ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Ο ημίκλαστος

Tου Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Με τη λέξη ημι-πιτσιρικάς που χρησιμοποίησε ο κ. Βούτσης για τον τριανταπεντάχρονο γιο του ο οποίος εκσφενδόνιζε τρικάκια και τη γενική καζούρα που ακολούθησε, θυμήθηκα την ιστορία με τον αείμνηστο Μανώλη Γλέζο: κάποιος φίλος του πήγε σε μια κηδεία και ο Γλέζος τον ρώτησε μετά πόσων χρονών ήταν ο μεταστάς. Εκείνος απάντησε: εβδομήντα. Κι ο Γλέζος που τότε βάδιζε στα ενενήντα δύο έτη απάντησε:

- Εβδομήντα; Μεγάλος ήτανε...

Υπάρχει επομένως κάποια σχετικότητα στο θέμα της ηλικίας και στο πώς την προσλαμβάνουμε - όπως ρώτησαν επίσης κάποιον ενενηντάχρονο τι θα ήθελε πιο πολύ στη ζωή του κι εκείνος είπε:

- Να ήμουν ογδόντα ετών...

Είναι ένα σημαντικό ζήτημα, και ακόμα κι ο Λουκιανός ο εκ Σαμοσάτων έγραψε το έξοχο κείμενο «Μακρόβιοι» όπου υμνεί τα κατορθώματα διάσημων υπέργηρων της αρχαιότητας - κατά συνέπεια όλα είναι σχετικά και κολυμπάνε στην περιοχή του ημιτόνιου. Γι' αυτό στην Ελλάδα (πολύ περισσότερο) ιστορικά έχουν γεννηθεί απαράμιλλες σχετικές λέξεις για τους «πλήρεις ημερών», όπως εσχατόγηρος, υπεραιωνόβιος, γερομπαμπαλής, γεροξούρας, ληξιπρόθεσμος, κωλόγερος, και λοιπές. Ωραιότατες δε λέξεις υπάρχουν για όσους παιδιαρίζουν και επιδίδονται σε νεανιεύματα, όπως παιδιαριογέρων, μειρακιογέρων, ξεμωραμένος, σαλιαρόγερος, Χαϊκαύλης (για να είμαστε και επίκαιροι), γερομουρντάρης, ή και η σύγχρονη «πουρότεκνο».

(Διότι, άλλο τα λύκεια κι άλλο τα μορκολύκεια.)

Ορμος δεινών το γήρας και για τις γυναίκες για τις οποίες υπάρχουν επίσης πολύ σκληρές λέξεις όπως γραία, γραΐδιον, κωλόγρια, λαστιχένια γριά, μουστόγρια, και έτερα αδυσώπητα - βέβαια μια γυναίκα ή ένας άνδρας μπορεί να μην είναι πάντα ωραίος (στην ώρα του) αλλά όμορφος διά βίου ίσως όχι με την έννοια του κάλλους και της δροσιάς, αλλά οπωσδήποτε με την ομορφιά όλης του της υπόστασης, ανεξαρτήτως ηλικίας. (Συνήθως κανείς είναι ή γίνεται τόσο όμορφος, όσο όμορφος θέλει να είναι.)

Αλλά το «ημι-πιτσιρικάς» τριάντα πέντε χρονών πού ταιριάζει; 

Εν Ελλάδι, βέβαια, όπου η οικογένεια ενίοτε είναι κάτι βαθιά νοσηρό, υπάρχουν γιοι που αράζουν άπραγοι ως τα σαράντα (τουλάχιστον), ξυπνάνε το μεσημέρι και οι μαμάδες πάνε και τους αγοράζουν τσιγάρα, τους κανακεύουν (ως κανακάρηδες που είναι) και προτιμούν να τους δίνουν χαρτζιλίκι για να τους ελέγχουν παρά να πάνε να δουλέψουν και να τους κλέψει καμιά μαγκιόρα απ' τη μαμά. (Εν προκειμένω ταιριάζει η φράση του Φρόιντ, ότι ο γιος είναι συμβολικά για τη μητέρα ο λεγόμενος «πενιχρός εραστής».) Μαματζήδες και μαματζούδες εν Ελλάδι ουκ ολίγοι - έτσι εξηγείται και η φράση του Ηράκλειτου ότι ο Ελλην είναι «αεί παις».

Εδώ ακόμα και ουκ ολίγοι μισότριβοι λέγονται ημι-πιτσιρικάδες. Οι ενήλικοι, έως και οι μεσήλικοι αντιμετωπίζονται συχνά σαν σαραντάρηδες πρόσκοποι με κοντά παντελόνια και τρίχα δύο πόντους στα πόδια. Παντοτινή εφηβεία, που λέμε, για να παρηγοριόμαστε. Ημισκούμπρια.


Κι αυτό το ημι- είναι πολύ σημαντικό για την αυτοσυνείδησή μας ως λαού - στο λεξικό των Liddell - Scott υπάρχουν εκατοντάδες έξοχες λέξεις με αυτό το πρώτο συνθετικό που έχουνε, πια, χαθεί και δεν τις θυμάται ούτε καν ο κ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος δεν θα παραλείψει να βάλει στην επόμενη έκδοση του λεξικού του και το «ημι-πιτσιρικάς». (Αν και στα τριάντα πέντε είναι κανείς και ημί-γερος, αφού στα εβδομήντα θεωρείται γέρων.)  

Διά το προς χάριν λαλείν να θυμίσουμε μερικές τέτοιες λέξεις, όπως: ημίκλαστος. 

Και δεν είναι εκείνο που φαντάζονται μερικοί, αλλά σημαίνει αυτόν που...

 

 είναι τσακισμένος στα δύο - λέγαμε παλιότερα ότι οι αιτήσεις γίνονται σε ημίκλαστη κόλλα, δηλαδή, τσακισμένη, σπασμένη στη μέση (από το κλάω-κλω, κόβω, σπάω - εξού και κλάσμα, κλάσις, τον άρτον τον υπέρ ημών κλώμενον, κ.λπ.).

Υπήρχε η λέξη «ημίανδρος» που σημαίνει ευνούχος, αλλά και «ημιάνδριον» που σημαίνει «τεχνητόν γύναιον», «διγενές» - μήπως αυτό που εννοούμε με τη λέξη «trans»; 

Ισως, αλλά όχι ακριβώς. Οπως κυκλοφορούσε κάποτε και η λέξη «ημιγύναιξ».

(Τώρα θυμήθηκα έναν αυστηρό, μαυριδερό λοχία - τρακτεροκουδουνόβλαχο - στον στρατό που αντί να δίνει το παράγγελμα «ημιανάπαυση», που δεν το καταλάβαινε, έδινε την εντολή «ημι-ανάσταση»!)

Ζούσε, επίσης, κάποτε, και η λέξη «ημίβροτος» που σήμαινε κατά το ήμισυ άνδρας και κατά το ήμισυ ίππος, δηλαδή Κένταυρος. (Κυρίως στην περιοχή του Πηλίου και στα Φαρσάλια πεδία όπου έβγαιναν οι καλύτερες φοράδες, ειδικά ο τύπος της «τιμίας φορβάδος» που γεννούσε μικρά άλογα ολόιδια με τον πατέρα τους. Η λατρεία γι' αυτά τα μοναδικά άτια και τους χλωρούς ίππους γέννησαν το περίφημο Θεσσαλικό Ιππικό της αρχαιότητας και τον μύθο των Κενταύρων).

Η λέξη «ημίγαμος» (η) που σήμαινε παντρεμένη κατά το ήμισυ, ή «ύπανδρος παλλακή», μάλλον εταίρα με την οποία κάποιος συζούσε επίσημα.

Ιστορικό ενδιαφέρον έχει η λέξη «ημισέληνος» της σημαίας των Τούρκων - εξαιτίας της πλάστηκε με ζύμη το πρώτο croissant (σε σχήμα ημισελήνου) προς μνήμην της νίκης των Αυστριακών επί των Τούρκων το 1683, προ της Βιέννης και κυριάρχησε μετά σε όλη την Ευρώπη ως έδεσμα του πρωινού γεύματος. Το «ημισέληνος», βέβαια, δεν κυριολεκτεί, ίσως το πιο σωστό είναι «μηνοειδής» ή «αμφίκυρτος» σελήνη.

Κυκλοφορούσε επίσης κάποτε η λέξη ημιβάρβαρος, μειξοβάρβαρος, ή μιξοβάρβαρος, που σήμαινε κατά το ήμισυ βάρβαρος και κατά το ήμισυ Ελληνας - ή εκείνος που μιλούσε κακά Ελληνικά, με βαρβαρισμούς.(Είθισται, πλέον.)


Το «με ολίγη» δεν είναι ημι-, είναι άλλη δοσολογία, όχι πενήντα-πενήντα, όπως το «ολίγον έγκυος» που δεν υπάρχει ή το «μια πατσά με ολίγη», που επιβιώνει ακόμα στα ιστορικά πατσατζίδικα της Σαλονίκης.

Υπάρχει και η ημικρανία (το «τα πήρα στο κρανίο» είναι νεότερο) που δεν έχει σχέση με την με την ήδη υπάρχουσα ημι-Ουκρανία.

Τα λεξικά είναι θνησιγενή και αιώνια. Η μόδα τους κρατάει λίγα χρόνια, αλλά οι λέξεις, ακόμα και αν πεθάνουν, ή ξεπεραστούν, συνεχίζουν να ταξιδεύουν.

Ετσι θα γίνει και με το «ημι-πιτσιρικάς» που με συμπληγάδιασε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου