ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Το δάχτυλο στους λεπτοδείκτες


Οι δυό δαμασκηνιές είχαν ανθίσει, η κερασίτσα όχι ακόμη. Άρχιζαν να σκάνε τα ματάκια στα λεπτά κλαδιά. Πέρυσι έκανε συνολικά μισό κιλό κεράσια που φαγώθηκαν μεγαλοπρεπώς στο τραπέζι στα πορσελάνινα κουπάκια. Φέτος είχε προσδοκίες για περισσότερα. Φωτογράφισε τα ανθισμένα δέντρα, τράβηξε κι ένα κλαδί για να πέσουν τα πέταλα βροχή. Της μιας τα άνθη την τρίτη μέρα πήραν να μαραίνονται, της άλλης κρατούσαν ακόμη.Την τέταρτη μέρα ξύπνησε με την αυλή χιονισμένη, Απρίλη μήνα. Χιόνι λείο, απαλό, σχεδόν μισό μέτρο. Φόρεσαν σκουφιά οι φανοστάτες και βαριές λευκές στρώσεις οι επίπεδες επιφάνειες. Τα δέντρα φορτώθηκαν με ατέλειωτο, βαρύ χιόνι.

Το απόγευμα είδε το μοιραίο σπάσιμο στην πρώτη δαμασκηνιά, που δίπλωσε στο έδαφος το δεύτερο κλαδί αφήνοντας το δέντρο ασύμμετρο κι αδειανό. Πήγε βιαστικά στη δεύτερη. Εκεί το βάρος έσπασε το κεντρικό κλαδί αφήνοντας τα ακριανά σαν απλωμένα χέρια. Και οι δύο δαμασκηνιές έγιναν μέσα σε λίγη ώρα, από χάρμα οφθαλμών, σαν ταλαιπωρημένες σύζυγοι. Πρέπει πια να κλαδευτούν για να μη δίνουν στόχο.  


Κοίταξε με στοργή την κερασιά. Το χιόνι γλίστρησε όλο κι άφησε τα κλαδιά απείραχτα και τα μάτια, πράσινα, ζωηρά. Ποιός ξέρει, μπορεί και να σωθεί, μπορεί να μην ανθίσει καν. Στη νέα αυτή κατάσταση της αυλής  προστέθηκε ένα λευκό φως που γέμισε το σπίτι από την αντανάκλαση του χιονιού κι ο ήχος από τα ρυάκια που σχηματίστηκαν, καθώς το νερό έψαχνε την κατηφόρα. Για δυό μέρες ξεχάστηκε η επιδημία. Η τηλεόραση εξακολούθησε να παίζει και οι διαφημίσεις με το μήνυμα “μένουμε σπίτι” να ακούγονται επαναλαμβανόμενα, ασταμάτητα, σε σημείο που να αφήνουν τρία αποσιωπητικά στο τέλος, πώς είναι κάτι παραπάνω ή κάτι φοβερότερο από αυτό που λένε ότι είναι.

Τα σπασμένα κλαδιά κόπηκαν, από τα μάτια έσκασαν μπουμπούκια.  


Η τηλεόραση έχει περισσότερα μηνύματα με περισσότερες ήρεμες φωνές, σαν να μιλούν σε ασθενείς με νευρική κρίση. Δεν υπάρχει τόνος και μπρίο. Ήρεμες, καθησυχαστικές φωνές, για ψυχές που τρώγονται με τα ρούχα τους στην απομόνωση. Οι ώρες περνούν, από το πρωί μέχρι το βράδυ μια δρασκελιά, πρωί και βράδυ το ίδιο. Περνούν μέρες και βδομάδες, περνούν για να περάσουν. 


Οι φωνές λένε στο τρίτο πληθυντικό τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε, σαν να τα ’χουμε μαζί αποφασίσει. 


Δεν μπορούμε να ζούμε, παρά μόνο να κυλάμε τον καιρό, μέχρι να πούμε όλοι μαζί ότι κάτι περισσότερο μπορούμε στο στάδιο αυτό, σαν τους ασθενείς που τους βγάζουν τον ορό και μπορούν να φάνε τώρα ένα γιαούρτι ή μισό ροδάκινο κομπόστα. Μετά μια βόλτα χωρίς μήνυμα και μετά ξανά πίσω στο σχολείο σαν να ‘ναι η πρώτη μέρα, η πρώτη φορά που μπαίνουμε στην τάξη. 


Οι ήρεμες φωνές δεν λένε, όμως, ότι όλα θα είναι διαφορετικά.  


Στην πρώτη ελεύθερη βόλτα, ο κόσμος θα έχει αλλάξει. Δεν θα γυρίσουμε πουθενά, γιατί εκείνο που ήταν, θα είναι τώρα κάτι άλλο.  


Θα έχουν πήξει στο διαδίκτυο οι πλανταγμένες καρδιές και τα παιδιά θα λαχταρούν δάσκαλο με σάρκα και οστά κι ας μιλάει τα ελληνικά της Μενεγάκη.  


Στο διαδίκτυο λένε πολλά λόγια. Λένε τα πάντα και τίποτα, λατρεύουν και πετροβολούν βγάζοντας μουρμπουλήθρες. Πρέπει να γραφτείς σε εκατό μεριές, να βγάλεις κωδικούς, να τους γράφεις διαρκώς στο τεφτέρι για να μην τους ξεχνάς. Ο υπολογιστής είναι παλιός και δεν ανοίγει όλες τις σελίδες. Γυρνάς όλο τον κόσμο και βλέπεις στιγμιότυπα που σου στέλνουν. Ίλιγγος. Παραείναι κοντά, παρά είναι πολλές οι εικόνες, παραείναι τίποτα. Ένας άδειος ψηφιακός κόσμος με νήματα που σου σφίγγουν το μυαλό σαν ιστός υφασμένος από πολλές αράχνες.  


Απλώς να ζούμε. Έτσι λένε οι ήρεμες, ελεγχόμενες φωνές.  


Το φετεινό θάνατο...


 δεν θα τον πατήσει κανείς βροντώντας την πατούσα. Θα έπρεπε να το λένε σε τετραγωνάκι στο πάνω μέρος της οθόνης: η εικόνα που θα δείτε σε watch party δεν έχει σχέση με το πραγματικό βίωμα.

Δεν σου αρέσει η άνοιξη αυτή, δεν θέλεις.  


Δεν έχει νόημα να κυνηγάς το λεπτοδείκτη με το νύχι. Μπορείς να τον πατήσεις, θα σου γαργαλήσει λίγο το δάχτυλο, αλλά ο χρόνος του μετά ξεκίνησε ήδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου