1958, δημιουργήθηκε σκάνδαλο όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Λιούις είχε παντρευτεί την 13χρονη ξαδέρφη του, Μάιρα Μπράουν (Myra Brown). Επρόκειτο για τον τρίτο από τους συνολικά επτά γάμους του.

Ο τραγουδιστής αναγκάστηκε να ακυρώσει την περιοδεία του στη Βρετανία, ενώ μπήκε στη «μαύρη λίστα» των ραδιοφώνων και των οργανωτών συναυλιών στις ΗΠΑ. Τα τραγούδια του δεν μπήκαν ποτέ ξανά στο αμερικανικό Top 20.

Ο διαβόητος σταρ απέκτησε το ψευδώνυμο «The Killer» (ο δολοφόνος). «Κiller» είναι ένα χαϊδευτικό για να αποκαλέσεις κάποιον φίλο σου στη Λουζιάνα, από όπου κατάγεται ο Λιούις, στην περίπτωσή του όμως υπάρχει και ένας ακόμη λόγος…

Μετά από 13 χρόνια γάμου με την Μπράουν, οι δύο επόμενοι γάμοι του προκάλεσαν ακόμα περισσότερο σούσουρο. Οι δύο επόμενοι σύζυγοί του, Τζέιρεν Πέιτ (Jaren Pate) και Σον Στίβενς (Shawn Stephens), πέθαναν υπό μυστηριώδεις συνθήκες: η πρώτη πνίγηκε, ενώ υπήρχαν φήμες για ενδοοικογενειακή βία με τη δεύτερη.

Ένα ακόμη διαβόητο περιστατικό ήταν ο τσακωμός του με τον Τσακ Μπέρι. Όταν οι δυο τους βρίσκονταν σε περιοδεία, ο Λιούις δεν ήθελε να βγει ο Μπέρι μετά από αυτόν, γι’ αυτό έβαλε φωτιά στο πιάνο του!

Το 1976, συνελήφθη αφού εμφανίστηκε μεθυσμένος στο σπίτι του Έλβις Πρίσλεϊ στο Μέμφις, ενώ είχε ένα οπλισμένο πιστόλι στο αυτοκίνητό του.

Τα σκάνδαλα, πάντως, αποτέλεσαν και την «ταφόπλακα» της καριέρας του. Αν και μεταπήδησε στην country και είχε κάποιες επιτυχίες, σίγουρα το άστρο του δεν ήταν τόσο φωτεινό όσο παλιά.

Το 1984, λόγω της κατάχρησης φαρμάκων που έκανε, χρειάστηκε να του αφαιρεθεί το ένα τρίτο του στομάχου του.

Δύο από τα έξι παιδιά του πέθαναν σε μικρή ηλικία: ο Στιβ Άλεν Λιούις πνίγηκε σε πισίνα σε ηλικία τριών ετών, ενώ ο Τζέρι Λι Λιούις Τζούνιορ σκοτώθηκε σε τροχαίο σε ηλικία 19 ετών.


8/12/2022 Πέθανε ο τελευταίος επιζών της Επιχείρησης «Chastise» του 1943 εναντίον γερμανικών φραγμάτων, Tζορτζ Τζόνσον

Ο Tζορτζ Τζόνσον ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορική επιδρομή του 1943 της βρετανικής αεροπορίας κατά των γερμανικών φραγμάτων πέθανε ειρηνικά στο σπίτι του στο Μπρίστολ, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του.

Ο συνταξιούχος αξιωματικός της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας ήταν σκοπευτής βομβών κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Chastise, η οποία είχε ως αποστολή την επίθεση σε γερμανικά φράγματα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Τζόνσον ήταν μόλις 22 ετών όταν, ως μέλος της 617ης Μοίρας της RAF, έλαβε μέρος στην επιδρομή.
 

Η επιχείρηση Chastise ή Dambusters

Η επιχείρηση Chastise ή κοινώς γνωστή ως Dambusters Raid ήταν μια επίθεση στα γερμανικά φράγματα που πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 16/17 Μαΐου 1943 από την 617 Squadron RAF Bomber Command, που αργότερα ονομάστηκε «Dam Busters». Στην επίθεση χρησιμοποιείται για πρώτη φορά ένα νέο όπλο, η «βόμβα αναπήδησης» (bouncing bomb), που θα έχει μερική επιτυχία.

Ύστερα από μακρά προετοιμασία και εκπαίδευση στις νυχτερινές πτήσεις σε πολύ χαμηλό ύψος, τη νύχτα της 16ης προς 17η Μαΐου του 1943, δεκαεννέα τετρακινητήρια βομβαρδιστικά Λάνκαστερ του σμήνους 617, ειδικά μετασκευασμένα για τον σκοπό της αποστολής, απογειώθηκαν από το Σκάμπτον του Λίνκονσιρ για να πλήξουν τα φράγματα του Ρουρ με ειδικού τύπου κυλινδρικές βόμβες που αναπηδούσαν στην επιφάνεια του νερού.

Η αποστολή πέτυχε κατά τα δύο τρίτα των στόχων της: δύο από τα τρία φράγματα γκρεμίστηκαν και η κοιλάδα του Ρουρ πλημμύρισε. Στη βάση τους επέστρεψαν εννέα Λάνκαστερ. Πενήντα τρεις αεροπόροι από τους 133 που μετείχαν στην αποστολή σκοτώθηκαν και τρεις αιχμαλωτίστηκαν.




16/12/2022 Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 53 ετών ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς νικημένος από λευχαιμία σε κλινική της Ρώμης. Ο πρώην προπονητής της Μπολόνια είχε ανακοινώσει ότι έπασχε από τη νόσο σε συνέντευξη Τύπου στις 13 Ιουλίου 2019: «Έχω λευχαιμία, αλλά θα τη νικήσω παίζοντας επίθεση».

Στις 29 Οκτωβρίου 2019 έκανε μεταμόσχευση μυελού των οστών στο “Sant’Orsola” στην Μπολόνια, στις 22 Νοεμβρίου παραιτήθηκε από την τεχνική ηγεσία της Μπολόνια, ενώ στις αρχές του 2022 επέστρεψε ξανά ο εφιάλτης.

Ο Μιχαΐλοβιτς ξεκίνησε την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής στην πατρίδα του, στην τότε Γιουγκοσλαβία. Γιος μητέρας από την Κροατία και πατέρα από τη Σερβία, γεννήθηκε στο Βούκοβαρ, αλλά μεγάλωσε στο κοντινό Μπόροβο, όπου έκανε τα πρώτα βήματά του ως παίκτης, πριν μετακομίσει στη Βοϊβοντίνα. Το 1990 έκανε το μεγάλο «άλμα» για τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου, μαζί με τους Σαβίτσεβιτς, Προσινέτσκι, Στογιάνοβιτς, Γιούγκοβιτς, με τους οποίους κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, επικρατώντας της Μαρσέιγ στον τελικό στο «Σαν Νίκολα» του Μπάρι.

«Μετακόμισε» στην Ιταλία το 1992, υπογράφοντας στη Ρόμα. Η Ιταλία έγινε η δεύτερη πατρίδα του, αφού μετά τους «τζιαλορόσι», ακολούθησαν Σαμπντόρια, Λάτσιο και Ίντερ. Πάντα κερδίζοντας κάτι ή αφήνοντας το σημάδι του ούτως ή άλλως. Αποσύρθηκε το 2006. Σκόραρε 69 γκολ και είχε 55 ασίστ σε 455 αγώνες.

Το παλμαρέ του εντυπωσιακό: 3 εθνικοί τίτλοι με τη Βοϊβοντίνα (1989) και τον Ερυθρό Αστέρα (1991 και 1992), δύο πρωταθλήματα με τη Λάτσιο (2000) και την Ίντερ (2006), 4 Κύπελλα Ιταλίας με τη Λάτσιο (2000 και 2004) και την Ίντερ (2005 και 2006), 3 Σούπερ Καπ Ιταλίας με τη Λάτσιο (1998 και 2000) και Ίντερ (2005). Με τον Ερυθρό Αστέρα, εκτός από το Κύπελλο Πρωταθλητριών, κατέκτησε και το Διηπειρωτικό το 1991. Επίσης, πανηγύρισε ένα Κύπελλο Κυπελλούχων με τη Λάτσιο το 1999, ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ την ίδια χρονιά και πάλι με τη Λάτσιο.

Την προπονητική του καριέρα την άρχισε ως βοηθός του Ρομπέρτο Μαντσίνι στην Ίντερ, πριν προχωρήσει στη Μπολόνια, η οποία ήταν η πρώτη και η τελευταία ομάδα του ως πρώτος προπονητής. Εργάστηκε επίσης σε Κατάνια, Φιορεντίνα, Σαμπντόρια, Μίλαν, Τορίνο, ενώ η συνεργασία του με τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας κράτησε μόνο 9 μέρες (εξαιτίας της αλλαγής προέδρου), πριν επιστρέψει στην Μπολόνια. Κάθησε επίσης στον πάγκο της εθνικής Σερβίας μεταξύ 2012 και 2013.

 

 

29/12/2022  Πεθαίνει σε ηλικία 82 ετών,  σε νοσοκομείο του Σάο Πάολο θρύλος του ποδοσφαίρου Πελέ ( Έντσον Αράντες Ντον Νασιμέντο )

Ο Έντσον Αράντες Ντον Νασισμέντο (θα εξηγήσουμε παρακάτω την ιστορία με το όνομα και το παρατσούκλι του) γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1940 στην πόλη Tres Coracoes (Τρεις Καρδιές) της επαρχίας Μίνας Τζεράις . Από εκεί ήταν ο πατέρας του Ντοντίνιο, ο οποίος ήταν ποδοσφαιριστής κι εκείνη την εποχή αγωνίζονταν στην Ατλέτικο Μινέιρο. Στα μάτια του πιτσιρικά ο πατέρας του ήταν ο καλύτερος στον κόσμο και όταν τελείωνε το σχολείο, πριν πάει στο σπίτι θα έπαιζε πάντα έναν αγώνα με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, προσπαθώντας να μιμηθεί ότι έκανε ο Ντοντίνιο.

Τότε ούτε καν περνούσε από το μυαλό του ότι θα γίνονταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής πολλώ δε μάλλον ότι θα έφτανε να γίνει ο κορυφαίος του κόσμου.

Ειδικά όταν ο Ντοντίμιο τραυματίστηκε και η ομάδα σταμάτησε να τον πληρώνει, με αποτέλεσμα η όχι ιδιαίτερη εύπορη οικογένεια τους να περάσει ακόμη πιο δύσκολα. Ο Πελέ για να βοηθήσει την οικογένεια του αναγκάστηκε να δουλέψει ως λούστρος για να βοηθήσει οικονομικά, ωστόσο ποτέ δεν σταμάτησε να παίζει ποδόσφαιρο. Έστω κι αν κάποιες φορές αυτός και η παρέα του μη έχοντας ποδοσφαιρική μπάλα κλωτσούσαν ένα μάνγκο ή κάλτσες που παραγέμιζαν με χαρτιά!

Ο πατέρας του όμως έβλεπε το ταλέντο του και τον συνόδευε στα δοκιμαστικά στις μεγάλες ομάδες του Σάο Πάολο. Κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα μαζί του αλλά μετά από μία σειρά απορρίψεων, το 1956 τον δέχθηκε η Σάντος. Εκείνη την εποχή ήταν μια μικρομεσαία ομάδα της βραζιλιάνικης μεγαλόπολης που προσπαθούσε να βρει τη θέση της ανάμεσα στους μεγάλους.

Ο μικρός μάγος δε χρειάστηκε παρά μόλις τρία χρόνια για να κάνει το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα (ήταν 15 χρονών και 319 ημερών!) σε φιλικό αγώνα κι ο μύθος του Πελέ μόλις είχε αρχίσει να γεννιέται.

Λίγο πριν γίνει 17 κλήθηκε στην εθνική ομάδα, την υπέρτατη τιμή για έναν Βραζιλιάνο, καταφέρνοντας στο ντεμπούτο του να σκοράρει κόντρα στην Αργεντινή και πριν ενηλικιωθεί βρέθηκε στην αποστολή της σελεσάο για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Σουηδίας.

Στο πλαίσιο του τετάρτου ομίλου νίκησε την Αυστρία με 3-0, αναδείχθηκε ισόπαλη της Αγγλίας με 0-0 και επικράτησε με 2-0 της Σοβιετικής Ένωσης του κορυφαίου τερματοφύλακα όλων των εποχών Λεβ Γιασίν. Σ’ αυτό το τελευταίο ματς έκανε ντεμπούτο ο Πελέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο (είχε ταξιδέψει τραυματίας) και φρόντισε από το επόμενο ματς να βάλει τη σφραγίδα του στον πρώτο θρίαμβο της Βραζιλίας σε Μουντιάλ.

Πριν εξηγήσουμε τι έκανε ο «Βασιλιάς» στην σκανδιναβική χώρα να υπενθυμίσουμε ότι η Βραζιλία εκείνη την εποχή δεν είχε το στάτους που έχει σήμερα. Ειδικά μετά το κάζο του 1950 όταν και ηττήθηκε στον «τελικό» της διοργάνωσης με 2-1 από την Ουρουγουάη μέσα στο Μαρακανά, η χώρα είχε πέσει σε ποδοσφαιρική κατάθλιψη. Μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο αυτός ο απίθανος πιτσιρικάς για να δώσει ξανά… χρώμα σε εκείνη τη φουρνιά των παικταράδων και να λύσει τα… μάγια που πολλοί πίστευαν ότι είχαν κάνει στην ομάδα.

Στις 19 Ιουνίου 1958 η Βραζιλία αντιμετώπισε την Ουαλία στον προημιτελικό με τον Πελέ να είναι πρώτη φορά στο βασικό σχήμα… Οι σκληροτράχηλοι Ουαλοί κρατούσαν το 0-0 μέχρι το 66ο λεπτό, όταν η μπάλα έφτασε στον Πελέ μέσα στην περιοχή…

Ο τελευταίος την κατέβασε με το στήθος, μ’ ένα μαγικό άγγιγμα την πέρασε πάνω από τον αντίπαλο του και πριν συνέλθουν όλοι από το… ταχυδακτυλουργικό που μόλις είχαν δει, με το δεξί την έστειλε στο βάθος της αντίπαλης εστίας. Εκείνη την ημέρα ήταν 17 ετών και 239 ημερών και 64 χρόνια αργότερα παραμένει ο νεαρότερος ποδοσφαιριστής που έχει σκοράρει ποτέ σε Μουντιάλ.

Στον ημιτελικό με τη Γαλλία των Κοπά, Φοντέν πέτυχε αυθεντικό χατ τρικ (μέσα σε ένα ημίχρονο) σκοράροντας τρία γκολ σε 23 λεπτά (52’, 63’, 75’) για το θριαμβευτικό 5-2 και στον τελικό (που έληξε επίσης 5-2) πέτυχε άλλα δύο γκολ (55’, 90’) με το πρώτο να είναι… ποίημα.

Η Βραζιλία κατέκτησε τον τίτλο και ο Πέλε κατέκτησε όλον τον κόσμο, καθώς το Μουντιάλ του 1958 ήταν το πρώτο που είχε τηλεοπτική κάλυψη και όλη η υφήλιος είχε σοκαριστεί από αυτά που έκανε μέσα στο γήπεδο εκείνο το ανήλικο παιδί.

Κι ήταν τέτοιο το σοκ που είχε προκαλέσει η παρουσία, που ανάγκασε τους μεγάλους συλλόγους της Ευρώπης (Ρεάλ, Ίντερ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ) να στείλουν εκπροσώπους τους στο Σάο Πάολο προκειμένου να τον κάνουν δικό τους. Οι φήμες της εποχής ήθελαν την Ρεάλ να του προσφέρει ένα εκατομμύριο δολάρια (για εκείνα τα χρόνια ήταν μυθικό ποσό) ενώ ο Τζιάνι Ανιέλι φέρεται να του πρόσφερε πέρα από τα χρήματα και ποσοστό από το μετοχικό κεφάλαιο της Φιατ!

Η πιθανή αποχώρηση του από τη Σάντος και τη Βραζιλία ήταν ικανή να ρίξει την κυβέρνηση (στην ούτως άλλως πολιτικά ασταθής χώρα εκείνα τα χρόνια) κι έτσι ο πρόεδρος Ζάνιο Κουάντρος τον ανακήρυξε «εθνικό θησαυρό». Κι αυτό δεν ήταν μια συμβολική πράξη, αλλά ένας νόμος του κράτους που εμπόδιζε τον Πελέ να φύγει εκτός Βραζιλίας.

Κι αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος που «ο Βασιλιάς» φόρεσε μόνο τη φανέλα της Σάντος (1956-1974) πριν κλείσει την καριέρα του τη διετία 1975-1977 στον Κόσμος της Νέας Υόρκης

Βέβαια η Σάντος επί των ημερών του άλλαξε στάτους και οι άνθρωποι της αντιλαμβανόμενοι την επιρροή που έχει ο Πελέ και εκτός συνόρων μετέτρεψαν το ποδοσφαιρικό τμήμα σε περιοδεύοντα θίασο που ταξίδευε σε όλο τον κόσμο για φιλικούς αγώνες (με τα γήπεδα να είναι sold out καθώς όλοι ήθελαν να δουν από κοντά τον Πελέ).
Έτσι ήρθε και στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1961 για φιλικούς αγώνες με τους τρεις του Π.Ο.Κ. (Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ). Πρώτα κέρδισε την ΑΕΚ με 3-0, μετά τον Παναθηναϊκό με 3-2 για να ηττηθεί στις 4 Ιουλίου από τον Ολυμπιακό με 2-1… Μια νίκη που χιλιοτραγουδήθηκε και έγινε ύμνος («… κι ακόμη σε θυμούνται η Σάντος κι ο Πελέ».

Βέβαια πέρα από τις περιοδείες η Σάντος άρχισε να σαρώνει και τους τίτλους στη Βραζιλία (τότε δεν υπήρχε εθνικό πρωτάθλημα, αλλά τα πρωταθλήματα που έκανε κάθε Πολιτεία και από 1960 και μετά διοργανώθηκε το Κύπελλο όπου έπαιζαν οι πρωταθλητές της Πολιτείας με τους νικητές να παίρνουν το εισιτήριο για το νεοσύστατο Κόπα Λιμπερταδόρες), ενώ το 1962 έγινε η πρώτη βραζιλιάνική ομάδα που κατέκτησε το Λιμπερταδόρες (νίκησε την Πενιαρόλ από την Ουρουγουάη , κάτι που επανέλαβε την επόμενη χρονιά κερδίζοντας τη Μπόκα Τζούνιορς στο Μπουένος Άιρες.

Γενικά επί των ημερών του η Σάντος όπως και η Εθνική Βραζιλίας μετατράπηκαν σε μηχανές συλλογής τίτλων, με την «σελεσάο» να κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στη Χιλή (τραυματίστηκε στον 2ο αγώνα και δεν αγωνίστηκε ξανά), ενώ μετά το εφιαλτικό 1966 (στην εποχή που δεν υπήρχαν κίτρινες και κόκκινες κάρτες ο Πελέ δέχθηκε εγκληματικά μαρκαρίσματα) ενώ ανακοίνωσε την αποχώρηση του, μετά από λίγο καιρό αναθεώρησε την απόφαση του…

Κι η επιστροφή του μας χάρισε μία από τις κορυφαίες παραστάσεις εθνικής ομάδας, καθώς η Βραζιλία του 1970 (Τοστάο, Ριβελίνο, Κάρλος Αλμπέρτο) ήταν μία ανίκητη αρμάδα με τον Πελέ να προσφέρει μαγικές στιγμές και να γίνεται ο πρώτος ποδοσφαιριστής που κατακτά τρίτη φορά το Παγκόσμιο Κύπελλο (κι αυτό το ρεκόρ του αντέχει ακόμη).

Στις 18 Ιουλίου 1971 ο Πελέ φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα της εθνικής Βραζιλίας σε φιλικό παιχνίδι που διεξήχθη στο Μαρακανά μπροστά σε 140.000 χιλιάδες θεατές (κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό στις 150.000).

Αντίπαλος της «σελεσάο» η Γιουγκοσλαβία που αποκαλούνταν «Βραζιλία της Ευρώπης» με τον Πελέ να έχει στο πλευρό του σχεδόν το σύνολο της ομάδας που κατέκτησε το Μουντιάλ το 1970…

Το τελικό 2-2 δεν στεναχώρησε κανέναν με τον Πελέ να γνωρίζει μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές κατά την αποχώρηση του με όλο το γήπεδο να τον χειροκροτεί την ώρα που έκανε για τελευταία φορά το γύρο του θριάμβου ως παίκτης της Εθνικής με Βραζιλιάνους και Σέρβους να κάνουν pasillo και να τον αποθεώνουν μαζί με τον κόσμο.

Μέσα σε 13 χρόνια είχε μετατρέψει μια εθνική ομάδα που δεν υπολόγιζε κανείς στη μεγαλύτερη δύναμη του Παγκοσμίου ποδοσφαίρου

Το 1974 ο Πελέ ανακοίνωσε το τέλος της καριέρας με την Σάντος, αλλά ένα χρόνο αργότερα (κι αφού είχε παίξει σποραδικά κάποια ματς με την ομάδα της καρδιάς του) ανακοίνωσε ότι για πρώτη φορά θα αγωνιστεί εκτός Βραζιλίας υπογράφοντας τριετές συμβόλαιο με την Κόσμος της Νέας Υόρκης!

Μια ομάδα που αγωνίζονταν στην North American Soccer League (NASL), προπομπός του σημερινού MLS και με την απόκτηση του κατάφερε να στρέψει το ενδιαφέρον των Αμερικάνων στο ποδόσφαιρο. Κι ο Πελέ βέβαια δεν βγήκε χαμένος καθώς έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος αθλητής στον κόσμο βάζοντας στους λογαριασμούς 8 εκατομμύρια δολάρια 2.7 ετησίως), τα οποία ήταν πολλά περισσότερα λόγω των χορηγικών συμφωνιών που υπέγραψε.

Γιατί ο Πελέ ήταν ο πρώτος παγκόσμιος σταρ του ποδοσφαίρου, τον οποίο γνώριζαν σε κάθε γωνιά του πλανήτη και η εικόνα του πουλούσε τρελά. Τα σχεδόν άδεια γήπεδα γέμιζαν ασφυκτικά όπου κι αν έπαιζε ο Πελέ, που οδήγησε την ομάδα της Νέας Υόρκης στην κατάκτηση του πρώτου τίτλου στην ιστορία της (έχοντας συμπαίκτες τον Κάρλος Αλμπέρτο και τον Φράντς Μπεκενμπάουερ) και το πραγματικά τελευταίο του αντίο στην ενεργό δράση δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο.
 

Την 1η Οκτωβρίου 1977 μπροστά σε 80.000 θεατές (ανάμεσα τους πολιτικοί, ηθοποιοί, τραγουδιστές, σπουδαίοι ποδοσφαιριστές από διάφορες χώρες κι ο τεράστιος Μοχάμεντ Άλι) η Κόσμος αντιμετώπισε τη Σάντος με τον Πελέ να αγωνίζονται στο πρώτο ημίχρονο με την ομάδα της Νέας Υόρκης και στο δεύτερο με την ομάδα της καρδιάς του αποχωρώντας στο φινάλε με δάκρυα στα μάτια...

Μια τεράστια καριέρα 20 χρόνων είχε ολοκληρωθεί, αλλά ακόμη και σήμερα υπάρχουν διαφωνίες και κόντρες για το πόσα γκολ έχει πετύχει στην καριέρα του «ο βασιλιάς».
Σύμφωνα με τους Βραζιλιάνους έχει σκοράρει 1279 γκολ σε 1363 ματς (με Σάντος, Κόσμος και Εθνική), αλλά σύμφωνα με τη FIFA έχει σκοράρει 757 γκολ σε 812 αγώνες. Γιατί προέκυψε αυτή η διαφορά; Γιατί οι Βραζιλιάνοι υπολογίζουν και τα φιλικά ματς που έδωσαν στις περιοδείες τους ανά τον κόσμο.
«Εκείνη την εποχή οι ομάδες της Βραζιλίας ήταν οι καλύτερες στον κόσμο και τα φιλικά τους ήταν με δυνατούς αντιπάλους, πολλές φορές πολύ πιο σημαντικά από επίσημους αγώνες», είναι το επιχείρημα τους, αλλά για τη FIFA αυτό που μετρά είναι οι επίσημες διοργανώσεις...


Πώς προέκυψε το παρατσούκλι Πελέ

Από την εποχή που μεσουρανούσε, αλλά και αρκετά χρόνια μετά την απόσυρση του (καθώς παρέμενε ένα τεράστιο brand name) ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που αφορούσαν την καριέρα του είχε να κάνει με το ίδιο το όνομα.

Όπως όλοι οι Βραζιλιάνοι το πραγματικό του όνομα ήταν… σιδηρόδρομος, καθώς στην ταυτότητα έγραφε Έντσον Αράντες Ντον Νασιμέντο, ωστόσο άπαντες τον ήξεραν με το παρατσούκλι του.

Το γιατί βαφτίστηκε Έντσον και πως προέκυψε το Πελέ έχουν τη δική τους ιστορία. «Με ονόμασαν Έντσον, προς τιμήν του εφευρέτη Τόμας Έντισον επειδή το ηλεκτρικό ρεύμα είχε φτάσει στην πόλη μου όταν εγώ γεννήθηκα», έχει εξηγήσει ο ίδιος ο «Βασιλιάς» για το πως πήρε το κανονικό του όνομα.

Ωστόσο ούτε ο ίδιος Πελέ δεν είναι 100% σίγουρος για το πως προέκυψε το παρατσούκλι που τον έκανε γνωστό σ’ όλον τον κόσμο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην αρχή δεν του άρεσε καθόλου και είχε φτάσει στο σημείο να ρίξει μπουνιά σ’ ένα συμμαθητή του που τον αποκάλεσε «Πελέ» με αποτέλεσμα να αποβληθεί από το σχολείο… Έχοντας μάθει από τον πατέρα του ότι τον Έντσον προέρχονταν από έναν σπουδαίο εφευρέτη, το Πελέ του ακούγονταν… απαίσιο.

Επίσης το σίγουρο είναι ότι στην οικογένειά του, του είχαν δώσει άλλο παρατσούκλι καθώς ο θείος του Χόρχε (αδερφός του πατέρα του) τον έβγαλε «Ντίκο». Κι η μητέρα του μέχρι να πεθάνει συνήθως τον φώναζε Ντίκο και όχι Πελέ. Όταν δεν έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στη Σάντος τον αποκαλούσαν «Gasolina», όπως έναν διάσημο Βραζιλιάνο τραγουδιστή, αλλά ευτυχώς δεν κράτησε για πολύ…

Από που προέκυψε όμως το Πελέ; Υπάρχουν πολλές εκδοχές με τον ίδιο να προκρίνει δύο εξ αυτών. Η πρώτη έχει να κάνει με το ότι στα πορτογαλικά όταν κλωτσάς με το πόδι η έκφραση είναι «Πε» κι όπως είχε πει χαμογελώντας: «Επειδή στην αρχή μάλλον έκανα κάποια λάθη, μάλλον με φώναζαν Πε-λέ».

Η δεύτερη σχετίζεται με την Βάσκο Ντε Σάο Λουρέντσο στην οποία αγωνίζονταν ο πατέρας του κι ο Έντσον. Ο τερματοφύλακας της Βάσκο λέγονταν Μπίλε κι ο τρίχρονος Έντσον όταν πήγαινε στις προπονήσεις προτιμούσε να κάθεται κάτω από το τέρμα και να αποκρούει τα σουτ των άλλων. Κι όταν απέκρουε κάποιο φώναζε «Μπράβο Μπίλε», «Σπουδαία απόκρουση Μπίλε». Βέβαια λόγω ηλικίας δεν μιλούσε πολύ καλά καθαρά κι έτσι έλεγε το «Μπίλε», «Πίλε». Κι όταν μετά από λίγο καιρό μετακόμισαν στο Μπαουρού (πήρε μεταγραφή ο πατέρας του) το «Πίλε», έγινε «Πελέ» λόγω της παχιάς προφοράς που είχε από την επαρχία που γεννήθηκε. Ένας συμμαθητής του άρχισε να τον κοροϊδεύει φωνάζοντας τον «Πελέ» κι έτσι γεννήθηκε το πιο διάσημο παρατσούκλι στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού.

Ένα παρατσούκλι που γέννησε ατελείωτους μύθους, μεγάλωσε ολόκληρες γενιές ποδοσφαιρόφιλων, αποτέλεσε το όνειρο και τη φαντασίωση πιτσιρικάδων σ’ όλον τον κόσμο και θα παραμείνει στην αιωνιότητα

Οι τρεις γάμοι και οι περιπέτειες του γιου

Ο Πελέ λίγο μετά την εφιαλτική παρουσία της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας (αποκλεισμός από τη φάση των ομίλων με τον ίδιο να δέχεται βίαια μαρκαρίσματα) παντρεύτηκε με τον Ροζμαρί Ντος Ρέις Τσόλμπι με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Την Κέλι Κριστίνα, τον Έντσον και την Τζένιφερ για να χωρίσουν το 1982.

Το 1994 ο Πελέ ντύθηκε γαμπρός για δεύτερη φορά καθώς παντρεύτηκε την Ασίρια Λέμος Σέισας με το ζευγάρι να αποκτά δίδυμα (Τζόσουα και Σελέστε) το 1996 πριν χωρίσουν το 2008.

Το 2016 ο Πελέ παντρεύτηκε για τρίτη φορά με την Μάρσια Αόκι, με την οποία δεν έχει κάνει παιδιά, ωστόσο πέραν των πέντε τέκνων από τους δύο πρώτους του γάμους, ο Βραζιλιάνος είναι πατέρας δύο ακόμη παιδιών. Της Σάντρα Μασάδο και της Φλάβια Κουρτζ που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’60 από παράνομες σχέσεις του.

Ο γιος του από τον πρώτο του γάμο Έντσον Τσόλμπι Ντο Νασιμέντο ή απλά Εντίνιο ήταν και ο μεγάλος του καημός. Όχι γιατί στην ποδοσφαιρική του καριέρα αποφάσισε να παίξει ως τερματοφύλακας (έφτασε με την Σάντος στον τελικό του 1995), αλλά γιατί στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 βρέθηκε κατηγορούμενος για ξέπλυμα χρήματος και διακίνηση ναρκωτικών αλλά για δολοφονία. Από την τελευταία κατηγορία γλίτωσε, όχι όμως από τις άλλες δύο. Αρχικά είχε τιμωρηθεί με 33 χρόνια φυλάκιση, αλλά μετά από πολυετείς αναβολές στη δίκη σε δεύτερο βαθμό η ποινή του έπεσε στα 12 χρόνια με τον ίδιο να ισχυρίζεται ότι ήταν χρήστης και όχι έμπορος ναρκωτικών. Τελικά έμεινε στη φυλακή για μία εβδομάδα καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να απελευθερωθεί για να απεξαρτηθεί.

Ο Πελέ στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του δηλώνοντας 100% σίγουρος για την αθωότητα του...

Πολιτικός και ηθοποιός

Ο Πελέ κατά τη διάρκεια της καριέρας του πολλές φορές κατηγορήθηκε για την «a politica» στάση του και το γεγονός πως ουδέποτε εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να πιέσει τη δικτατορία (που κυβερνούσε από το 1964 και για 20 χρόνια)… Το παραδέχθηκε και ο ίδιος μιλώντας στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ του Netflix για τη ζωή του…

Ωστόσο λίγο πριν το μιλένιουμ δέχθηκε την πρόταση για να αναλάβει Υπουργός Αθλητισμού, περνώντας τον περίφημο Νομο Πελέ για τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών. Ο ίδιος θεωρούσε πάντα ότι επιτέλους δικαίωνε τους αγώνες των ποδοσφαιριστών που ήταν σαν σκλάβοι των συλλόγων, οι επικριτές του τον κατηγόρησαν ότι όλα τα έκανε για το θεαθήναι και η πολιτική του σταδιοδρομία δεν κράτησε πολύ.

Το 1969 είχε την πρώτη του επαφή με τον κόσμο του θεάματος έχοντας έναν μικρό ρόλο στην ταινία «Os Estranhos» που είχε να κάνει με τους εξωγήινους και το 1977 είχε συνθέσει το τραγούδι για την ταινία με τίτλο… «Πελέ».

Η μεγαλύτερη κινηματογραφική του επιτυχία πάντως ήταν η συμμετοχή του στην ταινία «Η απόδραση των 11» όπου συμπρωταγωνιστούσε μαζί με τους Σιλβέστερ Σταλόνε, Μαξ Φον Σίντοφ, Μάικλ Κέιν, Οσβάλντο Αρντίλες, Μπόμπι Μουρ. Στην ταινία μια ομάδα κρατουμένων νικά μια ομάδα Γερμανών σε φιλικό αγώνα που έγινε στο Παρίσι, με τον Πελέ να διαμορφώνει το τελικό 5-4 με ένα μαγικό ανάποδο ψαλιδάκι και τους συμπαίκτες του να τον σηκώνουν στους ώμους.

Από τη δεκαετία του ‘90 είχε τον τίτλο του πρεσβευτή του ΟΗΕ και της UNESCO ενώ τον Δεκέμβριο του 2000 η FIFA τον ανακήρυξε παίκτη του αιώνα και το περιοδικό TIME τον συμπεριέλαβε στη λίστα με τους 100 πιο σημαντικούς ανθρώπους του 20ου αιώνα…

 

31/12/2022 Πέθανε ο πρώην πάπας Βενέδικτος ο 16ος σε ηλικία 95 ετών ο οποίος έγινε το 2013 ο πρώτος Ποντίφικας που παραιτήθηκε έπειτα από 600 χρόνια

Ο επίτιμος πάπας Βενέδικτος, Γιόζεφ Ράτσινγκερ,  είχε γεννηθεί στις 27 Απριλίου του 1927 στο Πασάου της Γερμανίας. Ο πατέρας του προερχόταν από οικογένεια αγροτών και ήταν μέλος της τοπικής χωροφυλακής, ενώ η μητέρα του, πριν παντρευτεί, είχε δουλέψει ως μαγείρισσα σε διάφορα ξενοδοχεία.

Ο Ράτσινγκερ πέρασε τα εφηβικά του χρόνια σε μικρή απόσταση από τα σύνορα με την Αυστρία, κοντά στο Σάλτζμπουργκ. Όπως είχε πει ο ίδιος, γνώρισε την εχθρική στάση του ναζισμού προς την Καθολική Εκκλησία και ήταν αυτόπτης μάρτυρας την ημέρα που ο ιερέας της ενορίας του ξυλοκοπήθηκε από τους ναζί. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατετάγη στις εφεδρικές αντιαεροπορικές δυνάμεις και στην συνέχεια, από το 1946 μέχρι το 1951, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στο Μόναχο. Στις 29 Ιουνίου του 1951 χειροτονήθηκε ιερέας και άρχισε αμέσως να διδάσκει θεολογία, μαζί με γνωστούς καθηγητές της εποχής, στην Βόννη. Πήρε μέρος, ως ειδήμων, στην Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού , από το 1962 μέχρι το 1965. Το 1977 ο πάπας Παύλος ο Έκτος τον διόρισε αρχιεπίσκοπο Μονάχου και, την ίδια χρονιά, ορίσθηκε καρδινάλιος από τον ίδιο ποντίφικα.

Το 1981, ο πάπας Ιωάννης Παύλος ο Δεύτερος διόρισε τον Γιόζεφ Ράτσινγκερ επικεφαλής του «υπουργείου» του Βατικανού για την ορθότητα της πίστεως και όπως έχει υπογραμμίσει το ίδιο το Βατικανό «το συνολικό έργο του, ως συνεργάτη του πάπα Ιωάννη Παύλου του Δεύτερου, ήταν διαρκές και πολύτιμο». Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Πολωνός ποντίφικας του ζήτησε να γράψει τους στοχασμούς της Καθολικής Οδού του μαρτυρίου, (Via Crucis) για το Πάσχα του 2005, στο Κολοσσαίο.

Στις 19 Απριλίου του 2005, ο Βενέδικτος εξελέγη ποντίφικας από το Κονκλάβιο των καρδιναλίων. Κύριο σημείο αναφοράς του, η ανάγκη για επίτευξη της ειρήνης σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Παράλληλα, προσπάθησε να περιορίσει τη γραφειοκρατική ισχύ αρκετών ανώτατων υπηρεσιών του Βατικανού με επικεφαλής κληρικούς και έδωσε έμφαση και στον διαθρησκευτικό διάλογο, ιδίως με τους Ορθόδοξους. Δεν έλειψαν οι αναλυτές που υπογράμμισαν ότι ο Βενέδικτος θέλησε να αναβιώσει κάποια τυπικά στοιχεία της παράδοσης, αρχίζοντας από τα ίδια του τα άμφια: για παράδειγμα, φόρεσε και πάλι κόκκινη κάπα και σκούφο, τα καρμάουρο και ταμπάρο και κόκκινα υποδήματα.

‘Όπως γράφει ο ιταλικός Τύπος, ήταν και ο πρώτος ποντίφικας ο οποίος ζήτησε συγγνώμη από τα θύματα παρενοχλήσεων και σεξουαλικών  κακοποιήσεων για τις οποίες ευθύνονταν κληρικοί. Συνάντησε, δε πολλά από τα θύματα των καταδικαστέων και τραυματικών αυτών συμπεριφορών. Για παράδειγμα, σε ότι αφορά την Ιρλανδία, το 2006 ο πάπας ζήτησε την παραίτηση επισκόπων της που δεν είχαν καταπολεμήσει με αρκετή αποφασιστικότητα κρούσματα παιδεραστίας μέσα στην Καθολική Εκκλησία. Το 2011, όμως, κάποιοι  από τους συνδέσμους θυμάτων κακοποιήσεων από κληρικούς προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κατηγορώντας τον Γερμανό πάπα και άλλους υψηλόβαθμους κληρικούς του Βατικανού για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και συγκάλυψη των σεξουαλικών κακοποιήσεων. Το 2012, η προσφυγή και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν από τους  ίδιους τους δικηγόρους των συνδέσμων.

Στις 28 Φεβρουαρίου του 2013, ο Βενέδικτος  παραιτήθηκε επίσημα από ποντίφικας, προκαλώντας τεράστια έκπληξη στους πιστούς καθολικούς και όχι μόνο. Αιτία της απόφασής του αυτής, όπως υπογράμμισε ο ίδιος, τα προβλήματα υγείας του, που είχαν επιδεινωθεί.  Μετά την εκλογή του Φραγκίσκου, ο Βενέδικτος ονομάσθηκε «επίτιμος ποντίφικας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας».

Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄ -κατά κόσμον Γιόζεφ Άλοϊς Ράτσινγκερ και γεννημένος το 1927 στη Βαυαρία- έγινε το 2005 ο πρώτος Γερμανός Πάπας έπειτα από μια χιλιετία. Μόλις οκτώ χρόνια αργότερα έγινε ο πρώτος που παραιτήθηκε από το αξίωμα εδώ και έξι αιώνες.

Η επίσημη αιτιολογία του Βατικανού ήταν λόγοι υγείας. Κατά πολλούς, η ιστορική παραίτηση του Βενέδικτου ΙΣΤ’ -και έκτοτε «Ομότιμου Πάπα»- ήταν επιβεβλημένη υπό το βάρος πλείστων όσων σοβαρών σκανδάλων…

Η εξέλιξη αυτή φάνταζε σε πολλούς αναπάντεχη και σε άλλους αναμενόμενη για τον 265ο ποντίφικα, που εξελέγη σε μια από τις πιο σύντομες ψηφοφορίες στα χρονικά της Αγίας Έδρας.

Μέχρι τότε, μεγάλο μέρος του Τύπου τον αποκαλούσε «καρδινάλιο-πάντσερ», είτε ως αναφορά στις σκληροπυρηνικές θεολογικές θέσεις του, είτε κυρίως παραπέμποντας στο άρμα μάχης της ναζιστικής Γερμανίας και της -υποχρεωτικής, ως επισήμως αναφέρεται- συμμετοχής του, τότε ως έφηβου, στις τάξεις του Γ’ Ράιχ.

Έξι δεκαετίες αργότερα, αφότου είχε αναλάβει πια καθήκοντα επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων με τη συνεχή υποστήριξή του στη διαδικασία αγιοποίησης του αμφιλεγόμενου Πάπα Πίου IB’ (1939-1958), η θητεία του οποίου στιγματίστηκε βαριά, μεταξύ άλλων, από την ένοχη σιωπή για το Ολοκαύτωμα.

Μέχρι να παραιτηθεί, το 2013, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ είχε γράψει πολλές «μαύρες» σελίδες.


 

 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου