ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΙΚΟ: Κακοί άνθρωποι με πούρα (Η απεχθής τέχνη της προπαγάνδας. Ένα μικρό ιστορικό από το 1924 στο σήμερα των ΣΥΡΙΖΑίων τσαρλατάνων)



Το 1924, ο κινηματογραφιστής Λεβ Κουλέσοφ πραγματοποίησε μια σειρά από πειραματικά φιλμάκια. 


Το πιο γνωστό: Πήρε ένα πλάνο με το σχετικά ανέκφραστο πρόσωπο ενός ηθοποιού και το «ταίριαξε» διαδοχικά με ένα πιάτο φαγητό, με ένα νεκρό παιδί και, τέλος, με μια γυναίκα ξαπλωμένη σε ένα ανάκλιντρο. Παρότι η έκφραση του ηθοποιού είναι απαράλλακτη (αφού πρόκειται για το ίδιο πλάνο), τα αισθήματά του −όπως τα αντιλαμβάνεται ο θεατής− αλλάζουν. Πρώτα πεινάει, έπειτα θλίβεται και στο τέλος διακατέχεται από ερωτική επιθυμία.



Με τον τρόπο αυτό, ο Κουλέσοφ έδειξε τη δύναμη που έχει το μοντάζ. Μια δύναμη που υπερβαίνει εκείνη της υποκριτικής και μπορεί να επιβάλλει στον θεατή σκέψεις, συναισθήματα και, το κυριότερο, ιδέες



Διάφοροι σκηνοθέτες της εποχής, στη Σοβιετική Ένωση και αλλού, εμπλούτισαν τις θεωρίες του Κουλέσοφ με δικά τους ανάλογα ευρήματα. Διεύρυναν έτσι τους ορίζοντες της τέχνης του σινεμά και έφτιαξαν σταδιακά μια πλούσια οπτική −και αργότερα οπτικοακουστική− εργαλειοθήκη.

 

Πολύ σύντομα, οι τεχνικές αυτές κλήθηκαν να υπηρετήσουν μια άλλη ανερχόμενη τέχνη: εκείνη της προπαγάνδας. Συχνά, άλλωστε, τα όρια ανάμεσα στην τελευταία και στο καλλιτεχνικό δημιούργημα ήταν ασαφή.  


Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι, αριστουργηματικές κατά τα άλλα, ταινίες του Σεργκέι Αϊζενστάιν, οι οποίες όχι σπάνια είναι και απίστευτα σχηματικές. Στην «Απεργία» (1925), ας πούμε, βλέπουμε όλους τους πλούσιους να κρατούν χοντρά πούρα και να τα καπνίζουν κάνοντας ακραίους μορφασμούς.


Οι δυνατότητες που παρέχει η συρραφή απλών και εύληπτων κινηματογραφικών εικόνων εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα στη ναζιστική Γερμανία. Για παράδειγμα, στο παροιμιώδους χυδαιότητας ντοκιμαντέρ «Der ewige Jude»(«Ο αιώνιος Εβραίος»), ο σκηνοθέτης Φριτς Χίπλερ δεν δίστασε να μοντάρει πλάνα αρουραίων που βγαίνουν από υπονόμους, με άλλα που δείχνουν Εβραίους να βαδίζουν στην πόλη. Ανάλογες τεχνικές, πάντως, χρησιμοποιήθηκαν −τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου, όσο και αργότερα− και στις δημοκρατίες της Δύσης.  



Τα χρόνια πέρασαν και η λέξη «προπαγάνδα» απέκτησε μια έντονα αρνητική χροιά. Οι φορείς εξουσίας όμως (κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, υποψήφιοι βουλευτές κ.λπ.) εξακολουθούν να προσφεύγουν στους διαφημιστές και στους κινηματογραφιστές για ένα προεκλογικό ή μετεκλογικό σποτ. Εκείνοι, πάλι, συνήθως αποφεύγουν τις ακραία σχηματικές καταστάσεις οι οποίες παραπέμπουν στο σκοτεινό παρελθόν. Τα σποτ, λοιπόν, ακολουθούν τις τρέχουσες τάσεις του κινηματογράφου και της διαφήμισης προσπαθώντας να μιλήσουν άμεσα, κλείνοντας όμως και το μάτι στον θεατή.

 

Ο τελευταίος γνωρίζει, βέβαια, ότι –όπως ακριβώς συμβαίνει με τις κοινές διαφημίσεις− βλέπει μια ωραιοποιημένη εκδοχή του προϊόντος.  


Παρ' όλα αυτά το πράγμα λειτουργεί. Μια έξυπνη και ταιριαστή με το κόμμα ή τον υποψήφιο διαφήμιση μπορεί να γείρει την πλάστιγγα.  


Όμως προσοχή! Δεν πρέπει κανείς να το παρακάνει γιατί ελλοχεύουν κίνδυνοι. Παράδειγμα, τα κάπως αυτοσαρκαστικά και εν τέλει αποτυχημένα σποτ της Λαϊκής Ενότητας στις τελευταίες εκλογές.  


Γενικά, στην Ελλάδα ακολουθείται μια μεικτή τεχνική με τα παλιά κλισέ και τα σύμβολα να σερβίρονται με ένα «μοντέρνο» τρόπο. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τον Αντώνη Σαμαρά να νουθετεί ως καλός πατερούλης τα παιδιά στο πάρκο, ή τον Πάνο Καμμένο να δείχνει στον μικρό και άβγαλτο Αλέξη πώς να χειρίζεται το τρενάκι...

 

Τα προεκλογικά σποτ του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μέχρι τώρα σχετικά επιτυχημένα. Είναι άλλωστε πολύ πιο εύκολο να χειριστείς κινηματογραφικά την «ελπίδα που έρχεται», από το να προσπαθείς να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα ή να κάνεις το άσπρο μαύρο.  


Τώρα όμως που τα πράγματα δυσκόλεψαν, η κυβέρνηση πραγματοποιεί ένα γερό άλμα προς τα πίσω και καταφεύγει στις παλιές, δοκιμασμένες συνταγές. Σε αυτό το πνεύμα κινείται το πρόσφατο προπαγανδιστικό σποτάκι για το μέρισμα.


Είναι δύσκολο να το δεις πλάνο-πλάνο δίχως να σε πιάσει μια αίσθηση ναυτίας. Τα περιστέρια που τσιμπολογούν τα ψίχουλα, οι πενταροδεκάρες στα ροζιασμένα χέρια των «φτωχών», το προβληματισμένο πρόσωπο του πρωθυπουργού, το λευκό του πουκάμισο, το υμνητικό σχόλιο της συνταξιούχου, το χοντρό πούρο στο χέρι του «πλούσιου», τα γέλια που ακούγονται πίσω από τις κλειστές πόρτες... Οι αστοχίες της παραγωγής (π.χ. το πλάνο με το χέρι του καπιταλιστή έχει ολοφάνερα γυριστεί στο γραφείο του πρωθυπουργού, ενώ πίσω από τον τελευταίο διακρίνονται και κάποιοι αφυγραντήρες πούρων – εντάξει, δεν είναι και Αϊζενστάιν ο σκηνοθέτης) δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερη δυσφορία.

 

Το ερώτημα είναι...

 αν όλα αυτά πετυχαίνουν τον σκοπό τους.  


Αν, δηλαδή, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που πείθονται από την αγνή και αμόλυντη προπαγάνδα.  


Φοβάμαι πως η απάντηση είναι ναι. Φαίνεται πως, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς υπάρχει μια τάση επιστροφής στα παλιά «καλά» κόλπα, αλλά και πολύς κόσμος που δεν μπορεί (ίσως και να μη θέλει) να κατανοήσει πόσο επικίνδυνο είναι αυτό το παιχνίδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου