EΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Γράφει ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ
Η άρνηση αποτελεί κατά κανόνα μια ενστικτώδη αντίδραση που τείνει στη διαφύλαξη της νομιζόμενης καθαρότητας ή αυτονομίας του αρνητή, δηλαδή μια κατ’ εξοχήν αμυντική αντίδραση. Συχνά δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια έμμεση παραδοχή της μικρότητας ή της κατωτερότητάς μας, που δεν μας επιτρέπουν να προσχωρήσουμε σ’ ό,τι υπερβαίνει τις περιορισμένες δυνατότητές μας να το κατανοήσουμε, να το εκμεταλλευτούμε ή να το αποδεχτούμε. Η καθολικότητα της άρνησης επομένως, όταν στερείται αποχρώσας αιτίας, μόνον καθολική δεν είναι. Κινούμενοι μεταξύ άγνοιας, συστολής και αντίδρασης ανακαλύπτουμε ηρωικά νοήματα στην απουσία νοήματος και αρνούμενοι αυτό που φοβόμαστε αποδεχόμαστε την ανομολόγητη ασημαντότητά μας.
Στη ζωή τα πάντα έχουν όρια. Τα πάντα είναι πεπερασμένα. Και η άρνηση έχει όρια. Συνήθως όρια που δεν τα ορίζει η ίδια αλλά η φύση και το περιεχόμενο αυτού που αρνούμαστε.
Η άρνηση χωρίς επιβολή είναι ασήμαντη. Μια σημαδούρα που την παρασύρει το ισχυρό ρεύμα ή την κρατάει ακίνητη στη θέση της η ισχυρή άπνοια. Αν η ίδια η άρνηση δεν έχει τη δύναμη και τα μέσα να πάει εμπρός ή πίσω ή ακόμη και να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, στις διάφορες παραμέτρους της βούλησης, περισσότερο χρησιμεύει ως πρόσχημα ή άλλοθι παρά ως αληθινή ζωτική λειτουργία, ως έκφανση μιας άγρυπνης και αυτόνομης συνείδησης.
Αν τα όρια δεν μπορείς να τα βάλεις εσύ, θα τα βάλουν οι άλλοι. Είναι τόσο απλό. Αν η άρνησή σου δεν είναι τόσο ισχυρή ώστε να επιβληθεί στους άλλους, τότε απλώς διευκολύνει αυτούς τους άλλους. Τους δίνει το έναυσμα για να προχωρήσουν εκεί που ούτως ή άλλως θα προχωρούσαν, απαλλάσσοντάς τους ταυτόχρονα από τον πονοκέφαλο της επινόησης των δικών τους προσχημάτων. Θυμηθείτε τους Αθηναίους και τους Μηλίους.
Η άρνηση του πολιτικού κατεστημένου που έφερε τη χώρα στην πτώχευση ήταν απλώς μια άρνηση. Δεν ήταν μια συνειδητή, δημιουργική, θετική στάση υπέρ μιας άλλης πρότασης. Άλλη πρόταση δεν υπήρχε.
Όμως χωρίς άλλη πρόταση τα πράγματα μοιραία θα επέστρεφαν σε ό,τι υποτίθεται ότι αποστρέφονταν. Η ανυπαρξία άλλης πρότασης αποδείχθηκε από την πορεία των πραγμάτων. Από τα "Όχι" που γίνηκαν "Ναι", από την εξακολούθηση της ίδιας πολιτικής έως τις ακραίες συνέπειές της, δηλαδή την υπερφορολόγηση, τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, τις οργανωμένες ελεγχόμενες καταστροφές γύρω από έναν προστατευόμενο πυρήνα, τη βαθμιαία εστίαση των υποτιθέμενων διαφορών όχι σε ιδέες, όχι σε πρακτικές, αλλά σε πρόσωπα.
Πρόσωπα που υπηρετούσαν την άρνηση της αξίας, η οποία αποτέλεσε την αιτία της κρίσης.
Πρόσωπα που, νομοτελειακά, θα έφταναν – ώσπου έφτασαν – να συμβολίζονται και να στροβιλίζονται γύρω από τον miserabile visu Καρανίκα. Κάποιον Καρανίκα.
Μια άρνηση που όταν πρωτοδιατυπώνεται φέρεται να αφορά παθογένειες και όταν υλοποιείται περιορίζεται σε πρόσωπα πόσο γνήσια μπορεί να είναι;
Πόσο αληθινή;
Κι αν δεν είναι αληθινή, τότε πού τελειώνει; Πώς τελειώνει;
Την απάντηση τη δίνει...
η κυκλικότητα της οικονομικής μας αποτυχίας:
Τούτες τις έσχατες μέρες την πιστοποίησε και η ανομολόγητη πραγματικότητα της εθνικής αποτυχίας.
Τα νησιά που γίναν αριθμοί σ’ έναν αόριστο, γκρίζο, ούτε δικό ούτε ξένο χάρτη.
Οι απαιτήσεις της Τουρκίας που λαμβάνουν πλέον τη μορφή ολομέτωπης επίθεσης υπό συνθήκες ολομέτωπης δικής μας αναδίπλωσης.
Το ξεροκόμματο που προσφέρθηκε ξεδιάντροπα, χωρίς κανένα ενδοιασμό ως προς την τιμή του τετιμημένου, προκειμένου η χώρα να αποδεχτεί τον ρόλο του λιτοδίαιτου στρατοπεδάρχη και την κατάσταση ασφυξίας ως ανθρωπιστική γυμναστική.
Ο διακριτός πλέον ρόλος του εντός, εκτός και επί ταυτά. Του μέλους μη μέλους. Του τειχισμένου προπομπού και συνάμα του στιγματισμένου αποσυνάγωγου. Του περήφανου αρνητή παρία, ο οποίος, αυτοϊκανοποιούμενος με την άρνησή του, την επόμενη κιόλας στιγμή είναι έτοιμος να αποδεχθεί όλα όσα εξακολουθεί με πάθος να αρνείται.
Η συζήτηση περί ορίων έχει πλέον μεταβληθεί σε πραγματεία περί του μηδενός.
Πρώτα μηδενιστήκαμε και ύστερα μας μηδένισαν.
Πρώτα αυτοκαθοριστήκαμε ως ηρωικά μηδενικά σε αναζήτηση εξωπλανήτη και ύστερα μας ετεροκαθόρισαν ως extra muros. Κι αν ο κομπασμός, όπως άλλωστε και τα λόγια παρηγοριάς, είναι δωρεάν, τα πράγματα δεν είναι. Nervus rerum pecuniam, διακήρυττε ο Κικέρων. Αλλά οι διακηρύξεις αυτού του είδους μας είναι ξένες, ακατανόητες, εκτός των ορίων της περήφανης άρνησής μας.
Τα μόνα πράγματα στα οποία ακόμη έχουμε πρόσβαση είναι τα ψίχουλα που μας πετούν οι φρουροί του τείχους και το κομπολόι των αριθμών που κατέλυσε – όχι με στρατεύματα και στόλους φοβερούς, αλλά με κοντραμπάντο ψυχών – το μέγα της θαλάσσης κράτος.
Ευτυχώς που η άρνησή μας δεν αγοράζεται. Είναι το όπλο που ακουμπήσαμε πάνω στο τραπέζι ώσπου να χάσουμε και το τραπέζι...
Γράφει ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ
Παρότι η κρατούσα άποψη επιμένει –μ’
έναν τρόπο σχεδόν δογματικό, εν είδει συμπαντικής σταθεράς– να ταυτίζει
την άρνηση με διάφορες ηρωικών αποχρώσεων μορφές αντίστασης, μάλλον το
αντίθετο συμβαίνει με την πλειονότητα των αρνήσεων. Κατά κανόνα
οφείλονται σε φόβο, αδυναμία ή απροθυμία κατανόησης αυτού που αρνούμαστε
και πολύ σπάνια – τόσο σπάνια όσο συμβαίνουν όλες οι απολύτως
ενσυνείδητες επιλογές, δηλαδή σπανιότατα – σε διλήμματα τόσο πραγματικά
και τόσο ισχυρά που να θυμίζουν την κατά E. M. Forster επιλογή ανάμεσα
στο "μεγάλο ναι" και το "μεγάλο όχι".
Η άρνηση αποτελεί κατά κανόνα μια ενστικτώδη αντίδραση που τείνει στη διαφύλαξη της νομιζόμενης καθαρότητας ή αυτονομίας του αρνητή, δηλαδή μια κατ’ εξοχήν αμυντική αντίδραση. Συχνά δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια έμμεση παραδοχή της μικρότητας ή της κατωτερότητάς μας, που δεν μας επιτρέπουν να προσχωρήσουμε σ’ ό,τι υπερβαίνει τις περιορισμένες δυνατότητές μας να το κατανοήσουμε, να το εκμεταλλευτούμε ή να το αποδεχτούμε. Η καθολικότητα της άρνησης επομένως, όταν στερείται αποχρώσας αιτίας, μόνον καθολική δεν είναι. Κινούμενοι μεταξύ άγνοιας, συστολής και αντίδρασης ανακαλύπτουμε ηρωικά νοήματα στην απουσία νοήματος και αρνούμενοι αυτό που φοβόμαστε αποδεχόμαστε την ανομολόγητη ασημαντότητά μας.
Στη ζωή τα πάντα έχουν όρια. Τα πάντα είναι πεπερασμένα. Και η άρνηση έχει όρια. Συνήθως όρια που δεν τα ορίζει η ίδια αλλά η φύση και το περιεχόμενο αυτού που αρνούμαστε.
Η άρνηση χωρίς επιβολή είναι ασήμαντη. Μια σημαδούρα που την παρασύρει το ισχυρό ρεύμα ή την κρατάει ακίνητη στη θέση της η ισχυρή άπνοια. Αν η ίδια η άρνηση δεν έχει τη δύναμη και τα μέσα να πάει εμπρός ή πίσω ή ακόμη και να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, στις διάφορες παραμέτρους της βούλησης, περισσότερο χρησιμεύει ως πρόσχημα ή άλλοθι παρά ως αληθινή ζωτική λειτουργία, ως έκφανση μιας άγρυπνης και αυτόνομης συνείδησης.
Αν τα όρια δεν μπορείς να τα βάλεις εσύ, θα τα βάλουν οι άλλοι. Είναι τόσο απλό. Αν η άρνησή σου δεν είναι τόσο ισχυρή ώστε να επιβληθεί στους άλλους, τότε απλώς διευκολύνει αυτούς τους άλλους. Τους δίνει το έναυσμα για να προχωρήσουν εκεί που ούτως ή άλλως θα προχωρούσαν, απαλλάσσοντάς τους ταυτόχρονα από τον πονοκέφαλο της επινόησης των δικών τους προσχημάτων. Θυμηθείτε τους Αθηναίους και τους Μηλίους.
Η άρνηση του πολιτικού κατεστημένου που έφερε τη χώρα στην πτώχευση ήταν απλώς μια άρνηση. Δεν ήταν μια συνειδητή, δημιουργική, θετική στάση υπέρ μιας άλλης πρότασης. Άλλη πρόταση δεν υπήρχε.
Όμως χωρίς άλλη πρόταση τα πράγματα μοιραία θα επέστρεφαν σε ό,τι υποτίθεται ότι αποστρέφονταν. Η ανυπαρξία άλλης πρότασης αποδείχθηκε από την πορεία των πραγμάτων. Από τα "Όχι" που γίνηκαν "Ναι", από την εξακολούθηση της ίδιας πολιτικής έως τις ακραίες συνέπειές της, δηλαδή την υπερφορολόγηση, τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, τις οργανωμένες ελεγχόμενες καταστροφές γύρω από έναν προστατευόμενο πυρήνα, τη βαθμιαία εστίαση των υποτιθέμενων διαφορών όχι σε ιδέες, όχι σε πρακτικές, αλλά σε πρόσωπα.
Πρόσωπα που υπηρετούσαν την άρνηση της αξίας, η οποία αποτέλεσε την αιτία της κρίσης.
Πρόσωπα που, νομοτελειακά, θα έφταναν – ώσπου έφτασαν – να συμβολίζονται και να στροβιλίζονται γύρω από τον miserabile visu Καρανίκα. Κάποιον Καρανίκα.
Μια άρνηση που όταν πρωτοδιατυπώνεται φέρεται να αφορά παθογένειες και όταν υλοποιείται περιορίζεται σε πρόσωπα πόσο γνήσια μπορεί να είναι;
Πόσο αληθινή;
Κι αν δεν είναι αληθινή, τότε πού τελειώνει; Πώς τελειώνει;
Την απάντηση τη δίνει...
η κυκλικότητα της οικονομικής μας αποτυχίας:
Τούτες τις έσχατες μέρες την πιστοποίησε και η ανομολόγητη πραγματικότητα της εθνικής αποτυχίας.
Τα νησιά που γίναν αριθμοί σ’ έναν αόριστο, γκρίζο, ούτε δικό ούτε ξένο χάρτη.
Οι απαιτήσεις της Τουρκίας που λαμβάνουν πλέον τη μορφή ολομέτωπης επίθεσης υπό συνθήκες ολομέτωπης δικής μας αναδίπλωσης.
Το ξεροκόμματο που προσφέρθηκε ξεδιάντροπα, χωρίς κανένα ενδοιασμό ως προς την τιμή του τετιμημένου, προκειμένου η χώρα να αποδεχτεί τον ρόλο του λιτοδίαιτου στρατοπεδάρχη και την κατάσταση ασφυξίας ως ανθρωπιστική γυμναστική.
Ο διακριτός πλέον ρόλος του εντός, εκτός και επί ταυτά. Του μέλους μη μέλους. Του τειχισμένου προπομπού και συνάμα του στιγματισμένου αποσυνάγωγου. Του περήφανου αρνητή παρία, ο οποίος, αυτοϊκανοποιούμενος με την άρνησή του, την επόμενη κιόλας στιγμή είναι έτοιμος να αποδεχθεί όλα όσα εξακολουθεί με πάθος να αρνείται.
Η συζήτηση περί ορίων έχει πλέον μεταβληθεί σε πραγματεία περί του μηδενός.
Πρώτα μηδενιστήκαμε και ύστερα μας μηδένισαν.
Πρώτα αυτοκαθοριστήκαμε ως ηρωικά μηδενικά σε αναζήτηση εξωπλανήτη και ύστερα μας ετεροκαθόρισαν ως extra muros. Κι αν ο κομπασμός, όπως άλλωστε και τα λόγια παρηγοριάς, είναι δωρεάν, τα πράγματα δεν είναι. Nervus rerum pecuniam, διακήρυττε ο Κικέρων. Αλλά οι διακηρύξεις αυτού του είδους μας είναι ξένες, ακατανόητες, εκτός των ορίων της περήφανης άρνησής μας.
Τα μόνα πράγματα στα οποία ακόμη έχουμε πρόσβαση είναι τα ψίχουλα που μας πετούν οι φρουροί του τείχους και το κομπολόι των αριθμών που κατέλυσε – όχι με στρατεύματα και στόλους φοβερούς, αλλά με κοντραμπάντο ψυχών – το μέγα της θαλάσσης κράτος.
Ευτυχώς που η άρνησή μας δεν αγοράζεται. Είναι το όπλο που ακουμπήσαμε πάνω στο τραπέζι ώσπου να χάσουμε και το τραπέζι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου