ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Όλοι μαζί δεν τα φάγαμε, αλλά όλοι μαζί βάλαμε το χεράκι μας για να πτωχεύσει η χώρα

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ


Για να ΄μαστε συνεννοημένοι. Πείνα δε γνώρισε η γενιά μας. Αυτό μας έλειπε. Τα οικογενειακά τραπέζια μας ξεχειλίζανε ντόπια κρέατα, ζυμαρικά, λαχανικά και όλων των λογιών τα φρούτα. Ίσως στις μπανάνες υστερούσαμε λίγο, αλλά πήγαιναν που και που οι γονείς μας στα Μπίτολα και επέστρεφαν με σακκούλες γεμάτες απο το εξωτικό αυτό έδεσμα. Το 90% των διατροφικών μας αναγκών το καλύπταμε, ενώ  και οι στερήσεις μας ήταν μετρημένες και αυτές. Ίσαμε κάποιο αντικείμενο που είχε ο διπλανός συμμαθητής μας, μια κασετίνα ας πούμε με τίποτα μαγνητάκια και πολλά κουμπιά, και όχι εμείς.


Για τέτοιες γελοίες στερήσεις συζητάμε. Με μια πλεχτή καζάκα της γιαγιάς και δυο ζευγάρια φόρμες από κάποιο πανέρι λαικής, έτσι φτιάξαμε τα παιδικά μας χρόνια. Και αργότερα, στις εφηβείες, ήρθε και το καλό μας τζιν, Levis κατά προτίμηση, άντε και κανα Diesel,  στρωμένο στο μεσαίο ράφι της ντουλάπας, ένα ζευγάρι αθλητικά της Nike, στο ράφι από κάτω, και ένα γιλέκο, μαύρο, δερμάτινο και καλοσιδερωμένο στην κρεμάστρα από πάνω. Για ένα ραντεβού, για μια έξοδο Σαββάτου, για μια υπόνοια ακριβής ζωής. Και κάποιο θάμα, ας το χρεώσουμε στην Παναγιά την Φαρμακολύτρα, μας έφτασε εως τις μέρες μας γερούς και καλοζωισμένους. Ούτε φυματικοί γινήκαμε, ούτε κουτσοί, ούτε στραβοί, ούτε κανα κουσούρι πάνω μας να ανοιγοκλείνει σαν φωτεινή επιγραφή. Δοξα σοι ο Θεός καλά είμαστε και καλά φτάσαμε στο λιγάκι παρακάτω.


Και κάπου εκεί ήρθανε τα νήματα της εποχής, αυτά τα αόρατα, τα συφοριασμένα, και άρχισαν να μας κουνάνε όλους σε αλλόκοτους ρυθμούς. Και εμείς, μικροί κομπάρσοι, βρεθήκαμε πάνω σε μια λαμπερή σκηνή, γεμάτη  φώτα εκτυφλωτικά, εντυπωσιακά σκηνικά, χορευτικά εξωτικής λαγνείας και δεν ξέραμε αν το κούνημα γινότανε με χάρη ή αν ξεφτιλιζόμασταν και δεν το παίρναμε χαμπάρι. 


Αργότερα μάθαμε πως απλά ξεφτιλιζόμασταν καθώς κουνιόμασταν σαν μπαλαρίνες τρίτης κλάσης. Το ΄νιωθες το κλίμα του χοντροκομμένου γύρω σου


Ο κύριος Μενέλαος, υπάλληλος καριέρας στο Υπουργείο, μακρινός ξάδελφος του μπαμπά από την μεριά της μάνας του, και μέσα σε λίγα χρόνια – καριέρας πάντα- ξεμύτισε στο χωριό με ένα μαύρο, πέντε μέτρα τζιπ, που το ζήλεψε ακόμα και ο πάντα εγκρατής πατέρας μου. Το κοίταζε όλο το χωριό και καμάρωνε για τον Μενέλαο που ξεκίνησε ξυπόλυτο αλητόπαιδο από τον μαχαλά των Κασκουραίων και μέσα σε λιγότερο από μισό αιώνα – καριέρας πάντα- κατάφερε να εξασφαλίσει τη δική του καλοπέραση, της γενιάς που ζούσε δίπλα του και της γενιάς που θα ερχόταν στο κατόπι. 


Ένα Πάσχα θυμάμαι τον ρώτησε ο πατέρας:


–         Κρατιέσαι καλά ξάδερφε. Πως τα κατάφερες, αλήθεια;


Ο ξάδερφος πήρε εκείνο το περισπούδαστο ύφος του ηλίθιου που περνιέται για κάτι σημαντικό, ύφος τόσο οικείο στις μέρες μας που δεν υπάρχει ελληνική οικογένεια που να μην φιλοξενεί στο σπίτι της ένα τουλάχιστον τέτοιο ύφος, και άρχισε να εκθειάζει το κόμμα που κατάλαβε γρήγορα την αξία του και τον προώθησε στα ρετιρέ της εξουσίας. Διευθύνων σύμβουλος σε δημόσιο οργανισμό.


–         Καλά, ρε ξάδερφε. Και τι πτυχία έχεις εσύ που σου άνοιξαν τέτοιες πόρτες; Εμείς με ένα πτυχίο των Οικονομικών και ένα δεύτερο της Νομικής δεν καταφέραμε ποτέ μας να τις διαβούμε.


–         Πτυχία; Α, ξάδερφε. Εδώ θα τα χαλάσουμε. Τι τα θες τα παλιόχαρτα;
Λες και αυτοί που τα είχαν προηγουμένως έκαναν κάτι σπουδαίο. Λοιπόν, άκου. Αυτό που μετράει εκεί έξω είναι να κατέχεις την επιστήμη του πεζοδρομίου. Να γρικάς στα κρυφά τι λέει ο κόσμος στα καφενεία και τις παρέες του και να έρχεσαι μετά εσύ, γαλαντόμος και κιμπάρης, και να του ξεφουρνίζεις στα φανερά ό,τι θέλει να ακούσει.


Ο πατέρας τον κοιτούσε σιωπηλός. Όση ώρα ο ξάδερφος ξεφούρνιζε όλες αυτές τις ανοησίες  ο πατέρας έριξε το βλέμμα του πέρα μακριά στα καβάκια που έζωναν το χωριό της μαμάς από παντού. «Κυπαρίσσια θέλανε να γίνουνε τα δύσμοιρα αλλά καβάκια μείνανε».


Χαμογέλασε και γύρισε στον ξάδερφο. Είχε αναψοκοκκινήσει από την προσπάθειά του να πείσει τους συγγενείς που είχαν μαζευτεί γύρω μας πως ένας χαζός δικαιούται να γίνει διευθύνων σύμβουλος ενός δημόσιου οργανισμού και στο στόμα του είχαν αρχίσει να εμφανίζονται εκείνα τα άσπρα στίγματα στις φαγωμένες, από τον χρόνο, γωνίες του , σαν να προσπαθούσε η φύση να κολλήσει τα χείλη μεταξύ τους για να μην ξεστομίζουνε βλακείες. Στο τέλος, βέβαια, έπεισε τους περισσότερους από τους συγκεντρωμένους, οι οποίοι στο πρόσωπο του ξάδερφου έβλεπαν μια διέξοδο για τους ίδιους και τα παιδιά τους.
«Αφού τα κατάφερε αυτός, χωρίς πτυχία, θα τα καταφέρουμε κι εμείς».


Και το μικρόβιο της καριέρας χωρίς προσόντα κόλλησε και τους επόμενους και ήρθε η σειρά των μεθεπόμενων, μέχρι να προσβληθούν όλοι από αυτήν την ανίατη αρρώστια που δεν σε πεθαίνει βέβαια, αλλά σε καταντά παράλυτο στην σκέψη και υπερκινητικό στην πόζα.


Η εποχή είχε ρίξει πάνω μας την σκιά της και οι άνθρωποι που είχαν λίγη παραπάνω εξουσία, σκιαγραφούσαν τις ζωές μας. Δεν ήταν εύκολο να ξωκείλεις από εκείνη την ρότα στην οποία έμπαιναν όλοι και η οποία καθόριζε το ποιος θα έπαιρνε το δικό του μερίδιο στην επιτυχία. 

Σαν το προσπαθούσες σε κοιτούσαν όλοι σαν τον τρελό του χωριού -και εσύ διάολε δεν ήρθες στον κόσμο αυτό για να περνιέσαι για τρελός. Συνήθιζες σιγά σιγά όλο αυτό που συνέβαινε γύρω σου.


Πρώτα οι λέξεις άλλαζαν και κατόπιν το μυαλό. Και μετά οι εκφράσεις του προσώπου, οι συνήθειες, οι ηθικές, τα πάθη. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο από όλον εκείνο τον χαμό. 


Στην αρχή άνθρωποι σαν τον πατέρα μου πιστέψανε πως οι αλλαγές αυτές χρειάζονταν. Πως η ιστορία χρώσταγε σε πολλούς ανθρώπους μια κάποια ανταπόδοση για τα χρόνια εκείνα που οι ζωές τους βολόδερναν σε ένα περιθώριο. Υπήρχε μια σχετική ανοχή, ίσως και κάποια ελπίδα για αυτό που ερχότανε.


Τους έβλεπες τους ανθρώπους γύρω σου, με μια αψάδα στο πρόσωπο και μια αγένεια στον λόγο, να γκρεμίζουν ό,τι είχε φτιαχτεί. Βγαίναν από τα περιθώρια και διεκδικούσαν χώρους. Και αυτοί οι χώροι γίναν φέουδα. Και τα φέουδα με τον καιρό έφτιαξαν μικρούς και ξιπασμένους φεουδάρχες. Όλοι τους έφεραν και έναν τίτλο μιας κάποιας εξουσίας. Δεν υπήρχε παρέα στην οποία να μην κοκορευόταν κάποιος Πρόεδρος και γειτονιά που να μην φιλοξενούσε κάποιον αιρετό ή διορισμένο. Και όλοι τους μιλούσαν για την Δημοκρατία και τα καλά της.  


Της φόρτωσαν όλες τις ιδιοτέλειες του ανθρώπου, όλα εκείνα τα καλά και τα συμφέροντα που ανοίγουν δρόμο μέσα στο γενικό καλό και το χωρίζουν σε μικρά μικρά χωραφάκια, ώστε να μην μπορεί αργότερα ούτε ένας δρόμος κοινής ωφελείας να ανοιχτεί, δίχως να χρειαστούνε καμιά εκατοστί υπογραφές από τους μικρούς αυτούς ιδιοκτήτες.


Tέτοια Δημοκρατία έφτιαξαν. Να υπηρετεί το συμφέρον των πολλών, μα με μια έννοια αποκρουστική, χυδαία. Γιατί το συμφέρον τους αυτοί, οι πολλοί, οι κραταιοί του Δήμου, το μετρούσαν με τον παρά στην τσέπη, τα τετραγωνικά στο σπίτι και τα κυβικά στην μηχανή του αυτοκινήτου. Όποιος τους τα εξασφάλιζε αυτά, με την κουτοπονηριά ενός Μενέλαου, κατόχου διδακτορικού στις πεζοδρομήσεις, τον αποθέωναν στην Αγορά και τις πλατείες. Και όποιος τολμούσε να τους τα στερήσει έβλεπε το όνομα του πάνω σε ένα όστρακο να ξεχωρίζει. Και αυτό το κράτος της λιπαρής γαστέρας, της κατανάλωσης και της επιδειξιομανίας το ονομάσανε Δημοκρατία και έζησαν αυτοί καλά και οι επόμενοι την πτώχευση της χώρας

Αλλά έχει δρόμο μέχρι εκεί. Γινήκανε πολλά που αξίζει να τα αφηγηθούμε.


Το κακό ξεκίνησε από...
 τα χωριά.  


Φεύγανε μπουλούκια οι χωριάτες για τις μεγάλες πόλεις. Διορίζονταν οπουδήποτε μπορείς να φανταστείς, ή, για να είμαστε δίκαιοι, οπουδήποτε μπορούσε να φανταστεί ο βουλευτής ή κάποιος κομματάρχης. Άλλοι πάλι ανοίγαν μικρομάγαζα για να πουλούν αγαθά στους διορισθέντες και οι διορισθέντες συντηρούσαν μικρομάγαζα για να τραφεί το γαιτανάκι και να πάρει και άλλους παραμάζωμα. Ολόκληρες φαμίλιες έπαιρναν τη ρίζα τους και έφευγαν για την μεγάλη πόλη. Χέρσα ΄μειναν τα χωράφια, εγκαταλείφθηκαν οι μικρές βιοτεχνίες και όλος ο κόσμος βάλθηκε να αστικοποιηθεί, μήπως και αλλάξει την προβιά του και δεν μυρίζει πια άχυρο και στάβλο. Δεν έβλεπες πουθενά κάτι να φτιάχνεται, κάτι να γυρεύει να σωθεί. Παντού μια επιδημία επίδειξης και κατανάλωσης.


Τα ξαδέρφια μου όλα, από το χωριό της μάνας, πέταξαν το αγροτόπαιδο από πάνω τους και χώθηκαν άλλοι στον στρατό, άλλοι σε κάποιον δήμο, άλλοι πάλι σε κάποια από εκείνες τις υπηρεσίες του κράτους που φτιάχνονται μονάχα για τους υπαλλήλους που δουλεύουνε σε αυτές. Το Πάσχα που μαζευόμασταν στον μαχαλά των Κοντοθανασαίων ,όλοι παιδιά της πόλης πλέον και κανένα χωριατόπαιδο, είχαμε όλοι μια αλαζονεία στη θωριά μας, λες και ήτανε σημαντικό να κατοικείς σε μια πόλη και όχι στο χωριό.


Παρκάραμε τις κούρσες μας επιδεικτικά στις ανηφοριές του μαχαλά και κοιταζόμασταν σιωπηλά αναμεταξύ μας για να δούμε αντιδράσεις και να συγκρίνουμε εντυπώσεις. Κοιτούσαμε το άνοιγμα που κάνει η κόρη του ματιού σαν βρεθεί κάτι όμορφο μπροστά της, πιάναμε τον χάρακα και μετρούσαμε τα μήκη και τα πλάτη. Τα μεγαλύτερα κερδίζανε και τα μικρότερα το βαζαν στοχο την επόμενη χρονιά να διεκδικήσουν και αυτά τα λίγα χιλιοστά που χωρίζουνε την επιτυχία από μια αποτυχία.


Τα σπίτια του μαχαλά άλλαζαν και αυτά σιγά σιγά στην όψη. Έμπαινε το τσιμέντο δίπλα στην λιμνίσια πέτρα και γίνονταν προσθήκες, άχαρες τις περισσότερες φορές, δίχως να υπάρχει ειρμός, συνέχεια, καλαισθησία. Να μπεί μόνο το τσιμέντο δίπλα στην φτωχολογιά και να αποκτήσει και αυτή έναν αέρα ευρωπαίας. Και μεγάλα τρακτέρ παρκαρισμένα στις χωριάτικες αυλές. Εντυπωσιακά και θηριώδη


Ο μπαρμπα Στέφανος είχε κάνει την αρχή από τον μαχαλά των Κασκουραίων. Μάλλον το χε στο ριζικό του αυτός ο μαχαλάς να μεταδίδει ευτέλειες και ψώρες. Είχε αγοράσει ένα καινούριο τρακτέρ, από αυτά τα σύγχρονα τα γερμανικά, με δυνατό κινητήρα, μακρύ μεταξόνιο και πλούσιο εξοπλισμό, και έκοβε βόλτες στην πλατεία. Δέκα στρέμματα είχε όλα κι όλα και αυτά παρατημένα. Κι όμως το τρακτέρ το πήρε. Ακολούθησαν και άλλοι μετά με έναν συλλογισμό στο στόμα «Τι; Θα χει ο μπαρμπα Στέφανος ο Κασκούρης και δεν θα έχουμε εμείς;». Και στο τέλος κατέληξαν όλοι, με δέκα στρέμματα παρατημένα ο καθένας, να καβαλάνε τα τρακτέρ και να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια γιατί δεν τους ξεπέρασε κάποιος Στέφανος ονόματι Κασκούρης.


Και το κακό ρίζωσε και στις πόλεις. Μεγαλοπιασμένοι μικρέμποροι, ακριβοπληρωμένοι υπάλληλοι και εργάτες, καφετέριες, μπαρ και κέντρα διασκέδασης σε κάθε γωνιά της πόλης. Και δίπλα στο επιτήδευμα, καρακιτσαριό και φτήνια. Την επίδειξη την έβλεπες καθημερινά μπροστά σου. Τη συναντούσες μονίμως στα καφέ και τα μπαρ της πόλης, στα σουρτούκια των πεζοδρομίων και στα πολυάσχολα γραφεία του καθημερινού οκταώρου, που μπορεί να ήταν και εξάωρα για κάποιους.


Γυναίκες με τις ίδιες καρό τσάντες να σουλατσάρουν πέρα δώθε. Κοπέλες με τις ίδιες μάρκες να συναγωνίζονται σε επίπεδο αξεσουάρ μιας και η ενδυματική βάση παρέμενε μονότονα η ίδια.  Άντρες με τα ίδια  αυτοκίνητα να πατούν το γκάζι καυλωμένοι, ψάχνοντας απεγνωσμένα το γυναικείο θαυμασμό πίσω από τους καπνούς των εξατμίσεων και τα χλιμιντρίσματα των δυνατών αλόγων. Καμιά διαφορετικότητα.  Όλοι ίδιοι. Και αυτή η ομοιογένεια αντί να γεννήσει μια κάποια συμμετρία και μέσω αυτής να σκορπίσει λίγη ομορφιά μες στην ασχήμια της ζωης μας, πήρε την τελευταία και την έχυσε παντού. Γιατί η συμμετρία μόνο με το μέτρο φαντάζει όμορφη. Κι εμείς είμασταν συμμετρικοί αλλά στην υπερβολή μας.


Την ίδια και απαράλλαχτη επίδειξη την έβλεπες και στις κατοικίες των ανθρώπων της μικρής μας πόλης. Όχι τόσο σε αυτές που βρίσκονταν μέσα στα όρια της παλιάς πόλης, στοιβαγμένες σε μουντές πολυκατοικίες περασμένων δεκαετιών, όσο στους εντυπωσιακούς σωρούς από μπετόν και τούβλο που ξεφύτρωναν στις παρυφές της πόλης και σήμερα αποτελούν τα πολυτελή προάστιά της. Νεόχτιστες βίλες εκεί που κάποτε υπήρχαν βάλτοι και χωράφια χέρσα, νεοαναγειρόμενες πολυκατοικίες εκεί που κάποτε έβοσκαν τα κοπάδια τους άξεστοι μα αγνοί  τσοπαναραίοι και επιβλητικές μεζονέτες εκεί που χρόνια πρίν ξεπρόβαλλαν πολύανθοι λειμώνες, φιλοξενώντας στις εξοχές τους οικογενεικά πικ νικ και ερωτικές συνευρέσεις.


Προς θεού. Υπήρχαν και ωραίες κατοικίες, συμμαζεμένες, λειτουργικές. Κατοικίες που χαιρόσουν να τις βλέπεις και να καμαρώνεις τους ανθρώπους που τις έχτισαν και ζούσαν τωρα εκεί μέσα. Μα δίπλα τους σηκώνονταν και οι άλλες. Αυτές που γύρευαν να προκαλέσουν με το μέγεθος, την πολυτέλεια και την ανούσια ευρυχωρία . Έβλεπες για παράδειγμα καταξιωμένους γιατρούς της πόλης να χτίζουν κάτι ογκώδη τερατουργήματα με δεκάδες δωμάτια, μεγάλα μπάνια με τζακούζι και σάουνες, ευρύχωρους κήπους, παιδικές χαρές, δυο τρία γκαράζ  και σαν έκανες τον κόπο να τραβήξεις τις κουρτίνες και να ρίξεις μια μάτια στις ζωές τους έβλεπες δυο γεροντάκια, ξεφτισμένα από το χρόνο, να προσπαθούν να ταιριάξουν ένα χαλασμένο έντερο σε δυο θεόρατες τουαλέτες, έναν καταρράκτη σε μια οθόνη 42 ιντσών, ένα Alzheimer σε δυο πατώματα και μια σοφίτα και έναν σπασμένο γοφό σε μια θερμαινόμενη πισίνα.


Θυμάμαι μια παλιά μου Διευθύντρια. Με περηφάνεια μας έλεγε για το τριώροφο σπίτι της, τα ακριβά της τα χάλια, τα έπιπλα από τον Βαράγκη, τα κουφώματα που μόνο καφέ δεν ήξεραν να κάνουν και το μπάρμπεκιου στην μεγάλη αυλή, με τα δέκα στρέμματα, τις λεμονιές και την πισίνα. Προσπέρασα αδιάφορος το γεγονός πως κατοικούσαμε σε μια περιοχή της χώρας όπου το καλοκαίρι ήταν τον περισσότερο καιρό σαν τις Αλκυονίδες μέρες. Συμμαζεμένο και ποτέ καυτό. Οπότε στην πισίνα δεν την ρώτησα ποτέ της πως αντέχει να βουτάει. Ρώτησα όμως τους συναδέλφους της για αυτό το σπίτι και μου είπαν : «Άνθρωπο δεν έχει καλέσει σπίτι της. Φοβάται μην την φθονήσουν». Δεν άντεξα. Την ρώτησα και αυτήν. «Μα καλα,ποιός χαίρεται τα χαλιά,τις πισίνες και τα μπάρμπεκιου, αφού κόσμος δεν πατάει;».Με κοίταξε ενοχλημένη και μου είπε « Εγώ και ο άντρας μου. Και το βράδυ ανοίγω το σαλόνι, κάθομαι στην μεγάλη πολυθρόνα και πατάω τα όμορφα χαλιά μου». Τι ευρυχωρία Θεέ μου για δυο τόσο στενόχωρες ζωές!


Και κάπου εκεί ήρθε το ξεμπρόστιασμα της ασωτείας μας


Όχι. Ολοι μαζί δεν τα φάγαμε, αλλά όλοι μαζί κάπως βάλαμε το χεράκι μας για να πτωχεύσει αυτή η χώρα και να καταντήσουμε ο περίγελος του πλανήτη. 


Σταματήσαμε να δημιουργούμε, να παράγουμε και να εξάγουμε και βολευτήκαμε -οι περισσότεροι- μέσα σε ευάερα και ευήλια γραφεία και εμπορικά καταστήματα. Πιστέψαμε πως οι χώροι αυτοί φτιάχνουν πλούτο και πως είναι αρκετοί για να εξασφαλίσουν την ευημερία μας.


Έτσι μας είπαν οι καθηγητάδες -αν και στο φτωχό τους το μυαλό μπερδεύανε, οι καημένοι, το ΑΕΠ με τον πραγματικό πλούτο μιας χώρας. Καμία σχέση. Αγοράστε φτηνά από την οικουμένη, σταματήστε να φτιάχνετε ό,τι σας κοστίζει αρκετά και με έναν μαγικό τρόπο θα γίνεται Βορειοευρωπαίοι. Η περιβόητη θεωρία του ελεύθερου εμπορίου. Μόνο που ξέχασαν οι καθηγητάδες να μας πούνε – γιατί στο φτωχό τους το μυαλό όλα ήταν πια μπερδεμένα και ακατάστατα-  πως για να λειτουργήσει η θεωρία αυτή θα πρέπει μια χώρα να αποδεσμεύει παραγωγικούς συντελεστές από μερικούς τομείς και να τους απασχολεί εκεί που έχει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.


Και επειδή ξέχασαν να μας το πούνε αυτοί, εμείς καταντήσαμε να αγοράζουμε λεμόνια και κιλότες από τις αγορές των ξένων. Ούτε στην κιλότα δεν μπορέσαμε να φτιάξουμε ένα μαμημένο συγκριτικό πλεονέκτημα. Ζούσαμε με τα εισαγόμενα, σπουδάζαμε και ταξιδεύαμε στα εξωτερικά, πουλούσαμε υπηρεσίες ο ένας στον άλλον και κανείς δεν κάθισε να σκεφτεί πως στο διάολο μπορεί και συντηρείται και μεγαλουργεί αυτός ο παρασιτισμός. Με τα δανεικά, φυσικά, αλλά τα δανεικά στην σκέψη μας είχαν αποκτήσει πια μια διάσταση δεδομένου και απαράγραπτου δικαιώματος.


Μέχρι που κόπηκαν. Μέχρι που οι τοκογλύφοι κατάλαβαν πως δεν μπορούν να βγάλουν άλλα φράγκα πάνω στην ματαιοδοξία και το ψώνιο μας και πήραν τα κουβαδάκια τους και πήγαν σε άλλες παραλίες. Και έμεινε ο Κασκούρης, ο ξάδερφος του μπαμπά, εγώ και τα ξαδέρφια μου από το χωριό να αναρωτιόμαστε τι πήγε στραβά. Εφτά χρόνια την ίδια απορία. Εφτά χρόνια τα ίδια γλυκανάλατα των παιδιών της πόλης για το μέλλον που μας έκλεψαν, τη ζωή που μας πήραν μέσα από τα χέρια. Εφτά χρόνια κλάψα και κακό. Και κανείς δεν βρέθηκε να μας πει πως ;o,τι έγινε, έγινε. Πάμε πάλι πίσω να ξαναβάλουμε την πραγματική οικονομία μας μπροστά…..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου