ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Θεογονίες

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΩΜΕΝΙΔΗ

«Δεν βρέθηκε καν το πτώμα του. Αλλοι λένε ότι του την έδωσε κι ανέβηκε στο βουνό και τον έφαγαν τα θηρία. Αλλοι ότι τον φόλιασε ένας γείτονας – έτσι, από σκέτο γινάτι – και τον φούνταρε στη θάλασσα. Κάποιοι ισχυρίζονται πως τον φαρμάκωσε ο ίδιος ο προπάππους μας! Και τον παράχωσε, νύχτα, στο περιβόλι. Γιατί; Επειδή, λέει, δεν άντεχε να τον βλέπει να γερνάει. Να τυφλώνεται, να σούρνεται… Τον αγαπούσε, κουτάβι τον είχε πάρει από κάτι τσοπάνηδες. Είχε όμως το δικαίωμα να τον σκοτώσει; Δεν θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια…»
 
«Ποια αλήθεια, μωρέ ξάδελφε; Μου μιλάς τόση ώρα για έναν σκύλο που ψόφησε πριν από ενενήντα χρόνια;»
 
«Λυκόσκυλο ήταν, γνήσιο! Από πατέρα λύκο!» κατέβασε, με ύφος πένθιμο σχεδόν, το ποτήρι του.

Δεν ξέρω εσείς. Εγώ τα οικογενειακά τσιμπούσια, Χριστούγεννα και Πάσχα, δεν τα χάνω. Δεν έχω αδέλφια, οι γονείς μου έχουν πεθάνει, οι συναθροίσεις συνεπώς γύρω από ένα τραπέζι ξέχειλο από λιχουδιές με ξαναβαφτίζουν στο ποτάμι όπου ανήκω. Μου υπενθυμίζουν τους δεσμούς με πρόσωπα που δεν συναναστρέφομαι συχνά, που οι προσωπικές μας διαδρομές μπορεί να ‘ναι εντελώς ασύμπτωτες, έχουμε ωστόσο ίδια ρίζα, κοινή αναφορά σε ένα απώτερο ή απώτατο παρελθόν. Φοράω τα γιορτινά μου, αγοράζω κρασιά και σπεύδω. Παίρνω μαζί τη θυγατέρα μου και την καλή μου – «ό,τι και αν ακούτε», τις προετοιμάζω, «θα χαμογελάτε, τις χρονιάρες μέρες οι άνθρωποι ξύνουν τα νύχια τους για καβγά…».

Το έχω δει χίλιες φορές το έργο. Τα ξαδέλφια πιάνονται για τα πολιτικά, ο θείος δεν διστάζει να ρωτήσει τη μικρανεψιά πότε επιτέλους θα παντρευτεί, ο χαζός της οικογενείας μάς κοκορεύεται ότι αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο – «άρχισες πάλι τα δάνεια;» τον κατσαδιάζει ο αδελφός της μάνας του.

Ξεκινάει έπειτα το παιχνίδι «ποιος μοιάζει σε ποιον». Ολα τα βλέμματα πέφτουν στα παιδιά, αξονική τομογραφία τούς κάνουν οι πρεσβύτεροι. «Η Νίκη πήρε τα μαλλιά σου!» θριαμβολογεί μια ξαδέλφη μου. «Και το πρόσωπο της μαμάς της» την πικάρω. «Λάθος! Εχει το «τούτο» της δικής σου μάνας!» (Μισόν αιώνα τώρα, δεν έμαθα τι είναι το «τούτο»…). «Ασε που η μύτη της, μεγαλώνοντας, μάλλον στο σόι μας θα φέρνει» το χοντραίνει η ξαδέλφη. «Μην της το εύχεσαι!» εξανίσταμαι. «Γιατί;» απορεί ειλικρινά. «Δεν της αρέσει; Ας τη μικρύνει». Η μύτη αποτελεί το σήμα κατατεθέν της οικογένειας. Οσο πιο μελιτζανοειδής είναι, τόσο πιο καθαρόαιμος λογίζεσαι.

Περνάμε, στη συνέχεια, στους πεθαμένους. Στους γενάρχες. Σε εκείνους που δεν συναντήσαμε, μα μας κοιτάζουν αυστηρά από τις κορνίζες. Πέφτουν στο τραπέζι οι πιο σημαντικές και ασήμαντες – και αντιφατικές – πληροφορίες. «Πριν κλείσει τα σαράντα, έπαθε ο προπάππους μας δύο μικρά εγκεφαλικά. Εκτοτε άλλαξε εντελώς τη δίαιτά του, έκοψε το κρέας. Ετσι έφτασε σχεδόν τα εκατό…». «Ο προπάππους κάπνιζε ογδόντα τσιγάρα την ημέρα. Εβαζε τον παραγιό του και του τα ‘στριβε αποβραδίς…». «Η προγιαγιά μας ήταν υιοθετημένη. Την είχε βρει ο θετός πατέρας της, κοριτσάκι, έξω από τη συναγωγή όταν μπήκε ο Ελληνικός Στρατός στη Λάρισα, το 1881. Εξού και οι μύτες μας…». «Τι λες, παιδί μου; Αφού ο αδελφός της είχε γίνει καλόγερος! Δέχονται Εβραίους στο Αγιον Ορος;». «Θα είχε κι εκείνος εκχριστιανιστεί…». «Μπούρδες! Ακούστε καλύτερα πώς έφτιαξε την περιουσία του ο προπάππους: ασκούσε στα νιάτα του χρέη και γιατρού. Αντί χρημάτων, ζητούσε από όποιον θεράπευε μία λωρίδα από το κτήμα του. Ετσι βρέθηκε να κατέχει γη σε ολόκληρη την περιφέρεια. Πολιτικά; Από τους πρώτους στα μέρη μας που εντάχθηκαν στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Κι ο μόνος στο χωριό ο οποίος επιδεικτικά απείχε από το Ανάθεμα κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1916…». «Και ο παππούς μου πώς έγινε σοσιαλιστής;». «Δώσε βάση…».

Ιστορίες αληθινές, ιστορίες παραλλαγμένες, ιστορίες που έχουν πλεχτεί γύρω από έναν κόκκο αλήθειας από τη φαντασία των κατοπινών. Κι εσείς, στα οικογενειακά τραπέζια, θα ακούτε πλήθος τέτοιες και θα σας είναι αδύνατον να βγάλετε άκρη. Ποιος ερωτεύτηκε ποια, ποιοι αδίκησαν ποιους, γιατί τα μυστικά μας θάφτηκαν κι οι λίρες μας ξοδεύτηκαν.

Λένε ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν λησμονηθούν οριστικά. Στον τόπο μας οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ. Μεταμορφώνονται ύστερα από δύο ή τρεις γενιές σε...
 
 
 μυθικές φιγούρες. Σε μικρούς, εφέστιους θεούς.  
 
Αντανακλώνται στα πρόσωπα και στα λόγια των απογόνων τους. Αφήνουν τις πιο απίθανες παρακαταθήκες. «Η προγιαγιά μου είχε το τέλειο στήθος – στον γάμο της δεν φορούσε σουτιέν!» είπε η ανιψιά μου στον πατέρα της, διεκδικώντας – στα δεκάξι της – να κάνει μπάνιο τόπλες. «Πού το άκουσες αυτό;». «Στης θείας Μάρως την Πρωτοχρονιά!».

Στα οικογενειακά τραπέζια, στις γιορτές, συντελούνται θεογονίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου