Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Μέχρι προχθές υπήρχαν, χονδρικά, δύο σχολές
ανάγνωσης της σχέσης του πρωθυπουργού με την πιο ωμή έκφραση του
κυβερνητικού φρονήματος, τον πολακισμό:
Η πρώτη, και μάλλον αφελής, έλεγε ότι ο Τσίπρας απλώς ανέχεται τον υπουργό του, γιατί δεν θέλει, αποδοκιμάζοντάς τον ή σωφρονίζοντάς τον, έστω και παρασκηνιακά, να διαταράξει τις ενδοκυβερνητικές ισορροπίες.
Η δεύτερη σχολή έλεγε ότι ο πρωθυπουργός χρησιμοποιεί κυνικά τον Πολάκη ως οπαδοβοσκό για τα μυαλά που είναι κολλημένα στα κάγκελα του facebook.
Ο Τσίπρας εμφανιζόταν έτσι να συγχωρεί τα μέσα του Πολάκη περίπου ως αισθητική παρέκκλιση - ως σκόπιμη ανορθογραφία, προκειμένου να διατηρήσει την επαφή του με το κοινό που μπορεί να φλερτάρει εκλογικά με άλλες εκδοχές βαθυκόκκινης ή και εντελώς μαύρης διαμαρτυρίας.
Αυτά μέχρι προχθές. Γιατί από χθες αυτές οι αφ’ υψηλού προσεγγίσεις, που έψαχναν τη στρατηγική και τη χημεία στη σχέση του κυνηγού με το κυνηγόσκυλο, ισοπεδώθηκαν. Πρόκειται για μια απομυθοποίηση χωρίς μύθο, ανάλογη με εκείνη που είχε χρειαστεί σε ένα τμήμα της πολιτικής αγοράς για να καταλάβει τη σχέση του Τσίπρα με τον κυβερνητικό του εταίρο.
Τότε, όπως και τώρα, τα θύματα του τσιπρικού μύθου ρωτούσαν πόσον Καμμένο αντέχει ο πρωθυπουργός, όχι πόσον είχε ήδη εσωτερικεύσει.
Η απάντηση που έδωσε χθες ο ίδιος, ενστερνιζόμενος την αισθητική και τη ρητορική του υπουργού του, είναι περίπου αυτή: «Μην ρωτάτε πόσον Πολάκη μπορεί να καλύψει ο Τσίπρας· να ρωτάτε πόσον Πολάκη έτρεφε ήδη μέσα του».
Η ταύτιση δεν έχει σημασία επειδή είναι τάχα υφολογική.
Εχει σημασία και για την ουσία της - γιατί εκδηλώθηκε ως «άμυνα» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε μια απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Εχει σημασία γιατί επιβεβαιώνει πώς σκέφτεται η κυβέρνηση για τους θεσμούς· τι θέση έχει στο σύστημα της τσιπροπολακικής κουλτούρας μια Δικαιοσύνη που δεν ευθυγραμμίζεται με την τιμωρητική ατζέντα της κυβέρνησης.
Ούτε, όμως, αυτή ήταν μια «απομυθοποίηση» που δεν είχε κιόλας συντελεστεί ήδη πριν από την απόφαση για τις τηλεοπτικές άδειες - προτού καν εμφανιστεί σε νυχτερινό διάγγελμα η κυβερνητική εκπρόσωπος για να αναθεματίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας ως «μνημονιακό δικαστήριο».
Με γνώμονα αυτή την εμπειρία και όσα μεσολάβησαν, αξίζει κανείς να μετρήσει τα χθεσινά και να αναρωτηθεί: Τι είναι πιο σημαντικό; Οτι έχουμε μια κυβέρνηση που προβαίνει σε δημόσιο bullying εις βάρος της Δικαιοσύνης· ή ότι έχουμε μια Δικαιοσύνη που, παρά τις απόπειρες εκφοβισμού της, κάνει εν τέλει τη δουλειά της;
Τι μετράει περισσότερο; Οτι...
ένας υπουργός βρίζει το ΣτΕ, προδίδοντας ότι δεν υποψιάζεται καν τι είναι αυτό που βρίζει; Ή ότι το ΣτΕ τον αψηφά σαν αυτό που είναι: πολύ προσωρινός για να το πλήξει;
Η πρώτη, και μάλλον αφελής, έλεγε ότι ο Τσίπρας απλώς ανέχεται τον υπουργό του, γιατί δεν θέλει, αποδοκιμάζοντάς τον ή σωφρονίζοντάς τον, έστω και παρασκηνιακά, να διαταράξει τις ενδοκυβερνητικές ισορροπίες.
Η δεύτερη σχολή έλεγε ότι ο πρωθυπουργός χρησιμοποιεί κυνικά τον Πολάκη ως οπαδοβοσκό για τα μυαλά που είναι κολλημένα στα κάγκελα του facebook.
Ο Τσίπρας εμφανιζόταν έτσι να συγχωρεί τα μέσα του Πολάκη περίπου ως αισθητική παρέκκλιση - ως σκόπιμη ανορθογραφία, προκειμένου να διατηρήσει την επαφή του με το κοινό που μπορεί να φλερτάρει εκλογικά με άλλες εκδοχές βαθυκόκκινης ή και εντελώς μαύρης διαμαρτυρίας.
Αυτά μέχρι προχθές. Γιατί από χθες αυτές οι αφ’ υψηλού προσεγγίσεις, που έψαχναν τη στρατηγική και τη χημεία στη σχέση του κυνηγού με το κυνηγόσκυλο, ισοπεδώθηκαν. Πρόκειται για μια απομυθοποίηση χωρίς μύθο, ανάλογη με εκείνη που είχε χρειαστεί σε ένα τμήμα της πολιτικής αγοράς για να καταλάβει τη σχέση του Τσίπρα με τον κυβερνητικό του εταίρο.
Τότε, όπως και τώρα, τα θύματα του τσιπρικού μύθου ρωτούσαν πόσον Καμμένο αντέχει ο πρωθυπουργός, όχι πόσον είχε ήδη εσωτερικεύσει.
Η απάντηση που έδωσε χθες ο ίδιος, ενστερνιζόμενος την αισθητική και τη ρητορική του υπουργού του, είναι περίπου αυτή: «Μην ρωτάτε πόσον Πολάκη μπορεί να καλύψει ο Τσίπρας· να ρωτάτε πόσον Πολάκη έτρεφε ήδη μέσα του».
Η ταύτιση δεν έχει σημασία επειδή είναι τάχα υφολογική.
Εχει σημασία και για την ουσία της - γιατί εκδηλώθηκε ως «άμυνα» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε μια απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Εχει σημασία γιατί επιβεβαιώνει πώς σκέφτεται η κυβέρνηση για τους θεσμούς· τι θέση έχει στο σύστημα της τσιπροπολακικής κουλτούρας μια Δικαιοσύνη που δεν ευθυγραμμίζεται με την τιμωρητική ατζέντα της κυβέρνησης.
Ούτε, όμως, αυτή ήταν μια «απομυθοποίηση» που δεν είχε κιόλας συντελεστεί ήδη πριν από την απόφαση για τις τηλεοπτικές άδειες - προτού καν εμφανιστεί σε νυχτερινό διάγγελμα η κυβερνητική εκπρόσωπος για να αναθεματίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας ως «μνημονιακό δικαστήριο».
Με γνώμονα αυτή την εμπειρία και όσα μεσολάβησαν, αξίζει κανείς να μετρήσει τα χθεσινά και να αναρωτηθεί: Τι είναι πιο σημαντικό; Οτι έχουμε μια κυβέρνηση που προβαίνει σε δημόσιο bullying εις βάρος της Δικαιοσύνης· ή ότι έχουμε μια Δικαιοσύνη που, παρά τις απόπειρες εκφοβισμού της, κάνει εν τέλει τη δουλειά της;
Τι μετράει περισσότερο; Οτι...
ένας υπουργός βρίζει το ΣτΕ, προδίδοντας ότι δεν υποψιάζεται καν τι είναι αυτό που βρίζει; Ή ότι το ΣτΕ τον αψηφά σαν αυτό που είναι: πολύ προσωρινός για να το πλήξει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου