Οι βασικές αρχές του φορολογικού δικαίου
–οι αρχές της αναλογικότητας και της προσφορότητας– αποτελούν σχετικά
νέα κατάκτηση. Συνδέονται με τη θέσπιση συνταγματικών χαρτών στα κράτη
που κάπως γενικευτικά αποκαλούμε "Δύση" και είναι απόρροια της
γενικότερης πίστης των πατέρων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στη δύναμη της
ανθρώπινης λογικής.
Η αρχή της αναλογικότητας συνδέει το
ύψος των φορολογικών επιβαρύνσεων των πολιτών με το ύψος των εισοδημάτων
τους. Κάθε φορολογική επιβάρυνση που υπερβαίνει ένα ορισμένο ύψος,
ουσιαστικά κάθε επιβάρυνση που απειλεί τη διατήρηση ενός αξιοπρεπούς
επιπέδου ζωής, δικαιολογεί την "ανάκτηση" των "φυσικών δικαιωμάτων", και
αυτόχρημα καθιστά την εξουσία "τυραννική", σύμφωνα με το σχετικό
σκεπτικό του John Locke.
Εξάλλου, η αρχή της προσφορότητας συνδέει τον
προσδιορισμό του ύψους του φόρου αφενός με την επίτευξη ενός ορισμένου
ύψους δημοσίων εσόδων που επιτρέπουν την απρόσκοπτη λειτουργία του
κράτους και, αφετέρου, με τη βιωσιμότητα του ίδιου του φορολογικού
συστήματος.
Προϋπόθεση της εφαρμογής αμφοτέρων των
αρχών, όπως άλλωστε και κάθε συστήματος φορολογίας, είναι η παραγωγή και
η ύπαρξη πλούτου – διαφορετικά ισχύει η "μενίππειος ένσταση" ("Ουκ αν
λάβοις παρά του μη έχοντος") και δεν τίθεται καν θέμα επιστροφής στη
"φυσική κατάσταση".
Φαινόμενα μηδενικής παραγωγής πλούτου παρατηρούνται
σε failed states, στα οποία – σύμφωνα με τον σχετικό τεχνικό όρο του
διεθνούς δικαίου – δεν γίνεται καν λόγος για συντεταγμένες κρατικές
δομές αλλά μόνο για "πραγματικό έλεγχο επί του εδάφους", συνήθως από μη
κρατικούς φορείς.
Υποτίθεται – αν κάνω λάθος διορθώστε με –
ότι η παρούσα κυβέρνηση διαδέχθηκε την προηγούμενη πρωτίστως διότι η
προκάτοχός της επέβαλε φόρους που υπερέβαιναν τη φοροδοτική ικανότητα
του λαού και συνεπώς παραβίαζαν τις δύο προαναφερθείσες αρχές και
απονομιμοποιούσαν την εξουσία η οποία τους θέσπισε αξιώνοντάς την
καταβολή τους.
Κανένας σοβαρός παρατηρητής δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει
με τη διαπίστωση αυτή. Όταν, φερ’ ειπείν, η πτώση των πραγματικών τιμών
των ακινήτων λόγω ύφεσης είναι τέτοια ώστε οι αντικειμενικές τιμές να
υπερβαίνουν την εμπορική τους αξία και η κυβέρνηση παριστάνει την
ανήξερη και επιβάλλει φορολογία βασισμένη στις πλασματικές τιμές, τότε, η
απονομιμοποίηση και αυτονόητη είναι και έτι επηυξημένη από την ύφεση
και τις συνέπειες της ύφεσης στα εισοδήματα.
Δείτε όμως τι συμβαίνει τώρα.
Η νυν
κυβέρνηση, επικαλούμενη την υπερψήφισή της κατά τις δεύτερες εκλογές του
2015, όχι μόνο διατηρεί τους παράλογους φόρους που επέβαλε η προκάτοχός
της, αλλά τους επαυξάνει. Σύμφωνα με όσα μετ’ επιτάσεως δημοσιεύονται
στον Τύπο, συνήθως μέσω διαρροών, αναμένεται μεγάλη αύξηση της
φορολογίας σε κάθε κινητό και ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. Και τούτο
μάλιστα υπό συνθήκες περαιτέρω μείωσης των εισοδημάτων, τόσο μέσω
περικοπών μισθών και συντάξεων όσο και μέσω της μείωσης των αφορολογήτων
ορίων και της αναδιαμόρφωσης των φορολογικών συντελεστών με στόχο τα
μέχρι πρότινος θεωρούμενα "χαμηλά εισοδήματα".
Το γεγονός δεν πρέπει να μας ξενίζει:
Για τις ελληνικές κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης το βασικό ζητούμενο δεν
υπήρξε ποτέ η αύξηση του πλούτου – τον οποίο άλλωστε, άλλες λιγότερο
και άλλες περισσότερο, και πάντως ανάλογα και με τις ιδεολογικές τους
αναγνώσεις, δαιμονοποιούσαν – αλλά η διατήρηση των παρασιτικών δομών που
ευθέως αντιστρατεύονται κάθε έννοια δημιουργίας πλούτου.
Επί δεκαετίες, προβαλλόταν το επιχείρημα
ότι ο μόνος δυνατός, αξιόπιστος, δίκαιος, "φιλολαϊκός" μοχλός ανάπτυξης
είναι το κράτος.
Ένα κράτος, όμως, που με όποια οικονομική
δραστηριότητα και αν καταπιάστηκε παρήγαγε μόνο ζημίες, ελλείμματα και
νέα προβλήματα.
Ένα κράτος που διαρκώς επεκτεινόταν
χωρίς καμία ισχυρή, πρόσφορη, βιώσιμη οικονομική βάση που να δικαιολογεί
αυτή την επέκταση.
Ένα δανειζόμενο και διαρκώς ενισχυόμενο κράτος, το
οποίο λειτουργούσε με βάση την "αφελή" αρχή ότι όσα δανείζεται θα τα
κάνει μισθούς και συντάξεις και αυτά πάλι θα ανακυκλώνονται μέσω της
κατανάλωσης και θα υποστηρίζουν αενάως μια οικονομία υπηρεσιών, στο
πλαίσιο της οποίας όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Υπό την προϋπόθεση,
βεβαίως, ότι και ο δανεισμός και οι ενισχύσεις θα συνεχίζονταν αενάως.
Ουδείς απασχολήθηκε, τουλάχιστον δημοσίως, με το ενδεχόμενο αυτός ο
"κύκλος" να μην είναι ενάρετος αλλά φαύλος και η αδυναμία παραγωγής
πραγματικού, απτού πλούτου να οδηγήσει τη χώρα στην καταστροφή.
Όταν το κόστος δανεισμού άρχισε να
αυξάνεται και να φθάνει σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, το ίδιο αυτό κράτος
επιχείρησε – σποραδικά, σπασμωδικά και με αποκλειστικό γνώμονα τις
διάφορες εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες – να εφαρμόσει περιοριστικές
πολιτικές οι οποίες, αν και μόλις απέδιδαν κάτι, αμέσως εγκαταλείπονταν
έως την επόμενη στροφή του δρόμου και τον επόμενο μεγάλο ή μικρό
εκτροχιασμό. Κάθε ευκαιρία που δόθηκε στη χώρα, ακόμη και ο ιδιαίτερα
φθηνός δανεισμός των πρώτων χρόνων της συμμετοχής στη ζώνη του ευρώ,
σπαταλήθηκε στην περίφημη "σύγκλιση".
Θυμάστε τη χρήση του όρου επί των
κυβερνήσεων Σημίτη; Περίπου ταυτιζόταν με τη μισθολογική σύγκλιση με τις
χώρες του σκληρού πυρήνα της ΕΕ. Ούτε κουβέντα βέβαια για παραγωγική,
διοικητική, τεχνολογική, θεσμική, ολοκληρωμένη σύγκλιση. Η ανεύθυνη και
"ευδαίμων" διαχείριση των δανεικών έως και το 2009 έφερε τη χρεοκοπία.
Η περίφημη εποχή των "Μνημονίων"
αποτέλεσε την τελευταία χαμένη ευκαιρία. Οι λεγόμενες "μνημονιακές
κυβερνήσεις" (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο όσο το δυνατόν πιο ουδέτερο)
ερμήνευσαν την έννοια της "προσαρμογής" εντελώς μονοδιάστατα – κάτι που
αποδεικνύεται πρωτίστως από τις πράξεις, όχι από τους λόγους τους.
Η συνεχής διόγκωση της φορολογίας
αποτέλεσε το μοναδικό μέσο προσαρμογής. Η "άλλη επιλογή", της
πραγματικής μείωσης των δαπανών, απλώς συγκαλύφθηκε πίσω από την επιβολή
οριζόντιων μειώσεων μισθών και συντάξεων. Ταυτόχρονα, όμως, η διατήρηση
της δομής του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα ως είχαν,
επιβαρυνόμενη περαιτέρω από τις μαζικές και "γενναιόδωρες" πρόωρες
συνταξιοδοτήσεις, εξανέμιζαν το όποιο μικρό – ούτως ή άλλως –
δημοσιονομικό όφελος των οριζόντιων περικοπών.
Χιλιάδες δημόσιοι
οργανισμοί παραγωγής αργομισθιών παρέμειναν άθικτοι.
Οι δημόσιες
αναθέσεις παρέμειναν άθικτες.
Η τεχνολογική καθυστέρηση αποτέλεσε
συνειδητή επιλογή.
Ακόμη και σήμερα το κράτος δεν γνωρίζει στο σύνολό
του τον αριθμό των διάφορων "φορέων" που τελούν υπό τον άμεσο ή τον
έμμεσο έλεγχό του. Καμία σοβαρή απογραφή, καμία σοβαρή προσπάθεια
εξορθολογισμού, κινήσεις μόνο για τα μάτια και προς καθησυχασμό των
δανειστών, αδράνεια και παραλυσία υπό συνθήκες τέλους χρόνου.
Οπότε τι;
Η
φορολογία.
Δείτε ένα επίκαιρο παράδειγμα: