Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ
Πριν από είκοσι χρόνια, τα λέγαμε «εθνικά
θέματα» (κακώς, αλλά ας είναι καλά ο πρόεδρος Αντώνης και το Μακεδονικό
του...) και ήσαν τα μόνα που άξιζαν τον τιμημένο προσδιορισμό «εθνικά».
Ολα τα άλλα, τα Δημόσια Οικονομικά, η Υγεία, η Παιδεία κ.λπ., όλα αυτά δηλαδή που συνιστούν το κράτος μας που κατέρρευσε με τη χρεοκοπία, ήσαν δευτερεύοντα για τους πολλούς, αδιάφορα και αφημένα στη ρουτίνα του λαϊκισμού αριστερού ή δεξιού.
Εκτοτε έγιναν πολλά: η ανάπτυξη της δεκαετίας του 1990, στην πορεία προς το ευρώ, καθώς και το παρελκόμενο life-style, που εξέφραζε τις ανάγκες μιας κοινωνίας, η οποία ξαφνικά μάθαινε να απολαμβάνει πολυτέλειες άγνωστες μέχρι πρότινος, μας έστρεψαν αλλού. Η ευζωία έγινε το δικό μας American dream. Επειτα, ως γνήσιοι επαρχιώτες του κόσμου που είμαστε, την ψωνίσαμε με τους Ολυμπιακούς και, αφού τους κάναμε πολύ ωραία (αλλά με τι κόστος...), πιστέψαμε πια ότι είχαμε περάσει σε μία κατηγορία από την οποία υποβιβασμός δεν θα μπορούσε να γίνει.
Εκεί ήταν το απόγειο της ιστορικής εποχής της Αστακομακαρονάδας, που έληξε απότομα το 2010 με το κακορίζικο στο Καστελλόριζο.
Δεν μπορώ να μην επισημάνω την ειρωνεία που παράγει η σύγκριση με το σήμερα. Διότι το ενδιαφέρον των περισσοτέρων σήμερα είναι στραμμένο σε πεζά θέματα, στο άδηλο μέλλον του Ασφαλιστικού, της Παιδείας ή στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ώστε να γλιτώσουμε το «κούρεμα» καταθέσεων, ενώ χρόνος και όρεξη για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ―αυτά που τόσο στενόμυαλα κάποτε τα λέγαμε «εθνικά» και διαρρηγνύαμε σώβρακα και καλσόν― δεν περισσεύουν.
Και όμως, σε έναν καιρό όπου δεν έχουμε νου ούτε διάθεση για ελληνοτουρκικά, συμβαίνουν μετατοπίσεις των ισορροπιών, τις οποίες η εξωτερική πολιτική μας θα είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια.
Με λίγα λόγια: το προσφυγικό, αφότου έγινε ευρωπαϊκό ζήτημα, έχει εξελιχθεί σε παράμετρο, αρνητική για τα δικά μας συμφέροντα, στα ελληνοτουρκικά.
Από την αρχή της «αύξησης των προσφυγικών ροών» (λατρεμένη γραφειοκρατική γλώσσα...), οι εταίροι μας στην Ευρώπη κατάλαβαν ότι η χώρα-κλειδί για τον μεσοπρόθεσμο έλεγχο της φυγής των προσφύγων προς Ευρώπη ήταν η Τουρκία. Προς αυτήν, λοιπόν, όπως έδειξαν οι κατοπινές εξελίξεις, στράφηκε ανενδοίαστα το ενδιαφέρον τους.
Το πώς αυτή η μετατόπιση επηρεάζει τα ελληνοτουρκικά φάνηκε με τον καλύτερο τρόπο στην ευρωπαϊκή πρόταση προς Ελλάδα και Τουρκία να οργανώσουν κοινές περιπολίες για τη φύλαξη των θαλασσίων συνόρων.
Δεν έχει σημασία ότι εμείς ξεγλιστρήσαμε από τη φρικτή ευθύνη, γιατί ίσως είναι προσωρινό.
Σημασία έχει ότι οι εταίροι μας, παρά τη γνώση που έχουν της περιπλοκότητας και του ιστορικού βάθους των ελληνοτουρκικών, μας το ζήτησαν, επειδή απλώς το υπαγορεύει η λογική της πραγματικότητας.
Κάποτε θα μας είχε σοκάρει μια τέτοια παραίνεση ―τώρα ποιος νοιάζεται. (Και ίσως δικαίως· διότι και να δεχόμασταν, δεν νομίζω ότι έχουμε το επίπεδο της οργάνωσης και της ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού ώστε να το πραγματοποιήσουμε...).
Επειδή δεν νομίζω ότι θα ξεμπερδέψουμε εύκολα από πιέσεις που θα αγγίζουν εξίσου προσφυγικό και ελληνοτουρκικά, έχω την εντύπωση ότι αυτό που συνέβη ήταν το τίμημα της αποτυχίας της συντηρητικής πολιτικής που ακολουθούσαμε εδώ και χρόνια στα ελληνοτουρκικά ― και την ακολουθούσαμε έως ένα βαθμό δικαιολογημένα.
Ουσιαστικά, συντηρούσαμε τα ανοικτά θέματα στο Αιγαίο, αρνούμενοι να διαπραγματευθούμε ευθέως με έναν ισχυρότερο γείτονα και φοβούμενοι να πάμε το θέμα στα Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δηλαδή σε μια μέση λύση.
Περιμέναμε να αλλάξει η συγκυρία και να γίνει ευνοϊκότερη.
Να όμως που άλλαξε και έγινε δυσμενέστερη. Και καλά, εμείς θα κάνουμε ό,τι κάναμε πάντα: θα προσπαθούμε να κάνουμε τους τρίτους να δουν τα ελληνοτουρκικά μέσα από το δικό μας πρίσμα. Οι άλλοι πόσο θα έχουν διάθεση να πεισθούν, όταν το προσφυγικό απειλεί την ελευθερία κίνησης, μια από τις βασικές στην Ευρωπαϊκή Ενωση;
Το θέμα περιπλέκεται με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο για τον τρίτο παρατηρητή ― δυσάρεστο τρόπο, όμως, για όσους δεν είμαστε τρίτοι.
Διότι η αδυναμία μας να συνεργαστούμε για το (ευρωπαϊκό πλέον) προσφυγικό αναπόφευκτα θα συνδεθεί με το γενικότερο ευρωπαϊκό ζήτημα της Ελλάδος και, ενδεχομένως, να ενισχύσει την εντύπωση της χώρας μας ως ενός αποτυχημένου κράτους (failed state).
Η πρόσφατη συμφωνία της περασμένης Κυριακής (αυτή με τον Τσίπρα αποσυνάγωγο στην άκρη της φωτογραφίας...) είναι, σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις της Ευρώπης, προσωρινή και ανεπαρκής.
Αμφιβάλλω όμως αν μπορούμε να εφαρμόσουμε έστω και αυτά τα λίγα που δεχθήκαμε, τις 30 συν 20 χιλιάδες. Μπορεί ο υπουργός Γιάννης Μουζάλας να είναι έμπειρος και σοβαρός, αλλά εδώ ένας ικανός και καλοπροαίρετος άνθρωπος δεν αρκεί, απαιτείται και ένα ολόκληρο κράτος από πίσω.
Πιστεύετε εσείς ότι υπάρχει;
Εγώ βλέπω εμφανή την αδυναμία μας στα στοιχειώδη:
Τη φύλαξη των συνόρων μας, μια από τις πρωταρχικές υποχρεώσεις ενός κράτους.
Παρότι είμαστε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, η προσπάθειά μας να αποφύγουμε την εμπλοκή του ελληνικού στρατού είναι χαρακτηριστική αυτής της αδυναμίας μας και είναι αντίθετη προς την τάση που διαβλέπω σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Δεν θα με εξέπληττε, λ.χ., αν η Γερμανία ανέθετε και στον στρατό της καθήκοντα για τη διαχείριση του προσφυγικού, όταν η δική τους Αστυνομία ανακοινώνει επισήμως ότι η αύξηση στα θανατηφόρα τροχαία οφείλεται στην απορρόφηση των δυνάμεών της στο προσφυγικό, με αποτέλεσμα να έχει ουσιαστικά σταματήσει η λειτουργία της Τροχαίας.
Αν η πίεση στους μηχανισμούς των ευρωπαϊκών κρατών αυξηθεί, θα είναι μόνον θέμα χρόνου η αναγκαστική αξιοποίηση του στρατού από τους Ευρωπαίους. Σε τελευταία ανάλυση, το στρατιωτικό επάγγελμα διεθνώς έχει σωρεύσει πολύτιμη πείρα τα τελευταία χρόνια στη διαχείριση ανθρωπιστικών κρίσεων. Οπως αντιλαμβάνομαι, όμως, εμείς ούτε να το σκεφθούμε, προκειμένου να μην καταρρεύσει ο τελευταίος μας μύθος: του στρατού μας, όπως τον βλέπουμε στις παρελάσεις. (Αξιοσημείωτο, παρεμπιπτόντως, ότι ο μύθος επιβιώνει σε αυτούς που έχουν κάνει τη θητεία τους στον ελληνικό στρατό...).
Για να το κλείσω όσο πιο ευχάριστα γίνεται, το δομικό πρόβλημα του κράτους μας και η κατάρρευση της οικονομίας μας μπερδεύονται τώρα και με τα πάλαι ποτέ «εθνικά».
Συγγνώμη αν σας δυσαρεστώ, αλλά αυτό ήταν το πιο ευχάριστο που μπορούσα...
Ολα τα άλλα, τα Δημόσια Οικονομικά, η Υγεία, η Παιδεία κ.λπ., όλα αυτά δηλαδή που συνιστούν το κράτος μας που κατέρρευσε με τη χρεοκοπία, ήσαν δευτερεύοντα για τους πολλούς, αδιάφορα και αφημένα στη ρουτίνα του λαϊκισμού αριστερού ή δεξιού.
Εκτοτε έγιναν πολλά: η ανάπτυξη της δεκαετίας του 1990, στην πορεία προς το ευρώ, καθώς και το παρελκόμενο life-style, που εξέφραζε τις ανάγκες μιας κοινωνίας, η οποία ξαφνικά μάθαινε να απολαμβάνει πολυτέλειες άγνωστες μέχρι πρότινος, μας έστρεψαν αλλού. Η ευζωία έγινε το δικό μας American dream. Επειτα, ως γνήσιοι επαρχιώτες του κόσμου που είμαστε, την ψωνίσαμε με τους Ολυμπιακούς και, αφού τους κάναμε πολύ ωραία (αλλά με τι κόστος...), πιστέψαμε πια ότι είχαμε περάσει σε μία κατηγορία από την οποία υποβιβασμός δεν θα μπορούσε να γίνει.
Εκεί ήταν το απόγειο της ιστορικής εποχής της Αστακομακαρονάδας, που έληξε απότομα το 2010 με το κακορίζικο στο Καστελλόριζο.
Δεν μπορώ να μην επισημάνω την ειρωνεία που παράγει η σύγκριση με το σήμερα. Διότι το ενδιαφέρον των περισσοτέρων σήμερα είναι στραμμένο σε πεζά θέματα, στο άδηλο μέλλον του Ασφαλιστικού, της Παιδείας ή στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ώστε να γλιτώσουμε το «κούρεμα» καταθέσεων, ενώ χρόνος και όρεξη για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ―αυτά που τόσο στενόμυαλα κάποτε τα λέγαμε «εθνικά» και διαρρηγνύαμε σώβρακα και καλσόν― δεν περισσεύουν.
Και όμως, σε έναν καιρό όπου δεν έχουμε νου ούτε διάθεση για ελληνοτουρκικά, συμβαίνουν μετατοπίσεις των ισορροπιών, τις οποίες η εξωτερική πολιτική μας θα είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια.
Με λίγα λόγια: το προσφυγικό, αφότου έγινε ευρωπαϊκό ζήτημα, έχει εξελιχθεί σε παράμετρο, αρνητική για τα δικά μας συμφέροντα, στα ελληνοτουρκικά.
Από την αρχή της «αύξησης των προσφυγικών ροών» (λατρεμένη γραφειοκρατική γλώσσα...), οι εταίροι μας στην Ευρώπη κατάλαβαν ότι η χώρα-κλειδί για τον μεσοπρόθεσμο έλεγχο της φυγής των προσφύγων προς Ευρώπη ήταν η Τουρκία. Προς αυτήν, λοιπόν, όπως έδειξαν οι κατοπινές εξελίξεις, στράφηκε ανενδοίαστα το ενδιαφέρον τους.
Το πώς αυτή η μετατόπιση επηρεάζει τα ελληνοτουρκικά φάνηκε με τον καλύτερο τρόπο στην ευρωπαϊκή πρόταση προς Ελλάδα και Τουρκία να οργανώσουν κοινές περιπολίες για τη φύλαξη των θαλασσίων συνόρων.
Δεν έχει σημασία ότι εμείς ξεγλιστρήσαμε από τη φρικτή ευθύνη, γιατί ίσως είναι προσωρινό.
Σημασία έχει ότι οι εταίροι μας, παρά τη γνώση που έχουν της περιπλοκότητας και του ιστορικού βάθους των ελληνοτουρκικών, μας το ζήτησαν, επειδή απλώς το υπαγορεύει η λογική της πραγματικότητας.
Κάποτε θα μας είχε σοκάρει μια τέτοια παραίνεση ―τώρα ποιος νοιάζεται. (Και ίσως δικαίως· διότι και να δεχόμασταν, δεν νομίζω ότι έχουμε το επίπεδο της οργάνωσης και της ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού ώστε να το πραγματοποιήσουμε...).
Επειδή δεν νομίζω ότι θα ξεμπερδέψουμε εύκολα από πιέσεις που θα αγγίζουν εξίσου προσφυγικό και ελληνοτουρκικά, έχω την εντύπωση ότι αυτό που συνέβη ήταν το τίμημα της αποτυχίας της συντηρητικής πολιτικής που ακολουθούσαμε εδώ και χρόνια στα ελληνοτουρκικά ― και την ακολουθούσαμε έως ένα βαθμό δικαιολογημένα.
Ουσιαστικά, συντηρούσαμε τα ανοικτά θέματα στο Αιγαίο, αρνούμενοι να διαπραγματευθούμε ευθέως με έναν ισχυρότερο γείτονα και φοβούμενοι να πάμε το θέμα στα Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δηλαδή σε μια μέση λύση.
Περιμέναμε να αλλάξει η συγκυρία και να γίνει ευνοϊκότερη.
Να όμως που άλλαξε και έγινε δυσμενέστερη. Και καλά, εμείς θα κάνουμε ό,τι κάναμε πάντα: θα προσπαθούμε να κάνουμε τους τρίτους να δουν τα ελληνοτουρκικά μέσα από το δικό μας πρίσμα. Οι άλλοι πόσο θα έχουν διάθεση να πεισθούν, όταν το προσφυγικό απειλεί την ελευθερία κίνησης, μια από τις βασικές στην Ευρωπαϊκή Ενωση;
Το θέμα περιπλέκεται με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο για τον τρίτο παρατηρητή ― δυσάρεστο τρόπο, όμως, για όσους δεν είμαστε τρίτοι.
Διότι η αδυναμία μας να συνεργαστούμε για το (ευρωπαϊκό πλέον) προσφυγικό αναπόφευκτα θα συνδεθεί με το γενικότερο ευρωπαϊκό ζήτημα της Ελλάδος και, ενδεχομένως, να ενισχύσει την εντύπωση της χώρας μας ως ενός αποτυχημένου κράτους (failed state).
Η πρόσφατη συμφωνία της περασμένης Κυριακής (αυτή με τον Τσίπρα αποσυνάγωγο στην άκρη της φωτογραφίας...) είναι, σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις της Ευρώπης, προσωρινή και ανεπαρκής.
Αμφιβάλλω όμως αν μπορούμε να εφαρμόσουμε έστω και αυτά τα λίγα που δεχθήκαμε, τις 30 συν 20 χιλιάδες. Μπορεί ο υπουργός Γιάννης Μουζάλας να είναι έμπειρος και σοβαρός, αλλά εδώ ένας ικανός και καλοπροαίρετος άνθρωπος δεν αρκεί, απαιτείται και ένα ολόκληρο κράτος από πίσω.
Πιστεύετε εσείς ότι υπάρχει;
Εγώ βλέπω εμφανή την αδυναμία μας στα στοιχειώδη:
Τη φύλαξη των συνόρων μας, μια από τις πρωταρχικές υποχρεώσεις ενός κράτους.
Παρότι είμαστε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, η προσπάθειά μας να αποφύγουμε την εμπλοκή του ελληνικού στρατού είναι χαρακτηριστική αυτής της αδυναμίας μας και είναι αντίθετη προς την τάση που διαβλέπω σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Δεν θα με εξέπληττε, λ.χ., αν η Γερμανία ανέθετε και στον στρατό της καθήκοντα για τη διαχείριση του προσφυγικού, όταν η δική τους Αστυνομία ανακοινώνει επισήμως ότι η αύξηση στα θανατηφόρα τροχαία οφείλεται στην απορρόφηση των δυνάμεών της στο προσφυγικό, με αποτέλεσμα να έχει ουσιαστικά σταματήσει η λειτουργία της Τροχαίας.
Αν η πίεση στους μηχανισμούς των ευρωπαϊκών κρατών αυξηθεί, θα είναι μόνον θέμα χρόνου η αναγκαστική αξιοποίηση του στρατού από τους Ευρωπαίους. Σε τελευταία ανάλυση, το στρατιωτικό επάγγελμα διεθνώς έχει σωρεύσει πολύτιμη πείρα τα τελευταία χρόνια στη διαχείριση ανθρωπιστικών κρίσεων. Οπως αντιλαμβάνομαι, όμως, εμείς ούτε να το σκεφθούμε, προκειμένου να μην καταρρεύσει ο τελευταίος μας μύθος: του στρατού μας, όπως τον βλέπουμε στις παρελάσεις. (Αξιοσημείωτο, παρεμπιπτόντως, ότι ο μύθος επιβιώνει σε αυτούς που έχουν κάνει τη θητεία τους στον ελληνικό στρατό...).
Για να το κλείσω όσο πιο ευχάριστα γίνεται, το δομικό πρόβλημα του κράτους μας και η κατάρρευση της οικονομίας μας μπερδεύονται τώρα και με τα πάλαι ποτέ «εθνικά».
Συγγνώμη αν σας δυσαρεστώ, αλλά αυτό ήταν το πιο ευχάριστο που μπορούσα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου