Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Δεν είναι τίποτε. Μια κοσμική εκδήλωση είναι.
Μπορεί το εορταζόμενο γεγονός να είναι βαρύ – τα γενέθλια μιας Δημοκρατίας που αποδείχθηκε πιο ανθεκτική, ελεύθερη και ευρύχωρη από ό,τι περίμεναν ακόμη και οι θεμελιωτές της. Μπορεί η αφορμή να είναι η επέτειος του πιο σημαντικού γεγονότος τον τελευταίο μισό αιώνα από τους δύο της εθνικής ύπαρξης. Ομως ο εορτασμός είναι εθιμικά χαλαρός. Selfies, drinks και έξωμη εξωστρέφεια στον κήπο.
Πρόκειται, βέβαια, για ευλογημένη ελαφρότητα. Η ευλογία έγκειται στο συμφιλιωτικό αποτύπωμα της τελετής. Ενα πολιτικό σύστημα κουρδισμένο στην τοξική υπερβολή βρίσκει στο κιόσκι του Προεδρικού μια ταξιθεσία «οικουμενικής» ηρεμίας. Για μια στιγμή οι αντίπαλοι έχουν την ευκαιρία να θυμηθούν ότι χωράνε όλοι στο ίδιο σπίτι. Οτι πατούν στο ίδιο –θεσμικό– έδαφος.
Από αυτή την άποψη, η πρώτη σκηνοθέτις του έθνους είχε φροντίσει να βρει η δεξίωση τον σωστό τόνο. Κλήθηκαν αι γενεαί πάσαι – εκπρόσωποι όλων των αποχρώσεων του εθνικού βίου, του ιστορικού αλλά και του παρόντος. Αν δεν φοβόταν κανείς τις λέξεις, θα έλεγε ότι η λίστα προσκεκλημένων που κατήρτισε η Προεδρία αντικατόπτρισε τον βαθμό «συμπεριληπτικότητας» που έχει επιτύχει η 47χρονη ελληνική Δημοκρατία.
Με τα ίδια κριτήρια ακομμάτιστης αντιπροσωπευτικότητας –συνδυασμός καθιερωμένης αλλά και νέας αριστείας– καταρτίστηκε και η λίστα των προσώπων προς παρασημοφόρηση. Ομως, εκεί το μείγμα χάλασε. Ο συμπεριληπτικός ενθουσιασμός επέτρεψε την είσοδο ενός ακτιβιστή –διασώστη προσφύγων– που έχει κατηγορήσει το Λιμενικό Σώμα ότι πνίγει ανθρώπους.
Θα μπορούσε η Προεδρία να είχε κάνει συνειδητά την επιλογή να συνταχθεί με τις φωνές που αμφισβητούν την κυβερνητική συνοριακή πολιτική. Θα μπορούσε να είχε επιλέξει ένα συμβολισμό υψηλής –αντιπολιτευτικής– φόρτισης. Η σπουδή, όμως, της διαγραφής του ακτιβιστή από τον κατάλογο των παρασημοφορήσεων –που το ίδιο το Προεδρικό έδωσε στη δημοσιότητα– δεν επιτρέπει τέτοια πολιτική ανάγνωση.
Δεν ήταν επιλογή. Ηταν ατύχημα.
Ατύχημα που εκθέτει την Προεδρία στην κριτική πανταχόθεν. Μπορούν να την καταγγέλλουν και επειδή έβαλε τον διασώστη στη λίστα και επειδή τελικώς τον έβγαλε.
Η προσπάθεια να μετακυλισθεί η ευθύνη στο υπουργείο Εξωτερικών αποβαίνει επίσης αυτο-υπονομευτική.
Δεν αποφασίζει ο ύπατος θεσμός πώς και σε ποιους διαθέτει το κύρος του;
Δεν εγκρίνει η Πρόεδρος αυτούς που βραβεύει;
Αυτή η διαχείριση είναι που δείχνει τελικά ότι η εθιμοτυπία δεν είναι πολιτικά ακίνδυνη.
Μπορεί το «τίποτε» να το μεταμορφώσει σε κάτι βαρύ:
Μπορεί ένα παράσημο να κακοφορμίσει σε ανοίκειο πόλεμο διαρροών μεταξύ Προεδρίας και υπουργείου Εξωτερικών.
Λένε, συγκαταβατικά, ότι φταίει η πολιτική αθωότητα.
Τέτοια αθωότητα, όμως, δεν είναι συμβατή με τη μικροπολιτική πονηρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου