ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Της ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ
Εκείνο τον καιρό πήγαινα όποτε μπορούσα στην Αθήνα να δω θέατρο. Ο ενθουσιασμός ξεκινούσε από το απόγευμα, όλα είχαν ένταση και γέλιο, ακόμα και η ουρά για το εισιτήριο. Ο πρωταγωνιστής ήταν ένας χαρισματικός κακός, μια ψυχή αβυσσαλέα που μαγνήτιζε κι έπαιζε με την ελληνική γλώσσα σαν ο θαυματοποιός με τις φλόγες. Τη συμπρωταγωνίστρια την άρπαζε ρεαλιστικά από τα ρούχα, την έσπρωχνε, μόνο που δεν την πατούσε κάτω. Η σπασμένη φωνή της έμαθα αργότερα ότι ήταν και κείνη ρεαλιστική.
Ζήλευε ο άθλιος που είχε και κείνη χαρισματική φωνή και κοίταζε να την τσακίσει, εκεί που ο ρόλος του έδινε ασυλία. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε όσο κράτησαν οι παραστάσεις, ήταν όμως κοινό μυστικό ότι βασανίστηκε αγρίως. Καριέρα έκανε παρόλα αυτά, αν και άξιζε για παραπάνω.
Τη βλέπω κάθε φορά σαν μοναχή ταγμένη στην τέχνη της, με θαυμάσια εκφορά λόγου και μ’ ένα τρέμουλο, που δεν ξέρω πόσο το έχει διαλέξει ή είναι ένα ρίγος αδυναμίας που τη διαπερνά. Έτυχε λόγω δουλειάς και στα παρασκήνια να βρεθώ και σε μαθήματα θεατρικά και πολλές φορές αγριεύτηκα με τα όρια της πραγματικής και της φανταστικής ζωής.
Μια αρένα βάρβαρη, που έπρεπε να έχει κανείς ιδιότητες μαρκησίας Nτε Μερτέιγ για να νικήσει. Γνωρίζω παιδιά που διέπρεψαν στη σχολή, αλλά δεν έπαιξαν ποτέ στο επαγγελματικό θέατρο. Κι άλλα που ήταν εν γνώσει τους “αυλή”, ή σχεδόν παρακαλούσαν να γίνουν δούλοι στην “αυλή” κάποιου.
Παράνοια, ξενύχτι, φθόνος, υποκρισία, ρουφιανιά, φτώχεια, οικονομική εξάρτηση. Ζωή σχοινοβάτη. Μπορεί να τ’ αντέξει κανείς;
Φυσικά και μπορεί κι αν μάθει το μάθημα σωστά, μπορεί να βρεθεί από τη μεριά που λάμπει ο ήλιος.
Μετά θα τους βρίσκουν όμορφους, έμπειρους, σοφούς, θα ζητούν τη γνώμη τους για τα κοινωνικά συμβάντα και την πολιτική. Όταν πεθάνουν, θα πάνε σε ειδικό χωράφι, που το λένε γειτονιά των αγγέλων, πολύ μακριά από τη γειτονιά των μαύρων σκυλιών, που ήταν οι αρχηγοί της αυλής τους και τα στηρίγματά τους στον ελικοειδή δρόμο προς τη δόξα.
Οι κοινοί άνθρωποι, που έχουν μια γενική ιδέα για το καλό και το κακό δεν έχουν θέση στον κόσμο αυτό. Μοιάζουν αφελείς μπροστά στο μέγεθος της πολυπλοκότητας των σχέσεων και των εξαρτήσεων.
Πώς γίνεται η τέχνη να ξεπέφτει στον υπόνομο;
Eίναι ερώτημα αφελούς. Αφού η ψυχή σου λαχταράει να εκτεθεί και να δοξαστεί και να ψευτοαγαπηθεί, πώς περιμένεις αυτό να τ’αποκτήσεις τζάμπα;
Θ’αρπάξει από την ψυχή σου ένα κομμάτι ο κάθε διάβολος σε κάθε σκαλί, μέχρι να φτάσεις στο πλατύσκαλο και ν΄ακουμπήσεις πλάτη σε τοίχο. Μετά, κατά το λογισμό σου.
Δεν είναι όλοι Ντε Μερτέιγ, δεν είναι όλοι επιδέξιοι στη διπλωματία και τη διαφυγή.
Δεν είναι όλοι αδίστακτοι. Τώρα που ακούγονται τεκτονικές οι αλλαγές στο φλοιό της ελληνικής κοινωνίας, φανερώθηκε η βία απροκάλυπτα, σαν να επρόκειτο όλοι να εξομολογηθούν και να ζητήσουν τα χρωστούμενα μπροστά στην τελευταία κρίση.
Γίνονταν αλήθεια όλα αυτά;
Γίνονταν κι άλλα περισσότερα γίνονταν μέσα στην αυλή των θαυμάτων, όπου οι νεοσσοί πολλοί και τ’ αρπακτικά ανεξέλεγκτα.
Μα...
κράτα μικρό καλάθι Κεμάλ! Όπως θα έλεγε το τραγουδάκι ενός παλιού αρχηγού αυλής, “αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου