Του ΣΠΥΡΟΥ ΒΛΕΤΣΑ
«Κεντέρης - Κεντέρης»
φώναζαν με πάθος οι θεατές της κούρσας των 100 μέτρων στους
Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το καλοκαίρι του 2004. Ήταν πεπεισμένοι
ότι κάποιος ισχυρός ξένος δάκτυλος είχε αποκλείσει τον Έλληνα πρωταθλητή
από τους αγώνες, άλλωστε τέτοια σενάρια διακινούσαν αρκετά μέσα
ενημέρωσης τις μέρες εκείνες.
Οι θεατές του σταδίου και οι συμπολίτες μας που
δέχτηκαν τα περί ξένης παρέμβασης πίστεψαν με μεγάλη ευκολία ότι οι
Αμερικάνοι φοβήθηκαν τον Κεντέρη και έστησαν το κόλπο για να τον βγάλουν
από το παιχνίδι.
Δεν αναρωτήθηκαν με ποιο τρόπο οι συνωμότες ανάγκασαν
τον Κώστα Κεντέρη και την πρωταθλήτρια Κατερίνα Θάνου να πάρουν μια
μοτοσικλέτα και να φύγουν από το Ολυμπιακό Χωριό για να καταλήξουν στο
γνωστό ατύχημα.
Όσοι υιοθέτησαν τότε τις θεωρίες συνωμοσίας ήθελαν
να απολαμβάνουν τα αισθήματα εθνικής ανωτερότητας, που προέκυπταν από
τις επιτυχίες των αθλητών, αλλά δεν αποδέχονταν τους κανόνες και τις
διαδικασίες των αγώνων. Αυτοί –οι τόσο καχύποπτοι για τα πάντα– δεν
προβληματίστηκαν για το πώς η Ελλάδα έβγαλε ξαφνικά τόσους πρωταθλητές
στο στίβο, θυμίζοντας την ιστορία της Ανατολικής Γερμανίας, της οποίας
οι... επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήταν περισσότερες από όσες είχε
μετά η ενιαία Γερμανία.
Αντί για σκέψη και προβληματισμό, είχαμε εύκολη
υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας η οποία τροφοδότησε την επιθετικότητα.
Η
επιθετικότητα δεν ήταν ξένη στην ελληνική κοινωνία. Σε πολλές πλευρές
της κοινωνικής συμβίωσης η άρνηση των δικαιωμάτων του άλλου είναι
παρούσα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η συμπεριφορά πολλών
οδηγών. Από χρόνια έχει καταργηθεί το δικαίωμα των πεζών να διασχίζουν
με ασφάλεια τις διαβάσεις, ακόμη και αν το φανάρι είναι κόκκινο για τα
αυτοκίνητα και πράσινο για αυτούς. Πολλοί οδηγοί προτιμούν να ρισκάρουν
να στείλουν έναν άνθρωπο στο νοσοκομείο (ή στον τάφο) πάρα να
καθυστερήσουν για λίγα δευτερόλεπτα.
Πίσω από τις συμπεριφορές αυτές κρύβεται όχι απλώς η
επιθυμία για την αποφυγή ακόμη και των πιο αυτονόητων και
αδιαμφισβήτητων κανόνων, αλλά η απαίτηση ο άλλος να εξαφανιστεί, να
πάψει να υπάρχει, ώστε οι δικές μας προτεραιότητες να εξυπηρετούνται
καλύτερα. Έτσι βλέπουν τη ζωή πολλοί συμπολίτες μας, έτσι βλέπουν και τη
θέση της χώρας.
Αυτή η νοοτροπία είναι αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα, να
συγκρουστεί με την πραγματικότητα.
Σε αυτή την κατάσταση μας βρήκε η οικονομική κρίση.
Όπως και στην υπόθεση Κεντέρη, το πρόβλημα για μας δεν ήταν η φούσκα
αλλά το ξεφούσκωμα.
Το πρόβλημα δεν ήταν ότι ενώ η ανταγωνιστικότητα
κατρακυλούσε εμείς ζούσαμε όλο και καλύτερα χάρη στα δανεικά, αλλά ότι
το πάρτι τελείωσε. Και αντί η σύγκρουση με την πραγματικότητα να
ταρακουνήσει τις συνειδήσεις, πάλι οι θεωρίες συνωμοσίας και η
επιθετικότητα κυριάρχησαν.
Έχουν επισημανθεί αρκετές φορές οι ευθύνες των
κυβερνήσεων, των παλιών κομμάτων εξουσίας και των «συστημικών» ΜΜΕ για
τον τρόπο που έγινε η πρόσληψη της κρίσης. Οι παραπάνω παράγοντες
έλεγαν πάνω κάτω ότι οι ξένοι μας ζητούν περικοπές, μας αναγκάζουν να
πάρουμε μέτρα, εμείς είμαστε καλοί και είμαστε αντίθετοι, αλλά θα πρέπει
να υποκύψουμε για να σωθεί η χώρα. Κανείς δεν έλεγε ότι το πρόβλημα
είναι ότι εμείς δεν έχουμε δικά μας λεφτά για να πορευτούμε.
Σε αυτή τη δειλή στάση ήρθε ο «αντισυστημικός»
αντίλογος: Δεν είναι που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς οι κυβερνώντες και
υποκύπτουν, είναι πουλημένοι και αν φύγουν και έρθουν οι σκληροί
διαπραγματευτές θα πιέσουν τους δανειστές, εκείνοι θα υποχωρήσουν και τα
προβλήματα θα λυθούν.
Δεν ήταν δύσκολο η αντισυστιμική εκδοχή των
πραγμάτων να πείσει μια κοινωνία που έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει τα
ζητήματα με τσαμπουκαλίδικο και επιθετικό τρόπο. Κι αν διάφορες άλλες
υποθέσεις στο παρελθόν ήταν μια ανώδυνη αφορμή για να εκτονωθούν τα
«πατριωτικά» αισθήματα ορισμένων, τώρα η οικονομική επιβάρυνση των
νοικοκυριών από την κρίση δραματοποίησε περισσότερο την αντιπαλότητα και
εμφανίστηκαν πολίτες να πιστεύουν ότι «χειρότερα δεν γίνεται» ή ότι
ζουν υπό κατοχή. Είχαμε έτσι και κατά φαντασίαν προλετάριους, που
νόμιζαν ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτε, παρότι είχαν και περιουσία και
σημαντικά εισοδήματα.
Αυτό ήταν το ιδεολόγημα των αγανακτισμένων, που το
εκμεταλλεύτηκαν με τον κατάλληλο τρόπο οι κερδοσκόποι της κρίσης στην
πολιτική και τα ΜΜΕ.
Η συνέχεια είναι γνωστή και τις συνέπειες τις ζούμε.
Σήμερα, την ώρα που όλοι –αργά ή γρήγορα– βγαίνουν από την κρίση και τα μνημόνια, η Ελλάδα βυθίζεται όλο και βαθύτερα στην οικονομική δυσπραγία με τα εισοδήματα να μειώνονται.
Η συνέχεια είναι γνωστή και τις συνέπειες τις ζούμε.
Σήμερα, την ώρα που όλοι –αργά ή γρήγορα– βγαίνουν από την κρίση και τα μνημόνια, η Ελλάδα βυθίζεται όλο και βαθύτερα στην οικονομική δυσπραγία με τα εισοδήματα να μειώνονται.
Όσο για τους χθεσινούς αγανακτισμένους...
Εφόσον εκείνοι είναι οι περισσότερο παραπλανημένοι, θα
περίμενε κανείς να επιτίθενται σήμερα εναντίον αυτών που τόσο μεθοδικά
τους ξεγέλασαν και τους χρησιμοποίησαν για να στρογγυλοκαθίσουν στις
καρέκλες της εξουσίας. Μιας εξουσίας που έχει καταστεί αυτοσκοπός και
έχει αδειάσει από κάθε περιεχόμενο. Γι’ αυτό και τα μνημόνια ψηφίζονται
δίχως ίχνος ντροπής.
Από περιεχόμενο φαίνεται να έχει αδειάσει και η
παλιά αγανάκτηση. Οι χθεσινοί «αγανακτισμένοι» δεν στρέφονται εναντίον
του Τσίπρα και του Καμμένου, γιατί τότε θα έπρεπε να στραφούν και
εναντίον του εαυτού τους. Έτσι μένουν οι μεν με την πολυαγαπημένη τους
εξουσία, οι δε με τα απομεινάρια της παλιάς τους επιθετικότητας, τα
οποία δεν ξέρουν πια τι να τα κάνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου