ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Μία από τις προϋποθέσεις του ολοκληρωτισμού

Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ


Ορισμένα πράγματα δεν είναι τυχαία. Δεν είναι τυχαίο, λ.χ., ότι τα δύο πρόσωπα που προσφάτως εξετέθησαν περισσότερο στην αρνητική δημοσιότητα, επειδή η αδυναμία να συγκρατήσουν την κακία τους αποκάλυψε τα απροσμέτρητα βάθη της ανοησίας τους, είναι και οι δύο δημοσιογράφοι. Αμφότεροι μάλιστα εκλεγμένοι!  


Ο ένας είναι ειδικός γραμματέας (ό,τι και αν σημαίνει αυτό) της ΕΣΗΕΑ – αυτής που ξεκίνησε κάποτε ως ένωση, εξελίχθηκε σε συνδικαλιστικό όργανο και στις μέρες μας τελειώνει τη διαδρομή της ως ακροαριστερή «συλλογικότητα». 


Ο άλλος είναι αντιπεριφερειάρχης υπό τη Ρ. Δούρου, γνωστός από τηλεοπτικό πρωινάδικο.


Ο πρώτος από τους δύο έσπευσε να εκδηλώσει τη χαιρεκακία του για την απόπειρα κατά της ζωής του Λουκά Παπαδήμου στο Facebook. Τώρα απορεί για τις αντιδράσεις και δικαιολογείται ψελλίζοντας γελοιότητες αντάξιες της κακίας του. Δεν ήξερε, λ.χ., ότι το Facebook είναι δημόσιο! Νόμιζε, ο αδαής, ότι το Facebook είναι το ημερολόγιό του, ίσως επειδή και στο ένα και στο άλλο ο καθένας γράφει ό,τι του κατεβαίνει.  


Είπε επίσης πως διατύπωσε την άποψή του ως άτομο, όχι ως εκλεγμένος αξιωματούχος της συλλογικότητας την οποία εκπροσωπεί.


Ως άτομο, προφανώς δεν αντιλαμβάνεται ότι, για τους ίδιους λόγους που δεν κλωτσάμε ποτέ ένα νεκρό (ας είναι και ο Μπιν Λάντεν), δεν ασεβούμε και μπροστά σε κάποιον ασθενή ή τραυματία. Ιδίως αν αυτός έχει μόλις κινδυνεύσει να χάσει τη ζωή του εξαιτίας δολοφονικής απόπειρας· διότι και η δολοφονία (ας το σημειώσω, μπορεί να μην το ξέρει...) είναι κάτι πάρα πολύ κακό. Αυτό τουλάχιστον ισχύει στην πολιτισμένη ανθρωπότητα και πρέπει να τηρείται, διότι αυτός ο στοιχειώδης σεβασμός είναι η αναγνώριση της κοινής ανθρώπινης μοίρας μας και, επίσης, η προϋπόθεση για να φτιάξουμε κοινωνία με κανόνες και αλληλοσεβασμό. Επομένως, είναι κατανοητό εκ μέρους του να θέτει τη συλλογικότητα υπεράνω του εαυτού του και να προσπαθεί να την προστατεύσει, ισχυριζόμενος ότι οι απόψεις του εκφράζουν τον ίδιο και μόνον. Πράγματι, στην περίπτωσή του, η συλλογικότητα την οποία εκπροσωπεί (ακόμη και αυτή, των δημοσιογράφων) έχει μεγαλύτερη αξία από τον ίδιο ως πρόσωπο. Με την ανάρτησή του έδειξε σε όλους τι αξίζει ο ίδιος. Ας μην ανησυχεί, όλοι κατάλαβαν...


Εχει ενδιαφέρον ότι και ο δεύτερος, ο αντιπεριφερειάρχης που ειρωνεύτηκε το πένθος για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, καταφεύγει στην ίδια μέθοδο για να δικαιολογηθεί. Αφού πρώτα διαμαρτυρήθηκε ότι η επίμαχη ανάρτησή του στο Twitter «παρερμηνεύτηκε χυδαία», χωρίς φυσικά να πείσει κανέναν, κατέληξε και αυτός στον ίδιο αδιανόητο διαχωρισμό του ανθρώπινου προσώπου: δεν τα εννοούσε για τον Μητσοτάκη ως άνθρωπο, αλλά για τον Μητσοτάκη ως πολιτικό, εξήγησε. Τι κι αν εκείνη την ώρα ο Μητσοτάκης ήταν νεκρός και ακόμη άταφος, δηλαδή άνθρωπος μόνο και τίποτε περισσότερο;


Οταν ένα μοναχικό και εσωστρεφές παιδί παίζει ρόλους με τον εαυτό του και αρχίζει όλο αυτό να το πιστεύει ως πραγματικότητα, καλό είναι να ανησυχούμε και ακόμη καλύτερο να συμβουλευθούμε και έναν ειδικό. 


Οταν ένας ενήλικος κάνει το ίδιο, όταν επικαλείται ιδιότητες και ρόλους, προκειμένου να αποφύγει να αναλάβει την ατομική ευθύνη για μια ανοησία του, τότε...

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Η κρυφή γοητεία της ενιαίας σκέψης



Μ​​εγάλωσα σε μιαν Ελλάδα όπου η λέξη κομμουνιστής ήταν στην παρανομία. Και δεν εννοώ το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο επίσης ήταν στην παρανομία. Εννοώ την ίδια τη λέξη, τον τρόπο σκέψης και τα φρονήματα που την ακολουθούσαν.  


Ησαν τα χρόνια που, όταν δήλωνες αριστερός ή κομμουνιστής, σήμαινε ότι διεκδικείς περισσότερη δημοκρατία. Οι ίδιοι άνθρωποι που θαύμαζαν το σοβιετικό καθεστώς, στη χώρα τους εμφανίζονταν ως διαπρύσιοι υπερασπιστές των δικαιωμάτων που παρείχε η αστική δημοκρατία. Είναι το ιστορικό παράδοξο της θητείας του κομμουνισμού στη δυτική Ευρώπη.


Ημουν μικρός τη δεκαετία του εξήντα, πριν από τη χούντα, όμως αν δεν κάνω λάθος η μαρξιστική φιλολογία κυκλοφορούσε ελεύθερα στα βιβλιοπωλεία. Η αστική διανόηση, φιλελεύθερη, προσπαθούσε να επουλώσει τα τραύματα του Εμφυλίου, που τότε τον έλεγαν «συμμοριτοπόλεμο» ή «ανταρτοπόλεμο». Ο δημόσιος διάλογος ήταν ανοιχτός. Παράδειγμα το περιοδικό «Εποχές» με την εντυπωσιακή αρθρογραφία, κυρίως δε τη μεταφορά στην Ελλάδα του ευρωπαϊκού διαλόγου. Αν το συγκρίνει κάποιος με τη θεοποιημένη από τη γενιά μου «Επιθεώρηση Τέχνης», θα διαπιστώσει πως ο φόβος για την ατομικότητα της σκέψης είναι εγγεγραμμένος στα κύτταρα της Αριστεράς. Αν ο μέσος δεξιός βαριόταν να διαβάσει λογοτεχνία, ο μέσος αριστερός τη διάβαζε για να τη φέρει στα μέτρα της ιδεολογίας του ή να την απορρίψει.


Ηρθε η χούντα και τα σάρωσε όλα. Την άποψή μου για το τι συνέβη τότε την έχω ξαναγράψει. Ο εχθρός των αμόρφωτων συνταγματαρχών δεν ήταν τα λαϊκά στρώματα. Ηταν η αστική δημοκρατία. Αυτήν κατέλυσαν και αυτήν κυνήγησαν. Ακόμη και η Αριστερά τής καταλόγιζε ότι δεν μπόρεσε να προστατεύσει τους θεσμούς της. Τότε, στα χρόνια της δικτατορίας, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την τυραννία της ενιαίας σκέψης που κυριάρχησε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τότε δημιουργήθηκε η ηθική διχοτομία, που ταύτιζε την Αριστερά με το καλό και τη Δεξιά με το κακό, που εξακολουθεί να είναι ενεργή.


Στη Μεταπολίτευση, το Κομμουνιστικό Κόμμα νομιμοποιήθηκε και συμπεριφέρθηκε σαν απελευθερωτής. 


Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήθελε να οργανώσει μια δημοκρατία, έτσι όπως τη διδάχθηκε κατά την παραμονή του στη Γαλλία. Οπως παραγνώρισε ότι αναγκάστηκε να δουλέψει με υλικά πεπαλαιωμένα από τον δικό του χώρο, έτσι και παραγνώρισε ότι και οι πολιτικοί του αντίπαλοι, η Αριστερά, δούλευαν με απηρχαιωμένα υλικά. Τα επείγοντα τον υποχρέωσαν να παραμελήσει ορισμένα από τα ουσιώδη: πίστευε ότι η λήθη των αρχαίων συνδρόμων έφτανε για τη θεραπεία τους. Κάτω από την κρούστα της ευπρέπειας, όμως, τα ψυχικά σύνδρομα παρέμειναν ενεργά. Για μερικές δεκαετίες την αποτίμηση του Εμφυλίου, ή συμμοριτοπολέμου, την είχαν αναλάβει τα απομνημονεύματα των καπεταναίων του ΕΛΑΣ. Η εξαιρετική «Τραγική αναμέτρηση» του Αλέξανδρου Ζαούση δεν διδάχθηκε ποτέ, η δε «Ελένη» του Γκατζογιάννη αντιμετωπίσθηκε ως μανιφέστο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.


Την αποχουντοποίηση στο πανεπιστήμιο την ανέλαβαν οι θεματοφύλακες της αριστερής διανόησης. Της χειρότερης παρισινής κοπής ως επί το πλείστον, με γνώσεις κοινωνιολογίας και οικονομίας, και ασθενή ανθρωπιστική καλλιέργεια, μετέφρασαν τσάτρα πάτρα διδακτορικά και συγγράμματα και έπιασαν δουλειά. Αν μας επισκεπτόταν ο Σαρτρ γινόταν διαδήλωση. Στην επίσκεψη του Πόπερ η αίθουσα τελετών στο πανεπιστήμιο ήταν μισογεμάτη. Πολιτικοί δεν παρέστησαν, με τιμητική εξαίρεση τον Μίμη Ανδρουλάκη. Τα προβλήματα τα είχαμε λύσει. Οι πολιτικές συγκρούσεις δεν είχαν ιδεολογικό ή πνευματικό αντίκρισμα. Σ’ αυτό το τελευταίο πεδίο η Αριστερά είχε νικήσει κατά κράτος. Είχαμε κατατροπώσει τον φιλελευθερισμό, πριν τον μάθουμε, αν κάποιος χαρακτηριζόταν αντικομμουνιστής δεν είχε δικαίωμα λόγου, και νομοθετήσαμε πως από δω και πέρα θα λέμε «Εμφύλιος», για να μη συγχυζόμαστε, όπως σύγχυσα προσωπικά κάποιους επειδή αναφέρθηκα σε συμμοριτοπόλεμο. Οι πολιτικές συγκρούσεις της Μεταπολίτευσης αγνόησαν τις ιδεολογικές διαφορές, με αποτέλεσμα σήμερα να περιορίζονται σ’ ένα ασταμάτητο, βαρετό κουτσομπολιό.


Η ενιαία σκέψη είναι προϊόν της μετανεωτερικότητας. Χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς, χωρίς αξίες και πρότυπα καταφεύγει στο ύστατο καταφύγιο της σχετικότητας, τη νομοθεσία. 

Σήμερα μπορεί να μην απαγορεύεται να είσαι αντικομμουνιστής ή φιλελεύθερος δεξιός ή συντηρητικός, αρκεί...

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Όχι μόνο η Μεταπολίτευση, αλλά ούτε ο Εμφύλιος δεν τελείωσε



Η εντολή ήταν το όπλο παρά πόδα, αλλά τόσο η Γιάλτα όσο και οι πληγές που άφησε ο Εμφύλιος δεν επέτρεψαν πολλά περιθώρια στην ηγεσία που οδήγησε στην μεταπολεμική ελληνική τραγωδία να επαναλάβει τον όλεθρο. Και οι πληγές δεν προέρχονταν μόνο από τον αδελφοκτόνο πόλεμο, αλλά και από την αποκάλυψη της εσωτερικής λειτουργίας του κόμματος.

Όχι, δεν είναι, δυστυχώς, ιστορίες για αγρίους αυτές. Δυστυχώς, όχι μόνο η Μεταπολίτευση δεν τελείωσε, αλλά ούτε καν ο Εμφύλιος.

Μια κάκιστη διαχείριση της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου από τους νικητές και η αίσθηση ιδιοκτησίας του κράτους δεν άφησαν περιθώρια για την επούλωση των πληγών και την είσοδο της Ελλάδας στο ορθολογικό κλίμα της Δυτικής πολιτικής αντιπαράθεσης.


Η Ελλάδα ανήκε στη Δύση πολιτικά, και συμμαχικά δεν είχε –και ίσως δεν έχει ακόμη– καμιά σχέση με τον τρόπο που πολιτεύονται οι Δυτικές χώρες


Για ορισμένους αυτό είναι ευτύχημα διότι η Ελλάδα συγκροτεί μια τρίτη, εναλλακτική πρόταση μεταξύ ενός εργαλειακού ορθολογισμού της Δύσης που έχει τις ρίζες του στο Διαφωτισμό και μιας ακραίας και ολοκληρωτικής θεοκρατικής αντίληψης της Ανατολής. Η Ελλάδα για τους υποστηρικτές αυτής της αντίληψης είναι ο τρίτος δρόμος που συντίθεται από τη μίξη αρχαίας Ελλάδας και Ορθοδοξίας.  


Και τα δύο δεν έχουν καμιά σχέση με τη σύγχρονη έκφραση του ελληνισμού.


Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, του οποίου υποτίθεται είμαστε φορείς, δεν μεταβιβάζεται γονιδιακά. Η πολιτεία κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να εξαλείψει την ελληνική κλασική παιδεία από τη Μέση Εκπαίδευση, επηρεασμένη από το ρεύμα της αποδόμησης, επικαλούμενη ως άλλοθι την ανάγκη για τεχνολογική γνώση
.
Η τεχνολογική γνώση είναι απαραίτητη για την επιβίωση στον σημερινό κόσμο, αλλά χωρίς κλασική παιδεία δημιουργεί κοινωνίες τεράτων.

Η συμβίωση των ανθρώπων σε κοινωνίες ονομάστηκε πολιτισμός και έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την καταπίεση των ενστίκτων και την αποδοχή ορισμένων κανόνων. Κανόνων που αποφασίζονται από όλους και γι αυτό λέγονται και δημοκρατικοί.


Ο ορθότερος ορισμός για τον πολιτισμό, που έχω υπόψη μου, είναι του Φρόιντ και λέει: πολιτισμός είναι η καταπίεση των ενστίκτων


Η εφαρμογή του ρητού είχε κάποια σημασία όσο οι άνθρωποι έρχονταν σε κοινωνία μεταξύ τους, και ο απολίτιστος ήταν ορατός και συγκεκριμένος. Έπρεπε να δώσει λόγο.


Το διαδίκτυο απελευθέρωσε τα καταπιεσμένα ένστικτα. Ένας καταπιεσμένος ψυχικός κόσμος εκδηλώνεται με βίαιο και ακραίο τρόπο εν είδει αυτοψυχανάλυσης. Και όλα κρύβονται πίσω από κάποιο ψευδώνυμο. Και εκτονώνουμε την καταπίεση και τον πρωτογονισμό μας, και δεν εκτιθέμεθα.

Ζούμε σε ένα είδος διαδικτυακής δημοκρατίας. Ο καθένας εκφράζεται όχι απλώς ελεύθερα, αλλά παραβιάζοντας αρχετυπικά στοιχεία του ανθρώπινου είδους, όπως είναι ο σεβασμός στη ζωή. Η ιερότητα της ζωής και της ύπαρξης.

Τις τελευταίες ημέρες υπήρξαμε μάρτυρες αυτής της παραβίασης. Της επαναφοράς ενός πρωτογονισμού στον δημόσιο λόγο. Και το ερώτημα είναι αυτό το μίσος που εκδηλώθηκε με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση κατά του Λουκά Παπαδήμου ήταν καταχωνιασμένο στα έγκατα της ψυχής μας και βγήκε στην επιφάνεια με καταλύτη το διαδίκτυο, ή είναι η πίεση που δημιούργησε η τεράστια κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία εδώ και επτά χρόνια;


Έχει σημασία η απάντηση στο ερώτημα. Διότι αν πρόκειται για εκδήλωση ενός καταπιεστικού φαινομένου που προκάλεσε η τελευταία κρίση, είναι διαχειρίσιμο. Αν όμως η φύση μας, ο χαρακτήρας μας ως ελληνικής κοινωνίας, διαμορφώνει πολίτες με αυτά τα διαχρονικά χαρακτηριστικά, τότε κάτι ουσιαστικότερο συμβαίνει και έχει δίκαιο ο Στέλιος Ράμφος με την κριτική που ασκεί στην κοινωνική και ατομική μας συμπεριφορά. Τότε, αυτή η ελληνική πρόταση ως τρίτου δρόμου όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά και αν υπάρχει θα είναι προβληματική.


Ο διαδικτυακός κόσμος είναι ένα σημαντικό αριθμητικό δείγμα για να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα για τη συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας. Και ο κόσμος του διαδικτύου σχεδόν μοιράστηκε ως προς την ικανοποίηση ή την αποστροφή που του προκάλεσε η τρομοκρατική ενέργεια.


Η αποστροφή προς τέτοιου είδους ενέργειες είναι, υποτίθεται, χαρακτηριστικό των Δυτικών κοινωνιών, με τις οποίες είμαστε κοινωνοί των ίδιων αρχών.

Η ικανοποίηση, όμως, στο βαθμό και με τον τρόπο που εκδηλώθηκε, ξενίζει. Είναι κάτι πρωτόγνωρο. Ίσως στην αποκάλυψη του μεγέθους της να βοήθησε το διαδίκτυο.

Και με τις ενέργειες της 17 Νοέμβρη γνωρίζαμε πως υπήρχε ένα μέρος της κοινωνίας που συμφωνούσε, αλλά απέφευγε να εκφράσει δημοσίως την ευχαρίστησή του. Υποθέταμε δε ότι επρόκειτο για ένα μικρό ποσοστό της κοινωνίας. Μάλλον λάθος κάναμε.


Το διαδίκτυο σου δίνει μεν τη δυνατότητα άμεσης έκφρασης, αλλά κι εδώ το ερώτημα παραμένει. Υπήρχε πάντοτε ως θέληση, αλλά δεν δινόταν η δυνατότητα, δημόσιας ικανοποίησης από μια βίαιη ενέργεια, ή έχουμε ένα σύγχρονο φαινόμενο το οποίο προκάλεσε η κρίση, η οποία περιθωριοποίησε μεγάλα στρώματα της κοινωνίας και τα έφερε στην απόγνωση;


Υπάρχει και ένας άλλος παράγων. Όταν η εκδήλωση μιας μη αποδεκτής κοινωνικά –ίσως και νομικά– ικανοποίησης, όπως η εξύμνηση μιας ανίερης και παράνομης πράξης, λαμβάνει μαζικό χαρακτήρα, υπάρχει η αίσθηση της ατιμωρησίας.  


Θα συλλάβουν τη μισή Ελλάδα επειδή επικρότησε την ενέργεια;

Το ζήτημα όμως είναι ουσιαστικότερο. Συνεχίζει να έχει η ζωή την αξία και την ιερότητα που είχε από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να συμβιώνουν σε κοινωνίες; Ή ο διχασμός τείνει να γίνει τέλειος;

Και ο διχασμός, με βάση τη μετεμφυλιακή ιδεολογικά κυρίαρχη άποψη, είναι ταξικός. Αυτό είναι το αφήγημα που κυριάρχησε στην ελληνική κοινωνία το οποίο η νικήτρια παράταξη του Εμφυλίου δεν ένιωσε την ανάγκη να αντιμετωπίσει, διότι ένιωθε ικανοποίηση από την κατοχή και νομή της εξουσίας. Αυτή ήταν η πολιτική της κουλτούρα. Όπως και η πολιτική κουλτούρα της άλλης πλευράς ήταν η αναπαραγωγή ιδεολογημάτων που για κοινωνίες με πολιτικό πολιτισμό είναι προ καιρού ξεπερασμένα.


Ξεπερασμένα, όμως, για λαούς που αναπτύσσουν έναν πολιτικό πολιτισμό τον οποίο θεωρούν απαραίτητο για την οργάνωσή τους. Και τέτοιον πολιτισμό –που έχει ως βάση του την παιδεία– δεν ανέπτυξε η ελληνική κοινωνία, ούτε η ελληνική πολιτεία.


Όλος ο πολιτικός λόγος της Μεταπολίτευσης ήταν διχαστικός, στη βάση της ταξικής πάλης (και κατά συνέπεια του ταξικού μίσους), και κομματικός. Όσοι δεν είναι λάτρεις κάποιου αναρχικού ρεύματος θεωρούν απαραίτητη την ύπαρξη μιας υγιούς κρατικής δομής. Στην Ελλάδα κρατική δομή δεν αναπτύχθηκε. Αναπτύχθηκαν, και συντηρούνται μέχρι σήμερα, κομματικοί θύλακες. Παλαιότερα της Δεξιάς, μετά του ΠΑΣΟΚ, και τώρα του ΣΥΡΙΖΑ.


Αν ως αιτία του πελατειακού κράτους θεωρηθεί η δύσκολη οικονομική κατάσταση μιας κοινωνίας που αναγκάζει τους ανθρώπους να συρρέουν στα γραφεία βουλευτών και άλλων εκμαυλιστών του δημόσιου βίου, η εποχή μετά την ένταξη στην ΕΟΚ και η σχετική ευμάρεια που την ακολούθησε έδωσε την ευκαιρία για την αποσύνθεση αυτής της αντίληψης. Δεν έγινε όμως θεσμικά τίποτε προς αυτήν την κατάσταση, πλην του γνωστού «νόμου Πεπονή» τον οποίο γίνεται επίμονη προσπάθεια να ακυρώσουν.

Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν το σοκ που υπέστησαν όσοι διαπίστωσαν έναν βαθύ διχασμό της ελληνικής κοινωνίας στο θέμα των ορίων αντίδρασης εναντίον ανθρώπων όπως ο Λ. Παπαδήμος, που θεωρούνται «στηρίγματα των “ξένων”».

Η διαχωριστική γραμμή που είναι και το ερώτημα αυτών των σκέψεων είναι:

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Αναζητώντας τη νέα Μεταπολίτευση



Με το θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη κλείνει ένας μεγάλος κύκλος κορυφαίων ηγετικών προσωπικοτήτων που σφράγισαν την ιστορία της χώρας τόσο στα προδικτατορικά χρόνια όσο και στη Μεταπολίτευση. Οπως όλα δείχνουν, ο κύκλος της Μεταπολίτευσης δεν έχει κλείσει ακόμα σε πολιτικό επίπεδο. Αποτελεί, όμως, μια ευκαιρία απολογισμού τόσο για τους πολιτικούς που πρωταγωνιστούν σήμερα όσο και για τους πολίτες.


ΠΡΕΠΕΙ να αντιμετωπίζονται με τέτοιο αφορισμό τα μεταπολιτευτικά χρόνια επειδή οδήγησαν στη χρεοκοπία του 2010; 


Ποια πράγματα έγιναν με σωστό τρόπο, πόσο προόδευσε η χώρα;  


Και από την άλλη, ποια λάθη έγιναν και για ποιο λόγο συνεχίζεται η επανάληψή τους; 


Πότε επιτέλους θα περάσει η χώρα σε μια νέα Μεταπολίτευση;


ΑΞΙΖΕΙ να θυμηθούμε πόσα χρόνια πίσω από όλο το δυτικό κόσμο βρισκόταν η Ελλάδα όταν έβγαινε από την εγκληματική επταετία της χούντας. Εκδημοκρατίστηκαν οι θεσμοί και έγινε ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός με την είσοδό της στην τότε ΕΟΚ χάρη στην επιμονή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, παρά το γεγονός ότι σύσσωμη η αντιπολίτευση αντιδρούσε. Ακόμα και στην πρώτη περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου, παρά τη λαϊκιστική ρητορική, έγιναν θετικά βήματα. Κάπου εκεί, βέβαια, εις το όνομα της σοσιαλιστικής προοδευτικότητας ξεκίνησε το ξήλωμα των κανόνων, ενώ η ασυδοσία σε όλα τα επίπεδα κέρδισε έδαφος. Παράλληλα, άρχισε να εκτροχιάζεται η οικονομία. Η πασοκοποίηση μπήκε βαθιά στο DNA πολιτικών και πολιτών, με αποτέλεσμα κάθε ουσιαστική μεταρρύθμιση να αντιμετωπίζεται ως… πόλεμος.


Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μητσοτάκης προγραμματικά ήθελε να θέσει τέλος στα δημοσιονομικά ελλείμματα, να ξεκινήσει γενναίες αποκρατικοποιήσεις και να περιορίσει το δημόσιο τομέα. Τότε, όλα αυτά ακούγονταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ως θατσερισμός και στη χειρότερη ως… εξωγήινες παρεμβάσεις.  


 Η αλήθεια όμως είναι πως οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις έμειναν στα χαρτιά. Στα χρόνια που ακολούθησαν έως τη χρεοκοπία του 2010 κανείς δεν τόλμησε -με ελάχιστες εξαιρέσεις- να επαναφέρει στο τραπέζι ρηξικέλευθες προτάσεις. Είναι δεδομένο πως η πορεία της οικονομίας θα ήταν εντελώς διαφορετική αν οι κυβερνήσεις δημιουργούσαν λιγότερες αυταπάτες στην κοινωνία και παρουσίαζαν την πραγματικότητα.


ΣΕ ΟΛΑ αυτά τα χρόνια δεν εκσυγχρονίστηκε το Δημόσιο, δεν καταφέραμε να κάνουμε ούτε καν κτηματολόγιο, η Υγεία συνεχίζει να βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, η Παιδεία έρμαιο κάθε υπουργού, η φοροδιαφυγή αποτελεί τον κανόνα. Το άσχημο είναι πως ακόμα και στα μνημονιακά χρόνια λίγες πραγματικές μεταρρυθμίσεις έχουν συντελεστεί. Και πάλι ο λαϊκισμός και η λογική «να μην αλλάξει τίποτα» κυριαρχούν.


ΜΟΝΑΔΙΚΗ ελπίδα για να κατορθώσει η χώρα να πάει μπροστά είναι...

ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΙΚΟ: Η Μεταπολίτευση δεν τελείωσε (ευτυχώς)



Η επικείμενη πρόσκρουση του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ με την σκληρή πραγματικότητα και τα διλήμματα στα οποία θα κληθεί να απαντήσει, καταρρίπτουν κατά βάση ένα από τα κυρίαρχα – εικονικά – στρατηγήματά του: «το τέλος της Μεταπολίτευσης».


Ενα κατασκεύασμα τόσο κενό, ένα «αφήγημα» -αδόκιμο όρο που κατάφερε για λίγο να επιβάλει-, όσο και οι προσδοκίες που καλλιέργησε για το τέλος των μνημονίων. Εστω και αν σήμερα ο κ. Τσίπρας έχει γίνει ο αδιαμφισβήτητος άρχοντάς τους.




Ασχέτως του τι θα γίνει στα Εurogroup που θα ακολουθήσουν, γιατί δεν θα είναι ένα αυτό που θα κρίνει τα πάντα, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έρχεται αντιμέτωπη με την πολιτική ύβρι στην οποία υπέπεσε.


Κατηγόρησε με σφοδρότητα έως και χυδαιότητα όλους τους άλλους για τα όσα συνέβησαν στην χώρα, σφετερίστηκε στο όνομα της Αριστεράς εν γένει και αδιακρίτως την έννοια της ιστορικής δικαίωσης, εξαπάτησε τους πάντες και, εν τέλει, καταχράστηκε το μεγαλύτερο κεκτημένο της Μεταπολίτευσης: την εγκαθίδρυση και επικράτηση μίας δημοκρατικής κουλτούρας, αυτήν της ανοχής, της εναλλαγής δυνάμεων στην εξουσία, της υποστήριξης μίας κοινώς ομολογημένης πορείας της χώρας στο πλαίσιο της Ευρώπης, της ΕΟΚ, της ΕΕ, της ΟΝΕ και σε σύμπλευση με τους υπολοίπους. Oλους αυτούς με τους οποίους η Ελλάδα, έπειτα από περιπέτειες και κρίσεις, έφτασε να συμπορεύεται.


Ο κ. Τσίπρας και η Αριστερά με τους ΑΝΕΛ εξάντλησαν τα περιθώρια ανοχής των πολιτών, οι οποίοι έχοντας εξαπατηθεί από άλλες πολιτικές δυνάμεις (σε πολύ μικρότερο βαθμό) τα προηγούμενα χρόνια, επέλεξαν με ευθύνη τους να παραπλανηθούν για μια ακόμη φορά.


Αυτό που δείχνει να μην έχει εκτιμήσει η σημερινή κυβέρνηση είναι η κοινωνική ειρήνη την οποία απολαμβάνει. Θεωρεί ότι αυτό είναι κάτι το αυτονόητο, ότι σημαίνει αποδοχή, ενώ στην ουσία πρόκειται για μία απάθεια και μία μοιρολατρία. Και πάντως, μοιάζει να αγνοεί ότι ακόμη και αυτά τα στοιχεία, με την απογοήτευση που μπορεί να προκαλούν, είναι η σημαντικότερη κατάκτηση της «Μεταπολίτευσης».


Το σημείο στο οποίο έχει φτάσει ο κ. Τσίπρας θυμίζει τόσο πολύ τη θέση στην οποία είχε βρεθεί ο Αντώνης Σαμαράς το 2014, που δυσκολεύεται κανείς να το πιστέψει – και κυρίως ο ίδιος. Εχει παίξει όλα του τα χαρτιά, έχει εξαντλήσει κάθε συνομιλητή του στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ώστε να είναι φανερό ότι το τέλος πλησιάζει. Οσο κι αν διαρκέσει η διαδικασία.


Το αν ο κ. Τσίπρας θα επιχειρήσει άλλη μία πολιτική πιρουέτα και πώς θα το κάνει αυτό είναι αυτή τη στιγμή δευτερεύον έως ασήμαντο.


Το μεγάλο δυστύχημα είναι ότι...

ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΟΑΛΗΤΑΡΑΔΙΚΟ: Εθελοντές οπλίτες ψηφιακών πολέμων

Η ταχύτερη δίαιτα για το μυαλό επιτυγχάνεται όταν ασχολείσαι με υποθέσεις που δεν σε αφορούν. Δεν αδυνατίζει, φυραίνει ολότελα!





Η αρένα είναι έτοιμη. Είναι το διαδίκτυο με τα ευρύχωρα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (twitter, blogs, facebook). Τα όπλα παρέχονται αφειδώς, χωρίς διακρίσεις, σε τιμή προνομιούχα και με πολλές δόσεις. Ενας υπολογιστής και μια σύνδεση στο ίντερνετ είναι προσβάσιμα αγαθά για φτωχούς, μεσοαστούς και πλουσίους. Ανοήτους και «ξύπνιους». Καπάτσους, πονηρούς, ευήθεις, δολίους, λαμογίους και αθώους. Οι αιτίες πολέμου είναι αφανείς, όσο και τα εισοδήματα εκείνων που διοργανώνουν τις «επικές» μάχες εντυπώσεων. Οι προφάσεις πολλές. Οσες αντέχει κάθε άμισθος οπλίτης ψηφιακών πολέμων. Τα στρατόπεδα σχηματίζονται εν ριπή οφθαλμού.

 
Μόλις ρίξουν το δόλωμα, η αφελής και ξαναμμένη και ψυχολογικά μπουρδουκλωμένη τροφή για τα κανόνια πρέπει να «τσιμπήσει» άμεσα. Να ξεπεράσει «αχρείαστες» αναστολές, όπως η λογική, η αυτοσυγκράτηση, ο σεβασμός στον συνάνθρωπο, η περίσκεψη και η ενημέρωση πριν από τον σχηματισμό άποψης. Αυτά δεν χρειάζονται σε αγέλες μπαμπουίνων που μπορούν να αλληλομακελευτούν για τις… μπανάνες των άλλων. Πάνω απ’ όλα η αστραπιαία αποφόρτιση, η εκτόνωση των συναισθημάτων που οδηγούν τον φορέα τους (και μαζί και τον άμεσο περίγυρό του) σούμπιτους στον πάτο της αβύσσου.

 
Γράφει κάτι ο δημοσιογράφος Γιώργος Φιλιππάκης για τον Παπαδήμο και πρέπει ντε και σώνει...

ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΟΑΛΗΤΑΡΑΔΙΚΟ: Γιατί έφταιγε η ΝΔ για τις μολότωφ στον Φλαμπουράρη; - Το πραγματικό έγκλημα των ΣΥΡΖΑΝΕΛ...



Όταν είχε γίνει η επίθεση με μολότωφ στο σπίτι του Αλέκου Φλαμπουράρη, η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος είχε κατηγορήσει τη ΝΔ ότι επί μήνες είχε στοχοποιήσει αναίτια τον υπουργό, και αυτή «η στοχοποίηση έφερε άμεσα αποτελέσματα». 


Δεν θυμάμαι τότε τον συμπολιτευόμενο Τύπο να μιλά για μικροκομματική καπηλεία και νοσηρότητα ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ να διαπιστώνει «χυδαία πολιτική εκμετάλλευση, επικίνδυνη όσο η τρομοκρατία». Που θα είχαν ασφαλώς δίκιο. Γιατί η κριτική από την αντιπολίτευση και τον Τύπο προς τον κ. Φλαμπουράρη εστιαζόταν αποκλειστικά στην θολή μεταβίβαση της εταιρείας του μέσα σε μια μέρα και εκτός ωραρίου- μιλούσαμε για αυτονόητη πολιτική αντιπαράθεση.


Υπάρχει εδώ μία ηθελημένη παρεξήγηση των στελεχών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ την οποία ελπίζουν, βοηθούντος του χρόνου και της κοντής μνήμης, να εδραιώσουν ως πραγματικότητα. Οτι τα χρόνια των Μνημονίων υπήρχε μία κανονική πολιτική αντιπαράθεση όπως συμβαίνει πάντα στην πολιτική.  


Ε, λοιπόν, όχι. Στα χρόνια μετά το ’10 ζήσαμε σε μία πολιτική ζούγκλα στην οποία ο κυρίαρχος λόγος έσταζε χολή, μισαλλοδοξία, εχθροπάθεια και ηθική απαξία των αντιπάλων, και το χειρότερο, όλα αυτά εδράζονταν σε ένα κολοσσιαίο ιστορικό ψέμα:  


Ότι υπήρχε ανώδυνος τρόπος να βγούμε από την κρίση, τον οποίο, από απλή σαδομαζοχιστική ψύχωση, οι κυβερνήσεις των Μνημονίων δεν επέλεγαν.  


Δεν γινόταν κριτική στις λάθος πολιτικές επιλογές των ηγετών της χώρας, γινόταν ανελέητη πολεμική που κονιορτοποιούσε την ηθική τους υπόσταση, τις ανθρώπινες ιδιότητές τους, τη δημοκρατικότητά και τον πατριωτισμό τους.  


Επρόκειτο για κανονική στοχοποίηση προσώπων η οποία τα χρόνια εκείνα είχε πραγματικά άμεσα αποτελέσματα, όπως θα έλεγε (αλλά δεν είπε ποτέ) η κυρία Γεροβασίλη. Υπήρξαν προπηλακισμοί, γιαουρτώματα αλλά και ωμή βία, την οποία όχι μόνο δεν καταδίκαζε η σημερινή συγκυβέρνηση αλλά εμμέσως πριμοδοτούσε μιλώντας για οργή του λαού που ξεχειλίζει και για την αληθινή βία που είναι της πείνας και των Μνημονίων. Αλλωστε, η κυρία Κωνσταντοπούλου, σαρξ εκ της σαρκός τους και ειρωνική διαρκής υπενθύμιση της καταγωγής τους, τα ίδια λέει και σήμερα.

Δεν ξέρω αν οι τρομοκράτες οπλίστηκαν από αυτό το κλίμα του μίσους και δεν βρίσκω να έχει νόημα να ανιχνεύσουμε τι κρύβουν τα σκοτεινά μυαλά τους. Το σίγουρο είναι ότι πάντα η τρομοκρατία ακολουθούσε το κυρίαρχο αίσθημα της κοινωνίας. Μετά τη δικτατορία εναρμονίστηκε με το αντιχουντικό και αντιαμερικανικό μένος του λαού και επέλεξε ως στόχους αμερικανούς αξιωματούχους και έλληνες βασανιστές. Στη συνέχεια άλλαξε προσανατολισμό και έβαλε στο στόχαστρό της επιχειρηματίες, πολιτικούς και τραπεζίτες, γιατί αυτούς ενοχοποιούσε και ο κυρίαρχος, ρηχός δημόσιος λόγος. Οι επόμενες γενιές τρομοκρατών δεν παρεξέκλιναν από αυτήν την παγκόσμια σταθερά της μη φονταμενταλιστικής τρομοκρατίας η οποία ποτέ δεν συγκρούεται με το επικρατούν λαϊκό ρεύμα.


Θα έπρεπε να αυτολογοκριθούν οι πολιτικοί και δημοσιογράφοι για να μην παροξύνουν τον αντιαμερικανισμό ή το μίσος του λαού για τους χουντικούς και προσφέρουν έτσι έμμεση νομιμοποίηση στους αυτόκλητους τιμωρούς; 


Θα έπρεπε να υπάρχει αυτοσυγκράτηση στην οξεία κριτική έναντι πολιτικών αντιπάλων και επιχειρηματιών για να μην δημιουργούνται δυνάμει στόχοι δολοφόνων; 


Ασφαλώς όχι. Η τρομοκρατία δεν επιτρέπεται να εκλαμβάνεται ως  παίκτης του συστήματος που επηρεάζει την πολιτική αντιπαράθεση και την ελευθερία έκφρασης. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τους τρομοκράτες παρά μόνο να τους πιάνουμε.


Μπορούμε ωστόσο να πάρουμε χρήσιμα μαθήματα από το παρελθόν μας. Το ανθεκτικό στο χρόνο θλιβερό φαινόμενο της ανοχής και εξοικείωσης μεγάλου κομματιού του δημόσιου λόγου και της κοινωνίας στην τρομοκρατική δράση, η υπόρρητη συγκατάνευση και βουβή ικανοποίηση στο άκουσμα δολοφονιών ακόμα και από κανονικούς, ειρηνικούς ανθρώπους, θα έπρεπε να μας είχε διδάξει το αυτονόητο. Ότι υπάρχει μία αναπόδραστη διάδραση, όχι ανάμεσα στον επίσημο λόγο μίσους και την αυτοπρόσκληση των δολοφόνων, όσο ανάμεσα σε αυτήν τη τοξική ρητορική και την διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας να τους ανέχεται.  


Το μεγάλο έγκλημα των ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δεν είναι ότι ανέστησαν την τρομοκρατία αλλά ότι...

ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΟΤΣΑΡΛΑΤΑΝΑΔΙΚΟ: Ο Φιλιππάκης, ο Παπαδάκης και οι άλλοι

Του Μανόλη Καψή 


Ο πρώτος ήταν απροκάλυπτα χυδαίος. Ευχήθηκε να σκάσει βόμβα στα πόδια του Στουρνάρα. (Και μετά είπε το απίθανο ότι δεν ήταν δημόσιο σχόλιο. Αυτό που ανάρτησε στα κοινωνικά δίκτυα!!! Αμετανόητος και ανόητος). Νομίζει ότι κάνει αντίσταση. Αντίσταση στα συμφέροντα, στις ελίτ και τους Γερμανούς. Και φυσικά στους γερμανοτσολιάδες. Είναι "χρυσαυγίτης", απλά δεν το ξέρει. Είναι παιδί της ρητορικής του μίσους και του διχασμού που έσπειραν οι Συριζαίοι και οι αγανακτισμένοι. Πως το έλεγαν τα παλικάρια; Ή εμείς ή αυτοί; Θα τους τελειώσουμε;


Ο δεύτερος είναι πιο πονηρός. Σχολίασε όμως ότι "κι εμείς δεν ζούμε καθημερινά μια τρομοκρατία;" Με αφορμή την επίθεση των τρομοκρατών στον Παπαδήμο. Η πολιτική στο ίδιο ζύγι με την ωμή βία. Ο συμψηφισμός. Γιατί φυσικά όταν υφίστασαι ασύμμετρη απειλή (τρομοκρατία) όλα τα μέσα αντίστασης είναι αποδεκτά (φάκελος βόμβα). Μία σου και μία μου... Έτσι δικαιολόγησε τη βία των τρομοκρατών και την σερβίρισε νομιμοποιημένη στο τραπέζι των τηλεθεατών.  


Πως το είπε και το άλλο; "Η ποσότητα ήταν μικρή, δεν ήθελαν να σκοτώσουν, να κάνουν θόρυβο ήθελαν." Σιγά τ' αυγά... δηλαδή.


Υπάρχουν και άλλοι τέτοιοι δημοσιογράφοι. Άλλοι ακόμα πιο χυδαίοι, άλλοι ακόμα πιο πονηροί, όλοι όμως φορείς των ίδιων χρυσαυγίτικων απόψεων. Οπαδοί της "αντιμνημονιακής βίας" που ευλόγησε ο ΣΥΡΙΖΑ όλα αυτά τα χρόνια. 


Τα πρόσωπα δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία. Σημασία έχει ότι αυτή η κρίση που ζούμε, κρίση δημοκρατίας, κρίση πολιτισμού και αξιών ΚΑΙ κρίση οικονομική, έχει και μιαν άλλη όψη για την οποία λίγο συζητούμε. Την έλλειψη αυτογνωσίας. Και αυτή η έλλειψη αυτογνωσίας εξηγεί, εν πολλοίς, γιατί τόσα χρόνια η χώρα αδυνατεί να ξεφύγει από την κρίση. Όταν άλλες χώρες, με τα ίδια καλοσχεδιασμένα μνημόνια, με τα ίδια λάθη στο μείγμα πολιτικής, βρίσκονται σε φάση μεγάλης ανάπτυξης. Έλλειψη αυτογνωσίας. 


Ακόμα δεν έχει γίνει συνείδηση τι έφταιξε και η χώρα χρεοκόπησε, ακόμα δεν έχει γίνει συνείδηση τι πρέπει να γίνει για να ξεφύγουμε από το τέλμα. Κι εδώ εισέρχονται οι δημοσιογράφοι στη σκηνή.


Σε αντίθεση με το γνωστό αφήγημα των κυβερνώντων περί της διαπλοκής που πολέμησε τον ΣΥΡΙΖΑ (όταν προεκλογικά τα περισσότερα ΜΜΕ είχαν "παραδοθεί" αμαχητί στο ρεύμα που έφερνε το κόμμα του Αλ. Τσίπρα με φόρα στην εξουσία, άλλοι απο φόβο και άλλοι απο σκοπιμότητα), μια μεγάλη μερίδα των συναδέλφων μου, υιοθέτησε το ερμηνευτικό μοντέλο της Πρώτης Φορά Αριστεράς. 


Το μνημόνιο δεν ήταν ένα πρόγραμμα διάσωσης της χώρας από την άτακτη χρεοκοπία, δεν ήταν ένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής για την ανασυγκρότηση της διαλυμένης εδώ και χρόνια εθνικής οικονομίας -λόγω των πελατειακών πολιτικών των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας- αλλά η τιμωρία που επέβαλαν οι ευρωπαϊκές ελίτ στην Ελλάδα. Ήταν το κείμενο παράδοσης της χώρας στους κατακτητές, με τη συμβολή των γερμανοτσολιάδων, εγχώριων συνεργατών τους, προδοτών, υποτακτικών του Σόιμπλε, τραπεζιτών... που φυσικά έπρεπε να οδηγηθούν ενώπιον του λαϊκού δικαστηρίου. Και από το λαϊκό δικαστήριο στηβόμβα-φάκελο, ένας δρόμος απόσταση.


Τι σημασία είχε αν το ασφαλιστικό είχε πιάσει πάτο και πλέον δεν υπήρχαν οι πόροι (ούτε φυσικά τα δάνεια) για να δίνονται συντάξεις. Στα περισσότερα πρωινάδικα στην τηλεόραση, οι συντάξεις κόβονταν εξαιτίας του PSI. Όλες οι θεωρίες συνωμοσίας βρήκαν τηλεοπτικό χρόνο και έδαφος για να καλλιεργηθούν σε φιλόξενα πάνελ. 


 Ελλείμματα είπατε; 


Μα...

ΣΥΡΙΖΞΕΦΤΙΛΟΑΛΗΤΑΡΑΔΙΚΟ: Ούτε αγανακτισμένοι, ούτε Δημοκράτες. Απλώς απολίτιστοι


Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - ΤΕΤΡΑΔΗ


Παλιότερα έφριττα με τις ανθρωποειδείς αναρτήσεις στο διαδίκτυο και με τον όγκο της βλακείας που το πλημμυρίζει. Εδώ και καιρό τα βλέπω αυτά με άλλο μάτι. Το διαδίκτυο δεν εκχυδάισε τα πλήθη. Απλώς έδωσε την ευκαιρία στον καθένα για πρώτη φορά να αποκτήσει ατομικό δημόσιο λόγο. Και στους χυδαίους. Σε μια πόλη είναι πιο χρήσιμο οι κατσαρίδες και τα ποντίκια να είναι στο φως αντί να κρύβονται στα υπόγεια των σπιτιών. Μπορείς έτσι να τα εξαφανίσεις ή να τα μεταλλάξεις.


Αφορμή πήρα από τα σχόλια που αναφέρονται στην απόπειρα κατά Παπαδήμου και σ εκείνα που ακολούθησαν αμέσως με το θάνατο του Κ. Μητσοτάκη. Να αντιτίθεσαι σε μια πολιτική και να την αντιπαλεύεις είναι άλλο πράγμα από το να μη σέβεσαι. Επειδή αν δε σέβεσαι αυτοκαταργείσαι! Ο λόγος είναι απλός:


Όλοι εκείνοι που ωρύονται κατά των πολιτικών που ασκήθηκαν στη χώρα, ωρύονται γιατί υποτίθεται ότι τις θεωρούν ανήθικες, αντίθετες σε αξιακούς κανόνες ανθρωπισμού και πολιτισμού και Δημοκρατίας. Το γράφουν άλλωστε!


Πώς γίνεται να υπερασπίζεσαι ηθικούς κανόνες όταν βρίζεις δημόσια πάνω από έναν νεκρό, τον Κ. Μητσοτάκη, όπως έκανε χτες ο αντιπεριφερειάρχης Β. Αττικής Γιώργος Καραμέρος, που υποτίθεται ότι είναι οικολόγος και ειρηνιστής! Τι ηθική εκπροσωπείς!


Πώς γίνεται να υπερασπίζεσαι αξιακούς κανόνες ανθρωπισμού όταν εύχεσαι δημόσια τον ακρωτηριασμό ή το θάνατο άλλου ανθρώπου, όπως έκανε προχτές ο Γ Φιλιππάκης, που υποτίθεται ότι εξοργίζεται με την καταπάτηση αξιακών κανόνων! Τι αξίες εκπροσωπεί!


Πώς γίνεται να υπερασπίζεσαι την ηθική στην πολιτική όταν εκμεταλλεύεσαι έναν νεκρό για να επιτεθείς σε έναν ζωντανό, τον Κ Σαμαρά, όπως έκανε χτες ο Π Καμμένος στο συλλυπητήριο μήνυμά του, που υποτίθεται ότι κόπτεται για τον πολιτικό σεβασμό!


Απλώς, δεν γίνεται. Οι επώνυμοι της δημόσιας σφαίρας που ανέφερα και οι χιλιάδες επώνυμοι και ψευδεπώνυμοι των social media, που πλημμύρισαν μετά τη βόμβα κατά Παπαδήμου και τον θάνατο του Κ Μητσοτάκη το διαδίκτυο με βρισιές και χυδαιότητες δεν έχουν καμιά αγανάκτηση που τους έκανε απολίτιστους. Απλώς είναι απολίτιστοι.


Οι πραγματικοί αγανακτισμένοι δεν κάθονται να βρίζουν με το πληκτρολόγιο μέσα στην ασφάλεια και τη βολή του σπιτιού τους ή του γραφείου. Βγαίνουν στους δρόμους και εξεγείρονται. Κάθε μέρα. Μέχρι να κερδίσουν ή να χάσουν τελειωτικά. Αλλά, τέτοιους αγανακτισμένους δεν έχουμε δει εδώ και τρία χρόνια, με αποτέλεσμα να το επικαλείται και ο πρωθυπουργός ως ένδειξη ανοχής της πολιτικής του! Για ποια αγανάκτηση μιλάμε!


Οι επώνυμοι, πάλι, της δημόσιας σφαίρας κατέχουν το προνόμιο να έχουν θεσμικό ρόλο. Καρέκλα. Και η καρέκλα έχει την ισχύ να ακούγεται χωρίς να βρίζει και να ασεβεί. Επειδή δεν μιλάει αυτός που κάθεται. Μιλάει η καρέκλα του. Όταν κάθεσαι σε δημόσια καρέκλα παύεις να έχεις προσωπικό δημόσιο λόγο. Ισχύει από τη χερσόνησο της Καμτσάκας στη Σιβηρία μέχρι την Αλάσκα ταξιδεύοντας δυτικά, σε όλο τον πλανήτη.


Ο πρωθυπουργός δεν δικαιούται να μιλάει δημόσια σαν ιδιώτης για όσο χρόνο κατέχει την καρέκλα. Είναι υποχρεωμένος να προσέχει τι λέει γιατί μιλάει ως πρωθυπουργός. Το ίδιο ισχύει για καθέναν που κατέχει δημόσια θέση και δημόσιο λόγο για όσο καιρό τα κατέχει.


Στην Ελλάδα υπάρχει μια φάμπρικα τα τελευταία χρόνια, στην οποία ο κάθε επώνυμος πολιτικός ή δημοσιογράφος ανοίγει το στόμα του και λέει ό,τι θέλει, εγείροντας το δικαίωμα ελευθερίας λόγου του πολίτη και όχι της θέσης του! Παγκόσμιο φαινόμενο ανευθυνότητας.


Ο Γ Φιλιππάκης οφείλει να ξέρει ότι γράφει σαν δημοσιογράφος. Δεν έχει ιδιωτικό λόγο σε δημόσια θέα. Δεν υπάρχει τέτοιος διαχωρισμός


Ο κ Καραμέρος μιλάει δημόσια ως αντιπεριφερειάρχης. Δεν υπάρχει ως φυσικό πρόσωπο μέχρι το τέλος της θητείας του.  


Ο κ Καμμένος μιλάει δημόσια ως υπουργός Άμυνας και ως τίποτε άλλο. Κι αυτά ισχύουν για όλες τις ιδιότητες που προανέφερα. Όχι στην Ελλάδα. Σε όλο τον κόσμο χωρίς εξαίρεση!


Αυτά όλα διδάσκονται ήδη στα σχολεία σε όλες τις χώρες. Εκτός από εδώ μάλλον. Όπως διδασκόταν στα σπίτια και στα σχολεία ο σεβασμός στους νεκρούς. Υπό πολύ πιο άγριες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Μάλλον σταμάτησε. Μαζί με όλη την Παιδεία τού πώς εξημερώνεται και εξανθρωπίζεται και εκπολιτίζεται κανείς.


Ο Φλωράκης με τον Κύρκο συγκυβέρνησαν με τον Μητσοτάκη και τον Τζανετάκη. Ο στρατηγός Τσακαλώτος έδωσε τα χέρια με τον Βαφειάδη. Ο Γλέζος αγκαλιάστηκε με τον Φούχτελ. Προφανώς οι επαναστάτες του διαδικτύου είναι πιο επαναστάτες από τους μπαρουτοκαπνισμένους!


Όπως γράφω κουραστικά, η ελληνική κοινωνία είναι σε πολιτισμική παρακμή. Αυτή είναι η αιτία των δεινών της. Δεν γαλουχήθηκε από τις ηγεσίες της για να αντιμετωπίσει τα δύσκολα, αλλά μόνο τα εύκολα. Καλομαθημένη και υπερπροστατευμένη από κράτος και συγγενείς, παράγει μουγκανισμούς αντί για λόγο, και στείρο συναισθηματισμό αντί για λογική. Όχι όλη. Αυτά κυριαρχούν. Τα δείχνουν στο λαό τα πρότυπα. Οι δημόσιοι λειτουργοί.


Υπό αυτές τις συνθήκες, το επικίνδυνο με το διαδίκτυο είναι ότι...

Σαν σήμερα (31/5/ΧΧΧΧ)

1907: Το πρώτο ταξί κάνει την εμφάνισή του στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

1915: Ο Βενιζέλος στις εκλογές λαμβάνει τις 185 από τις 316 έδρες της Βουλής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Οι ψηφοφόροι τάσσονται με τη θέση του Βενιζέλου για έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ».

1952: Ο Νικόλαος Πλαστήρας αναλαμβάνει πρωθυπουργός της Ελλάδας.

1987: Βγαίνει στον αέρα ο πρώτος μη κρατικός ραδιοφωνικός σταθμός. Πρόκειται για τον«Αθήνα 9|84».

1930: Γεννιέται ο Κλιντ Ίστγουντ

1809: Πεθαίνει ο αυστριακός συνθέτης Γιόζεφ Χάιδν

1905: Δολοφονείται κατά την προσέλευσή του στη Βουλή από τον χαρτοπαίκτη και λεσχειάρχη Αντώνη Κωσταγερακάρη ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Αιτία, η απόφαση του Δηλιγιάννη να κλείσει τις χαρτοπαικτικές λέσχες.

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Η απέναντι όχθη



«... Ονειρευότανε πάντοτε την απέναντι όχθη...»


Τελειώνει σιγά - σιγά ο απεριόριστος πολλαπλασιασμός των ψευδαισθήσεων. Στην από εδώ πλευρά της όχθης εξαντλήθηκαν τα θαύματα.

 
Η υπερφίαλη περιγραφή του κόσμου, που έκρυβε μέσα της έναν άρρητο στόχο καθολικής κυριαρχίας, δεν έχει άλλα περιθώρια να θαυμάσει τον εαυτό της.

 
Η χώρα συνωστίζεται στην όχθη του ορμητικού ποταμού. Παρατηρείται υπερσυγκέντρωση. Η απειλούμενη ερήμωση συρρικνώνει το κατοικήσιμο μέρος. Για πολλούς, η σχετική ευμάρεια της αειθαλούς πεδιάδας είναι ήδη παρελθόν. Τα όρια στενεύουν, τα περιθώρια εξαντλούνται.

 
Τα μνημόνια συμπύκνωσαν την αγωνία να συντηρηθεί η αειθαλής πεδιάδα. Η εκδοχή της παράτασης των μνημονίων κρύβει την απειλή των εύκολων λύσεων, μαζί με τον συμβιβασμό και τον φόβο που ως υποψία τα συνοδεύει.
 
 
Η πολιτική συχνά συντρίβει τα πρόσωπα και ακόμη πιο συχνά συντρίβεται μαζί τους. Χάνει τον καθοριστικό ρόλο της και αδυνατεί να ακούσει, να μιλήσει και να πείσει. Ο παραπλανητικός λόγος απέκρυψε τις πηγές της φθοράς. Ο αυτάρεσκος διχασμός τροφοδότησε τον κυβερνητικό χρόνο. Καταστροφικός αυτός ο διχασμός από τον πυρήνα του, παρεμπόδισε την αναγκαία συνεννόηση. Τα μέρη διεκδίκησαν τον δικό τους χώρο στην ερημωμένη όχθη.

 
Εν τω μεταξύ, μέρα με τη μέρα, η φυσιογνωμία της κατακερματισμένης κοινότητας αλλοιώνεται. Απαισιοδοξία. Παραίτηση. Ανομία.

 
Η εσωστρέφεια που προκύπτει δυσκολεύει τη συζήτηση με τον έξω κόσμο. Οι γέφυρες της εμπιστοσύνης έχουν πέσει και φαίνεται ότι ο οικισμός Ελλάς έχει ηττηθεί σε όλα τα μέτωπα.

 
Σε τέτοιες στιγμές, η κοινωνία καλείται να περάσει στην απέναντι όχθη.
Κάθε όχθη είναι ένας φραγμός.

 
Το πέρασμα απαιτεί...