Tης ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ
Οι δύο έφηβες στο διπλανό τραπέζι προσπαθούσαν επί μισή ώρα να βγάλουν μια σέλφι. Οχι μια οποιαδήποτε, αυθόρμητη σέλφι, αλλά την τέλεια, για να την ποστάρουν.
Οι δύο έφηβες στο διπλανό τραπέζι προσπαθούσαν επί μισή ώρα να βγάλουν μια σέλφι. Οχι μια οποιαδήποτε, αυθόρμητη σέλφι, αλλά την τέλεια, για να την ποστάρουν.
«Φαίνομαι χοντρή», έλεγε το ένα κορίτσι. «Θα σε αδυνατίσω μετά», απαντούσε η φίλη της. «Και τα σπυράκια μου;», «Θα τα σβήσω!». Τίποτε άλλο δεν κουβέντιασαν, ζήτημα είναι αν ήπιαν μια-δυο γουλιές από τον χυμό τους.
«Και γιατί είναι παράξενο;» θα πουν κάποιοι. «Ολοι δεν το κάνουμε λίγο ή πολύ;».
«Και γιατί είναι παράξενο;» θα πουν κάποιοι. «Ολοι δεν το κάνουμε λίγο ή πολύ;».
Πράγματι. Οι περισσότεροι έχουμε μπει ή/και υποκύψει στον πειρασμό να... πειράξουμε φωτογραφίες μας πριν τις αναρτήσουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το θέμα είναι πόσο βαθιά έχουμε πέσει στη θάλασσα της εικονικής πραγματικότητας. Αν η εικόνα που έχουμε φαντασιωθεί για τον εαυτό μας –και στη συνέχεια έχουμε κατασκευάσει και προβάλει– έχει υπονομεύσει το πώς είμαστε στην πραγματικότητα και πόσο το αποδεχόμαστε. Με δυο λόγια: πόσο κακό μάς έχει προκαλέσει.
«Η φωτογραφία δεν έχει να κάνει με αυτό που φωτογραφίζεται αλλά με το πώς φαίνεται αυτό που φωτογραφίζεται», έλεγε ο θρυλικός φωτορεπόρτερ Γκάρι Γουίνογκραντ, ο σημαντικότερος ίσως, «χρονικογράφος» των ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μολονότι ο ίδιος απαθανάτιζε στιγμές αλήθειας, αφτιασίδωτες, από τους δρόμους του Μανχάταν και του Λος Αντζελες μέχρι τις φάρμες του Τέξας, προφανώς κατανοούσε την τεράστια σημασία του φαίνεσθαι στη φωτογραφία.
Αν δεν είχε φύγει νωρίς από τη ζωή σε ηλικία 56 ετών (το 1984), θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς θα έβλεπε τη μετάλλαξη της τέχνης του τις τελευταίες δεκαετίες. Πώς θα σχολίαζε τους συναδέλφους του, που πλέον αφιερώνουν πιο πολλή ώρα στην επεξεργασία του υλικού με το photoshop παρά στην ίδια τη φωτογράφιση, αλλά και τους «φωτογράφους της διπλανής πόρτας», όσους δηλαδή απλώς έχουμε ένα κινητό με κάμερα, και τις αμέτρητες εφαρμογές που η τεχνολογία μας προσφέρει απλόχερα για να δείχνουμε πιο λεπτοί, πιο λαμπεροί, πιο νέοι. Για να μας θαυμάζουν και να μας ζηλεύουν.
H Nτανάι Μέρσερ, που ζει στο Ντουμπάι, είναι influencer με σχεδόν ένα εκατομμύριο ακολούθους στο Instagram. Η ίδια συστήνεται ως «ακτιβίστρια της αυτοπεποίθησης». Καθημερινά ανεβάζει φωτογραφίες στις οποίες αναδεικνύει όχι τα κάλλη αλλά τα υποτιθέμενα ψεγάδια της: κυτταρίτιδα, τοπικό πάχος, ραγάδες, ρυτίδες. Το κοινό της την αποθεώνει.
Στα σχόλιά τους οι γυναίκες την ευχαριστούν που τις εμψυχώνει. Κάποιες εκμυστηρεύονται ότι επί χρόνια παλεύουν με τη νευρική ανορεξία (που μόνο στις ΗΠΑ είναι η τρίτη συχνότερη νόσος στις εφήβους και οδηγεί στον θάνατο το 5-20% όσων νοσήσουν).
«Η φωτογραφία δεν έχει να κάνει με αυτό που φωτογραφίζεται αλλά με το πώς φαίνεται αυτό που φωτογραφίζεται», έλεγε ο θρυλικός φωτορεπόρτερ Γκάρι Γουίνογκραντ, ο σημαντικότερος ίσως, «χρονικογράφος» των ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μολονότι ο ίδιος απαθανάτιζε στιγμές αλήθειας, αφτιασίδωτες, από τους δρόμους του Μανχάταν και του Λος Αντζελες μέχρι τις φάρμες του Τέξας, προφανώς κατανοούσε την τεράστια σημασία του φαίνεσθαι στη φωτογραφία.
Αν δεν είχε φύγει νωρίς από τη ζωή σε ηλικία 56 ετών (το 1984), θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς θα έβλεπε τη μετάλλαξη της τέχνης του τις τελευταίες δεκαετίες. Πώς θα σχολίαζε τους συναδέλφους του, που πλέον αφιερώνουν πιο πολλή ώρα στην επεξεργασία του υλικού με το photoshop παρά στην ίδια τη φωτογράφιση, αλλά και τους «φωτογράφους της διπλανής πόρτας», όσους δηλαδή απλώς έχουμε ένα κινητό με κάμερα, και τις αμέτρητες εφαρμογές που η τεχνολογία μας προσφέρει απλόχερα για να δείχνουμε πιο λεπτοί, πιο λαμπεροί, πιο νέοι. Για να μας θαυμάζουν και να μας ζηλεύουν.
H Nτανάι Μέρσερ, που ζει στο Ντουμπάι, είναι influencer με σχεδόν ένα εκατομμύριο ακολούθους στο Instagram. Η ίδια συστήνεται ως «ακτιβίστρια της αυτοπεποίθησης». Καθημερινά ανεβάζει φωτογραφίες στις οποίες αναδεικνύει όχι τα κάλλη αλλά τα υποτιθέμενα ψεγάδια της: κυτταρίτιδα, τοπικό πάχος, ραγάδες, ρυτίδες. Το κοινό της την αποθεώνει.
Στα σχόλιά τους οι γυναίκες την ευχαριστούν που τις εμψυχώνει. Κάποιες εκμυστηρεύονται ότι επί χρόνια παλεύουν με τη νευρική ανορεξία (που μόνο στις ΗΠΑ είναι η τρίτη συχνότερη νόσος στις εφήβους και οδηγεί στον θάνατο το 5-20% όσων νοσήσουν).
Η δημοτικότητα της Μέρσερ ολοένα και αυξάνεται, μαζί με το πελατολόγιό της, ενδεχομένως και το κασέ της, αφού μέσα από τα σόσιαλ μίντια διαφημίζει διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες. Αντάρτικο της κυτταρίτιδας με το αζημίωτο, δηλαδή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου