Ο Μάνος Βουλαρίνος γράφει για τη στάση ζωής «ρουφιάνος δεν γίνομαι»
Χτες το βράδυ, στο διαμέρισμα πάνω από το δικό μου έπεσε πάλι πολύ ξύλο. Ο γείτονας έδειρε τη γυναίκα του όπως κάνει σχεδόν κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό. Αυτή ούρλιαζε και φώναζε βοήθεια, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Την πρώτη φορά που την πλάκωσε στο ξύλο φωνάξα «τι συμβαίνει;» και τον άκουσα να της λέει «μας ακούσανε καριόλα» και να την τραβάει στο μέσα δωμάτιο. Και μετά κάτι πνιχτά βογγητά. Από τότε το ξύλο πάει σύννεφο κι εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Κάποιος μου είπε να πάρω τηλέφωνο την αστυνομία, αλλά εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι.
Το πρωί κάποιος είχε κλείσει με ένα τζιπ την πόρτα του γκαράζ της πολυκατοικίας. Κόρναρα κανα 10λεπτο αλλά δεν εμφανίστηκε κανείς. Άφησα το αυτοκίνητο και πήγα προς τη στάση του λεωφορείου. Σκέφτηκα να πάρω την τροχαία να του το σηκώσει, αλλά εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι.
Στη δουλειά έκανα πολύ παρέα με τον Κωστή. Τους τελευταίους δύο μήνες τον αποφεύγω. Από τότε δηλαδή που κοίταξα πάνω από την πλάτη του στον υπολογιστή και είδα ότι χάζευε κάτι γυμνά κοριτσάκια. Ούτε σχολείο δεν θα πήγαιναν. Ο Κωστής είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη. Καμιά φορά σκέφτομαι το παιδί του και κάτι με πιάνει. Αλλά δεν λέω σε κανέναν τίποτα. Εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι.
Στο βάθος της μεγάλης αίθουσας που είναι τα γραφεία μας δουλεύει η Μυρτώ. Η Μυρτώ κυκλοφορεί με καροτσάκι εδώ και 3 χρόνια. Από τότε που ένα αυτοκίνητο πέρασε με κόκκινο όταν εκείνη διέσχιζε το δρόμο και την έστειλε στο απέναντι οικόπεδο. Ο οδηγός πάτησε γκάζι κι έφυγε και κανείς από όσους ήταν μπροστά δεν είδε την πινακίδα. Ή ίσως απλώς να μην ήθελαν να γίνουν ρουφιάνοι. Τις προάλλες φύγαμε την ίδια ώρα από τη δουλειά και προχωρήσαμε μαζί για λίγα μέτρα. Μέχρι τη διάβαση που ήταν κλειστή από δυο μηχανές. Η Μυρτώ δεν μπορούσε να περάσει κι έβγαλε το κινητό να πάρει το 100. Της είπα ψέματα ότι βιαζόμουν κι έφυγα. Δεν ήθελα να νομίζει κανείς ότι είμαι ρουφιάνος.
Τις προάλλες ήμουν για ποτά κάπου στο κέντρο. Καθώς γύρναγα, σ’ ένα κάπως απόμερο στενό δύο τύποι είχαν στριμώξει μια κοπέλα. Ο ένας της κρατούσε το στόμα και ο άλλος την πασπάτευε. Δεν έβλεπα καλά και δεν κατάλαβα αν ήθελε να της βγάλει το παντελόνι ή έψαχνε τις τσέπες της για λεφτά. Ήταν πολύ γεροδεμένοι και οι δύο και δεν πλησίασα. Ούτε φυσικά ειδοποίησα κανέναν. Όπως είπα, εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι. Εδώ δεν ρουφιάνεψα τότε που πέντε μπάτσοι είχαν σταματήσει για έλεγχο μια παρέα πιτσιρικάδων και τους έκαναν καψόνια. «Καλά κάνεις και φοβάσαι μαλακισμένο... έτσι πρέπει... να βλέπεις στολή και να τρέμεις» φώναζε ο ένας, «κοιτά πόσο χέστες είναι τα φλωράκια» γέλαγε ο άλλος. Σκέφτηκα να τραβήξω βίντεο με το κινητό και να το ανεβάσω ή να το δώσω να το ανεβάσει άλλος, αλλά αυτό θα με έκανε ρουφιάνο κι εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι.
Απόψε το βράδυ λέω να πάω σε ένα καφέ μπαρ που ανακάλυψα πρόσφατα και πολύ μου αρέσει. Τη τελευταία φορά που ήμουν εκεί έγινε ένα επεισόδιο, αλλά δεν δίνω σημασία. Ένας τύπος στο διπλανό τραπέζι κάπνιζε και όταν του ζήτησα να το σβήσει μου είπε να πάω να γαμηθώ κι αυτός γουστάρει να καπνίζει και κανείς δεν θα του πει τι να κάνει κι άμα θέλω να πάρω το 1142. Του είπα πως δεν είμαι ρουφιάνος, αλλά τον παρακαλώ αν μπορεί να το σβήσει γιατί με ενοχλεί. Μου είπε να το βουλώσω γιατί εκτός από καπνό θα αρπάξω και σφαλιάρες. Πήγα και έκατσα σε ένα τραπεζάκι στην άλλη άκρη και το επεισόδιο έληξε εκεί. Θα πάω και σήμερα και θα προσέξω πού θα κάτσω.
Γυρίσα πριν λίγο από τη δουλειά και...
Χτες το βράδυ, στο διαμέρισμα πάνω από το δικό μου έπεσε πάλι πολύ ξύλο. Ο γείτονας έδειρε τη γυναίκα του όπως κάνει σχεδόν κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό. Αυτή ούρλιαζε και φώναζε βοήθεια, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Την πρώτη φορά που την πλάκωσε στο ξύλο φωνάξα «τι συμβαίνει;» και τον άκουσα να της λέει «μας ακούσανε καριόλα» και να την τραβάει στο μέσα δωμάτιο. Και μετά κάτι πνιχτά βογγητά. Από τότε το ξύλο πάει σύννεφο κι εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Κάποιος μου είπε να πάρω τηλέφωνο την αστυνομία, αλλά εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι.
Το πρωί κάποιος είχε κλείσει με ένα τζιπ την πόρτα του γκαράζ της πολυκατοικίας. Κόρναρα κανα 10λεπτο αλλά δεν εμφανίστηκε κανείς. Άφησα το αυτοκίνητο και πήγα προς τη στάση του λεωφορείου. Σκέφτηκα να πάρω την τροχαία να του το σηκώσει, αλλά εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι.
Στη δουλειά έκανα πολύ παρέα με τον Κωστή. Τους τελευταίους δύο μήνες τον αποφεύγω. Από τότε δηλαδή που κοίταξα πάνω από την πλάτη του στον υπολογιστή και είδα ότι χάζευε κάτι γυμνά κοριτσάκια. Ούτε σχολείο δεν θα πήγαιναν. Ο Κωστής είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη. Καμιά φορά σκέφτομαι το παιδί του και κάτι με πιάνει. Αλλά δεν λέω σε κανέναν τίποτα. Εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι.
Στο βάθος της μεγάλης αίθουσας που είναι τα γραφεία μας δουλεύει η Μυρτώ. Η Μυρτώ κυκλοφορεί με καροτσάκι εδώ και 3 χρόνια. Από τότε που ένα αυτοκίνητο πέρασε με κόκκινο όταν εκείνη διέσχιζε το δρόμο και την έστειλε στο απέναντι οικόπεδο. Ο οδηγός πάτησε γκάζι κι έφυγε και κανείς από όσους ήταν μπροστά δεν είδε την πινακίδα. Ή ίσως απλώς να μην ήθελαν να γίνουν ρουφιάνοι. Τις προάλλες φύγαμε την ίδια ώρα από τη δουλειά και προχωρήσαμε μαζί για λίγα μέτρα. Μέχρι τη διάβαση που ήταν κλειστή από δυο μηχανές. Η Μυρτώ δεν μπορούσε να περάσει κι έβγαλε το κινητό να πάρει το 100. Της είπα ψέματα ότι βιαζόμουν κι έφυγα. Δεν ήθελα να νομίζει κανείς ότι είμαι ρουφιάνος.
Τις προάλλες ήμουν για ποτά κάπου στο κέντρο. Καθώς γύρναγα, σ’ ένα κάπως απόμερο στενό δύο τύποι είχαν στριμώξει μια κοπέλα. Ο ένας της κρατούσε το στόμα και ο άλλος την πασπάτευε. Δεν έβλεπα καλά και δεν κατάλαβα αν ήθελε να της βγάλει το παντελόνι ή έψαχνε τις τσέπες της για λεφτά. Ήταν πολύ γεροδεμένοι και οι δύο και δεν πλησίασα. Ούτε φυσικά ειδοποίησα κανέναν. Όπως είπα, εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι. Εδώ δεν ρουφιάνεψα τότε που πέντε μπάτσοι είχαν σταματήσει για έλεγχο μια παρέα πιτσιρικάδων και τους έκαναν καψόνια. «Καλά κάνεις και φοβάσαι μαλακισμένο... έτσι πρέπει... να βλέπεις στολή και να τρέμεις» φώναζε ο ένας, «κοιτά πόσο χέστες είναι τα φλωράκια» γέλαγε ο άλλος. Σκέφτηκα να τραβήξω βίντεο με το κινητό και να το ανεβάσω ή να το δώσω να το ανεβάσει άλλος, αλλά αυτό θα με έκανε ρουφιάνο κι εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι.
Απόψε το βράδυ λέω να πάω σε ένα καφέ μπαρ που ανακάλυψα πρόσφατα και πολύ μου αρέσει. Τη τελευταία φορά που ήμουν εκεί έγινε ένα επεισόδιο, αλλά δεν δίνω σημασία. Ένας τύπος στο διπλανό τραπέζι κάπνιζε και όταν του ζήτησα να το σβήσει μου είπε να πάω να γαμηθώ κι αυτός γουστάρει να καπνίζει και κανείς δεν θα του πει τι να κάνει κι άμα θέλω να πάρω το 1142. Του είπα πως δεν είμαι ρουφιάνος, αλλά τον παρακαλώ αν μπορεί να το σβήσει γιατί με ενοχλεί. Μου είπε να το βουλώσω γιατί εκτός από καπνό θα αρπάξω και σφαλιάρες. Πήγα και έκατσα σε ένα τραπεζάκι στην άλλη άκρη και το επεισόδιο έληξε εκεί. Θα πάω και σήμερα και θα προσέξω πού θα κάτσω.
Γυρίσα πριν λίγο από τη δουλειά και...
βρήκα τον γιο μου να κλαίει. Όταν τον ρώτησα τι έχει μου είπε ότι τον ξανατραμπούκισαν στο σχολείο. Τον απείλησαν ότι θα τον πλακώσουν στο ξύλο αν δεν τους έκανε το μοντέλο στην πασαρέλα γιατί «είναι μια τέτοια πουστάρα μόνο γι αυτά είναι». Ο «αρχηγός» των τραμπούκων είναι δυο χρόνια μεγαλύτερος, αλλά μόνο μια τάξη πιο πάνω. Έχει μείνει. Τον γιο μου τον τραμπούκισαν ξανά πριν ένα μήνα. Τότε έψαξα να βρω τον πατέρα του «αρχηγού» να του μιλήσω. Όταν του είπα τι έγινε γέλασε και είπε «ε παιδιά είναι». Του είπα ότι αυτές οι δήθεν πλάκες δεν είναι παιδικές, είναι βασανιστήρια κι εκείνος μου έπιασε το χέρι, το έσφιξε μέχρι που άρχισα να πονάω και μου είπε «η ζωή είναι γεμάτη βάσανα, όσο πιο νωρίς το μάθει το πουστράκι σου, τόσο το καλύτερο». Τώρα το παιδί μου κλαίει και μου λέει ότι θα πάει να μιλήσει στον διευθυντή γιατί δεν αντέχει άλλο.
Τον παίρνω στην αγκαλιά μου.
«Δεν θα πεις σε κανέναν τίποτα. Θα κάνεις υπομονή. Έτσι είναι η ζωή. Ο πιο δυνατός θα κάνει αυτό που θέλει και δεν μπορείς εσύ να το αλλάξεις. Θα φας καμιά σφαλιάρα, θα υποχωρήσεις, θα αφήσεις να σε κοροϊδέψουν, θ’ αλλάξεις τραπέζι, θα ζητήσεις συγγνώμη εκεί που δεν φταις, θα κλείσεις τα αυτιά σου, θα κοιτάξεις αλλού, θα σκύψεις το κεφάλι, αλλά ρουφιάνος δεν θα γίνεις.»
Τον παίρνω στην αγκαλιά μου.
«Δεν θα πεις σε κανέναν τίποτα. Θα κάνεις υπομονή. Έτσι είναι η ζωή. Ο πιο δυνατός θα κάνει αυτό που θέλει και δεν μπορείς εσύ να το αλλάξεις. Θα φας καμιά σφαλιάρα, θα υποχωρήσεις, θα αφήσεις να σε κοροϊδέψουν, θ’ αλλάξεις τραπέζι, θα ζητήσεις συγγνώμη εκεί που δεν φταις, θα κλείσεις τα αυτιά σου, θα κοιτάξεις αλλού, θα σκύψεις το κεφάλι, αλλά ρουφιάνος δεν θα γίνεις.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου