Του ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
Αφουγκραζόμενος κανείς τις ενστάσεις απέναντι στις καταγγελίες των τελευταίων εβδομάδων, διακρίνει από διάφορες πλευρές έναν πρωθύστερο φόβο μήπως η κατάσταση εξοκείλει.
Υπάρχουν αρκετοί που αντί να ανακουφίζονται βλέποντας ότι, επιτέλους, οι κακοποιητικές συμπεριφορές καταγγέλλονται κι οι υπεύθυνοι ξεμπροστιάζονται, ανησυχούν μήπως γινόμαστε μάρτυρες μιας εν δυνάμει υπερβολής που απειλεί την κοινωνία και τον νομικό πολιτισμό μας.
Από το βίωμα του ενός άκρου, αυτού της άμετρης κι ανέλεγκτης εξουσίας πίσω από κλειστές πόρτες, οδηγούνται αυτομάτως στον πανικό για το αντίθετο άκρο, εκείνο της στοχοποίησης και των λαϊκών δικαστηρίων. Πριν καν το πλησιάσουμε. Γιατί, άραγε, δεν μπορούν να φανταστούν το ενδεχόμενο μιας ενδιάμεσης κατάστασης;
Η δυσάρεστη αλήθεια είναι πως το ελληνικό #MeToo έχει απογοητευτικά ελλιπή στήριξη από τις πλατιές μάζες επειδή η κοινωνία δεν έχει κατασταλάξει ακόμη σε έναν κοινώς αποδεκτό ορισμό της κακοποίησης.
Οσοι βρίσκουν τις καταγγελίες υπερβολικές και αισθάνονται περισσότερη συμπόνια για τους θύτες παρά για τα θύματα, με ένα σωρό ευφάνταστες δικαιολογίες του «καλού ανθρώπου» που τάχα δεν αντέχει την ανθρωποφαγία, δεν το κάνουν επειδή κόπτονται για τις λεπτές αποχρώσεις του δικαίου. Στην ουσία, απλώς δεν βλέπουν την κακοποίηση εκεί όπου αυτή υπάρχει. Στη θέση της βλέπουν μια συμπεριφορά που, ακόμη κι αν δεν είναι σαν τις άλλες, ακόμη κι αν έχει δυσάρεστες πτυχές, είναι πάντως αποδεκτή. Η συμπεριφορά αυτή δεν τους θορυβεί καθόλου. Περισσότερο τους θορυβεί το δικό μας σοκ απέναντί της.
Η πρόσφατη δήλωση γνωστού και φτασμένου ηθοποιού πως οι παρενοχλητικές ενέργειές του προς νεαρή συνάδελφό του ήταν αποτέλεσμα του έρωτά του, αλλά και της ιδιότητάς του ως «παλαιάς κοπής αρσενικού», είναι διαφωτιστική σε σχέση με την πολιτισμική κάλυψη που απολαμβάνει η παρενόχληση, διαχρονικά. Ο λόγος που τόσος κόσμος αρνείται να τη δει ως κάτι νοσηρό και απαράδεκτο, παρά μόνο όταν προκύψει στην πιο ακραία μορφή της (του βιασμού, για παράδειγμα, αλλά κι εκεί, όχι πάντοτε), είναι ότι είναι εκπαιδευμένος να αντιλαμβάνεται την ανδρική σεξουαλικότητα ως φυσική δύναμη που συναντά τη δίκαιη πραγμάτωση και τον οντολογικό προορισμό της στην επιθετικότητα. Από τα ανάρμοστα τηλεφωνήματα και τα χυδαία μηνύματα που ο αποδέκτης ποτέ δεν ζήτησε ή ενέκρινε, μέχρι τις πιο απτές εκδοχές της παρενόχλησης, διέρχεται ένα σαφές νήμα συνείδησης δικαίου. Η παρενόχληση περνάει απαρατήρητη επειδή δεν θεωρείται παρενόχληση, αλλά φυσικό δικαίωμα.
Η διάκριση ανάμεσα στο θεμιτό και στο αθέμιτο, στο φλερτ και στην παρενόχληση είναι ξεκάθαρη σε όποιον ενδιαφέρεται να την εντοπίσει. Απέχουμε πολύ ακόμη από την εποχή των γκρίζων ζωνών όπου οι προθέσεις θα παρεξηγούνται από υπέρμετρη πολιτική ορθότητα, όπως ναρκισσιστικά φαντασιώνονται πολλοί. Το όριο, λοιπόν, είναι πάντοτε η συναίνεση. Οταν ο αποδέκτης μιας προσέγγισης αρχίζει να αισθάνεται δυσάρεστα, όταν μια πράξη, όσο αθώα κι αν φαίνεται σ’ εκείνον που τη διενεργεί, σταματά να είναι συμμετοχική, δεν είναι πράξη που πρέπει να συνεχιστεί.
Φυσικά, η συναίνεση δεν είναι πάντα εύκολο να δίνεται ρητά, κυρίως σε ιεραρχικές σχέσεις όπου η δυσμένεια του ενός μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες επιπτώσεις για τον άλλο. Ο φόβος τής μη συμμόρφωσης στις διαθέσεις του ισχυρού μέρους (αυτού δηλαδή που μπορεί να χτυπήσει, να απολύσει, να βλάψει πιο αποτελεσματικά) μπορεί να γεννήσει ψευδείς συναινέσεις ή εντυπώσεις συναίνεσης. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο η συναίνεση να ανανεώνεται συχνά και ρεαλιστικά, μέσα σε περιβάλλον αμοιβαιότητας και ασφάλειας, κι αυτή η ευθύνη βαραίνει πάντα εκείνον με τη μεγαλύτερη εξουσία.
Με όρους απόλυτης ειλικρίνειας, δεν υπάρχει κάποιος που να μην έχει την ικανότητα να καταλάβει πότε ξεπερνάει τα όρια. Πότε οι σεξουαλικού ή άλλου τύπου διεκδικητικές πρωτοβουλίες του προσκρούουν στο δικαίωμα των άλλων να μην τις ανέχονται. Υπάρχουν πολλοί, όμως, που δεν θέλουν να καταλάβουν. Γιατί η πολυτέλεια του να αγνοούν την αυτοδιάθεση των γύρω τους είναι ένα προνόμιο που δεν έχουν το κίνητρο να παραδώσουν.
Παράλληλα, η αποκήρυξη ενός μακραίωνου τρόπου δράσης προϋποθέτει μια οδυνηρή ενδοσκόπηση: Ισως, τελικά, αυτό που πολύς κόσμος θεωρεί ως δόκιμο φλερτ να μην είναι και τόσο αβλαβές όσο τείνει να πιστεύει. Ισως η κοινωνικά προβληματική συμπεριφορά να μην είναι μόνο η ποινικά κολάσιμη.
Ο κίνδυνος των άδικων διώξεων και του πολέμου λάσπης είναι πράγματι υπαρκτός. Οι καταγγελίες χωρίς αποδείξεις θα μπορούσαν όντως να δημιουργήσουν πρόσφορο έδαφος για ένα όργιο ψευδολογίας κι εκδικητικότητας. Αυτός όμως είναι ένας φόβος ασύμβατος με τη δυναμική των καταγγελιών σ’ αυτή τη φάση.
Αρκεί απλώς να σκεφτούμε ότι, στην Ελλάδα, οι πρώτες επώνυμες καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης ενέσκηψαν μόλις πριν από ένα μήνα. Εχουμε πολύ μέλλον ακόμη μέχρι η παρεκτροπή τους να αποτελέσει ουσιαστικό πρόβλημα· προς το παρόν, ακόμα τις ψάχνουμε με το κιάλι.
Η κουλτούρα του εκφοβισμού και της κατάχρησης εξουσίας εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη και...
η αντίσταση σ’ αυτήν παραμένει μια πρόκληση υψηλού ρίσκου.
Κάθε ανθρώπινο δικαίωμα είναι σημαντικό, αλλά δεν διατρέχουν όλα τα δικαιώματα τον ίδιο κίνδυνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου