ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Η κλέφτικη ψυχή και η κλέφτικη διάνοια

Του Γιώργου Ι. Κωστούλα
gcostoulas@gmail.com

  
Ο Ν. Μαραντζίδης, σε πρόσφατο άρθρο του, μας θύμισε έναν ανθρωπολογικό μύθο, ο οποίος αποδίδει την ίδρυση του Κράτους στη στιγμή που ένας περιπλανώμενος ληστής αποφάσισε να αλλάξει τρόπο ζωής και ζήτησε από τους κατοίκους μιας κοινότητας να επιτρέψουν σ’ αυτόν και στους άντρες του να εγκατασταθούν μόνιμα και νόμιμα στο χωριό τους αναλαμβάνοντας τη συντήρησή του. Αυτός, ως αντάλλαγμα, θα τους παρείχε προστασία από τους άλλους ληστές, που με τη δράση τους μάστιζαν τη περιοχή.


Σύμφωνα με τον μύθο, η ιδέα αποδείχτηκε λειτουργική και ενθουσίασε τους κατοίκους. 


Και ο ληστής όμως δεν βγήκε χαμένος. Του έδιναν τα χρήματά τους, του ζητούσαν τη γνώμη του για θέματα ευταξίας και κοινωνικής ειρήνης, κατέδιδαν σε αυτόν, και στους άνδρες του, τον κακοήθη γείτονα που έκλεβε από την περιουσία τους. Σταδιακά ξεχάστηκε το παρελθόν του ληστή, και αυτός απέκτησε μεγαλύτερη δύναμη και κύρος από οποιονδήποτε άλλον πολίτη. Ο πρώην ληστής έγινε, χωρίς να αντιληφθεί κανείς πώς ακριβώς, ανώτερος όλων και οι άνδρες του "μονιμοποιήθηκαν”. Με τα χρόνια, αποφάσισε να αναμειχθεί περισσότερο στη ζωή των ανθρώπων. Δεν περιοριζόταν στα θέματα της τάξης, αλλά ρύθμιζε σχεδόν ολόκληρη την κοινωνική ζωή: την οικονομία και το εμπόριο, την εκπαίδευση, τις μεταφορές. Με τα χρόνια, τα πράγματα εξελίχτηκαν. Κάποιες κοινωνίες κατάφεραν να ευημερήσουν, ενώ κάποιες άλλες δεινοπαθούσαν από αυταρχικούς ή σπάταλους πρώην ληστές που τους είχαν επιβληθεί ολοκληρωτικά και δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από αυτούς.


Μπορεί η ιστορία να είναι απολύτως φανταστική. Όχι όμως για την Ελλάδα.  


Στη χώρα μας ο ληστής ζει και βασιλεύει 200 χρόνια τώρα, σηματοδοτώντας με την παρουσία του τη δημιουργία και εξέλιξη του ελληνικού κράτους. Ενός κράτους που από την πρώτη στιγμή ήταν παιδί και γέρος μαζί. Ένα νόθο, άτακτο νήπιο και συνάμα ένας πρεσβύτης παμπόνηρος,  που πολύ θα ήθελε να είναι ανεξέλεγκτος,  όπως ο ληστής της ιστορίας μας, ικανός να επιβάλλει το δικό του χαράτσι σε χωριά ή σε προύχοντες, να εισβάλλει σε αρχοντόσπιτα, να οργανώνει απαγωγές ομήρων ζητώντας λίτρα κοκ.


Σε μια εποχή που αλλού αχνοφαινόταν η πάλη των τάξεων, εδώ ελλείψει τάξεων μαίνονταν η πάλη προνομιούχων ατόμων, ομάδων, φατριών, παρατάξεων, μηχανισμών και πελατειών. Φθονούντες και φθονούμενοι, όλοι μαζί θα αφήσουν να διαρρεύσει όλος σχεδόν ο 19ος αιώνας με την απατηλή και δραματική υπόσχεση ότι η ανεξαρτησία της πατρίδας θα έλυνε όλα τα προβλήματα. 


Πρωταγωνιστής, φυσικά, με όλα τα ληστρικά χαρακτηριστικά παρόντα εξαρχής, ο ξένος παράγοντας. Αυτός θα πρωταγωνιστήσει κατά τα πρώτα βήματα του νεοσύστατου κράτους. Εκτός από τον πρώτο λόγο στη μορφή του πολιτεύματος, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις που τον συγκροτούσαν, θα επωμισθούν, βολικότατα, όλες τις συμβατικές και αναμενόμενες  ευθύνες ενός ενήλικα προς ένα μικρό παιδί. Ήταν μεγάλες και το νεοπαγές κράτος μικρό παιδί.  

Τι άλλο μπορούσε να κάνει το τελευταίο από το να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των πρεσβυτέρων; Σ΄αυτην την παιδικότητα εξάλλου θα  φορτωθούν, έκτοτε, όλα τα ελαττώματα των αυτοχθόνων.                       


Με την έλευση των ξένων αρχίζει και η αλυσίδα της εξάρτησης. Με την άφιξη του Όθωνα, οι προστάτιδες δυνάμεις θα εγγυηθούν την ανεξαρτησία και ακεραιότητα του νέου κρατιδίου, αλλά και το πρώτο δάνειο. Η υπερχρέωση της  χώρας είχε ήδη αρχίσει.            


Από το άλλο μέρος, κάποια επίφαση λαϊκής κυριαρχίας, που αποκρυσταλλώθηκε στο Σύνταγμα του 1844, δεν ήταν πάρα μια μορφή εύσχημης υποδούλωσης σε ξένα συμφέροντα και ξένα τζάκια. Περαιτερω, το πελατειακό σύστημα, απότοκο των πελατειακών σχέσεων που προυπήρχαν του κράτους, θα υποκαθιστούσε σιγά σιγά την αυταπάτη της "ελέω λαού κυριαρχίας”…                


Στα ξένα τζάκια δε θα αργούσαν να προστεθούν και τα ντόπια. Όπως είναι γνωστό, η απομάκρυση των Τούρκων άφηνε πίσω της μια κάστα πάμπλουτων αρχόντων -στο Μοριά και μια πανστρατιά, πανίσχυρων αρματολών-καπεταναίων στη Ρούμελη, που πολύ θα ήθελαν να ασκήσουν για λογαριασμό τους τα τουρκικά "δικαιώματα” επί των λαϊκών πληθυσμών. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε, εξάλλου ότι τόσο οι κοτζαμπάσηδες, όσο και οι αρματολοί δεν ήταν, σε ένα βαθμό, πάρα όργανα του οθωμανικού διοικητικού μηχανισμού.                                                                                                  
 
Στις παραπάνω δυο ντόπιεςφατρίες δεν θα αργούσε να προστεθεί μια άλλη, ξενόφερτη αυτή, από τον ελληνισμό της διασποράς, οι φαναριώτες: Θα κατέλθουν στον αγώνα με την υπεροψία του αρχοντικού αίματος, καλοσπουδαγμένοι, τρόφιμοι αριστοκρατικών αυλών, ξένοι προς τον τόπο, με ξένη περιβολή, ξένη νοοτροπία και κυρίως συγκεκριμένα πολιτικά σχέδια.                                                                                    
 

Βρίθοντας  από ανθρώπους των όπλων (οπλαρχηγοί) και του παρά (κοτζαμπάσηδες), ο τόπος στερούνταν την πολιτική κεφαλήν που θα έθετε, έστω και σκιώδεις, τις βάσεις  του κρατικού μηχανισμού. Αλλάζοντας φορεσιές,  για να θυμηθούμε τη ρήση του Καποδίστρια: "το τουρκικό σαρίκι με πίλονευρωπαικόν”,  οι φαναριώτες δεν ήταν δύσκολο να διακρίνουν την ευκαιρία διάκρισής τους στο κενό που παρουσίαζε ο τόπος: στη συγκρότηση κεντρικής διοίκησης.  


Η αφ’ υψηλού ενασχόληση των φαναριωτών με τα κοινά θα αποτελέσει για οπλαρχηγούς και προεστούς, πεδίο μόνιμων προστριβών. Όντας εθισμένοι σε  ορίζοντα τοπαρχίας, η έννοια της κεντρικής διοίκησης, υπεράνω προσωπικών συμφερόντων και τοπικών βλέψεων, τούς ήταν ξένη, αδικαιολόγητη και βεβαίως ανεπιθύμητη.


Αλλά και μεταξύ τους, οι ντόπιες δυνάμεις δεν θα αποφύγουν τις φαγωμάρες. Η παρουσία της στρατιωτικής τάξης, που αρχικά ανέρχονταν απειλητικά, καθώς είχε πρωταγωνιστήσει στις πολεμικές επιχειρήσεις, ενοχλούσε τους κοτζαμπάσηδες. Θα άφηναν αυτοί περιουσίες και κεκτημένα δικαιώματα στα χέρια των χθεσινών κάπων τους;


Στην πορεία και οι κληρονόμοι τους, ανταγωνιζόμενοι αλλήλους, θα πάρουν από τους ανιόντες τους κάποιες ιδέες που εκείνοι είχαν για τον εαυτό τους, όπως για παράδειγμα, ότι ήταν αδέσποτοι στην ανάπτυξη σχέσεων προστασίας  και πατρωνίας και θα πορευτούν εναλλασσόμενοι στην εξουσία, με οδηγό τις πελατειακές δικτυώσεις και τις κομματικές, πλέον, αντιπαλότητες.


Απ΄αυτή την άποψη, η ρήση του Περικλή Γιαννόπουλου ότι: "οι κλέφτες απελευθέρωσαν την Ελλάδα και οι γιοι των κλεφτών την κατέστρεψαν”, δεν απέχει από την αλήθεια


Για την ελευθερία της πατρίδας χρειάστηκε να εκδηλωθεί η κλέφτικη ψυχή, ενώ για την καταστροφή της ήταν αρκετό να δουλέψει η κλέφτικη διάνοια.


Ανάξιοι κατιόντες των αρχουσών τάξεων, όπως σκιαγραφήθηκαν παραπάνω, θα συνέχιζαν το μεταπελευθερωτικό ολέθριο έργο των πατέρων τους, έτσι που να διαψευσθεί ο Κοραής, οποίος,  με μια φράση του, φέρεται να εναποθέτει την ελπίδα για διάσωση της χώρας, στο χρόνο: 


 "Ώσπου να πεθάνουν οι περισσότεροι από τη γενιά που δρούσε κατά την εποχή του, και να απαλλάξουν την Ελλάδα από το ολέθριο βάρος τους”, είναι τα ακριβή του λόγια.


Αναφορές:
Απ. Βακαλόπουλος: Ο χαρακτήρας των Ελλήνων, Θεσσαλονικη,1983Β. Καραποστόλης:  Διχασμός και εξιλέωση, ΠατάκηΝ. Μαραντζίδης: Ο ληστής τρελάθηκε, Καθημερινή Κ. Παπαγιώργης: Τα καπάκια, Καστανιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου