Ορισμένοι σχολιαστές συνεχίζουν να θεωρούν πως η καλύτερη επιλογή της Ελλάδας είναι να βγει από την ευρωζώνη και να επανεισάγει την δραχμή σε υποτιμημένο επίπεδο.
Αυτοί που τάσσονται υπέρ αυτής της πολιτικής υποστηρίζουν ότι με ένα νόμισμα δικό της και με την ευελιξία της ισοτιμίας, η Ελλάδα θα ανακτούσε την ανταγωνιστικότητά της, θα αύξανε τις εξαγωγές και να οδηγούνταν προς την ανάκαμψη.
Αυτή η άποψη ωστόσο, αγνοεί τις επιδράσεις μιας τέτοιας πολιτικής στις συμβάσεις. Σχεδόν κάθε σύμβαση στην Ελλάδα είναι σε ευρώ –εργασιακά συμβόλαια, συμβόλαια των προμηθευτών, συμβάσεις χρέους (ιδιωτικές και δημόσιες), συμβάσεις υπηρεσιών, επενδυτικά συμβόλαια και ούτω καθεξής.
Μετά από την επανεισαγωγή της δραχμής, αυτές οι συμβάσεις θα εφαρμοστούν σε ευρώ (το αρχικό νόμισμα κατά την υπογραφή των συμβάσεων που συμφωνήθηκε και από τις δύο πλευρές) ή στο νέο (υποτιμημένο) νόμισμα;
Αυτό το ζήτημα είναι σημαντικό ακόμη κι αν χορηγηθεί στην Ελλάδα σημαντική ελάφρυνση χρέους.
Επί της αρχής, η νομοθεσία που θα επαναφέρει την δραχμή, θα μπορούσε επίσης να αναφέρει ότι τα συμβόλαια που είναι αρχικά υπογεγραμμένα σε ευρώ, θα μετατραπούν σε νέες δραχμές, με υποτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία. Οι πιστωτές ωστόσο θα αντιδράσουν και θα στραφούν στα δικαστήρια σε μια προσπάθεια να πληρωθούν με βάση το αρχικό συμβόλαιο, σε τυπωμένα και μετατρέψιμα ευρώ.
Τα ελληνικά δικαστήρια είναι πιθανό να συνταχθούν στο πλευρό της κυβέρνησης και να αποφασίσουν ότι οι παλιές συμβάσεις είναι άκυρες και ότι η νέα δραχμή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει τα χρέη και άλλες οφειλές. Αλλά σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, τα τοπικά δικαστήρια συνήθως δεν είναι αυτά που έχουν τον τελευταίο λόγο. Η αντιδικία θα μεταφερθεί στα διεθνή δικαστήρια και σε διαιτητικά δικαστήρια. Ως μέλος της ΕΕ, η Ελλάδα πρέπει να συμμορφωθεί με τους νόμους και τους κανονισμούς της ΕΕ και οι πιστωτές θα στραφούν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια με όλων των ειδών τις αξιώσεις που σχετίζονται με την ακύρωση των συμβάσεων που είναι σε ευρώ.
Η Ελλάδα έχει επίσης υπογράψει διμερείς επενδυτικές συμφωνίες με 39 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Κορέας και της Κίνας. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια για αλλαγή του νομίσματος των συμβολαίων θα καταλήξει σε διαιτησία στο Διεθνές Δικαστήριο για Διευθετήσεις Επενδυτικών Διαφωνιών, το δικαστήριο της Παγκόσμιας Τράπεζας για επενδυτικές διαφωνίες. Αυτό συνέβη στην Αργεντινή μετά από την υποτίμηση του πέσο το 2002 και την μετατροπή των συμβολαίων σε πέσο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το Κέντρο αποφάσισε υπέρ του αιτούντος και διέταξε την Αργεντινή να πληρώσει μεγάλα ποσά αποζημίωσης.
Αλλά η Αργεντινή δεν είναι το μόνο ιστορικό προηγούμενο που είναι πολύτιμο για την κατανόηση του τι μπορέι να συμβεί εάν η Ελλάδα αποφασίσει να βγει από την ευρωζώνη.
Άλλη μία ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι οι ΗΠΑ στη δεκαετία του 1930, όταν ο Πρόεδρος Franklin D. Roosevelt έβγαλε τις ΗΠΑ από τη ρήτρα χρυσού και υποτίμησε το αμερικανικό δολάριο κατά 41%.
Η κατάργηση των ρήτρων χρυσού το 1933
Τον Απρίλιο του 1933, και υπό το πρίσμα μιας μεγάλης τραπεζικής κρίσης και μιας σοβαρής κρίσης του νομίσματος, ο πρόεδρος Roosvelt –ο οποίος ήταν στην εξουσία για κάτι περισσότερο από ένα μήνα- αποφάσισε να κηρύξει εμπάργκο χρυσού και να βγάλει τις ΗΠΑ από το χρυσό.
Επίσης αποφάσισε να υποτιμήσει το αμερικανικό δολάριο, κυρίως ως έναν τρόπο αύξησης των τιμών των γεωργικών προϊόντων.
Ωστόσο, υπήρξε ένα σοβαρό πρόβλημα με αυτό το σχέδιο.
Εκείνη την περίοδο, το σύνολο του δημόσιου χρέους και ένα πολύ μεγάλο ποσό ιδιωτικού χρέους –σιδηρόδρομοι και ομόλογα υπηρεσιών κοινής ωφελείας και ενυπόθηκο χρέος- μετατράπηκε σε "χρυσό νόμισμα" και ήταν πληρωτέο σε είδος ή το ισοδύναμό του σε χαρτονόμισμα. Συνολικά, περισσότερο από 100 δισ. δολάρια ομολόγων ήταν συνδεδεμένα με χρυσό –το ονομαστικό ΑΕΠ τότε διαμορφωνόταν στα 66 δισ. δολάρια.
Ο πρόεδρος Roosvelt αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κατάσταση ζητώντας από το Κογκρέσο να "καταργήσει τις ρήτρες χρυσού". Και αυτό έκανε το Κογκρέσο, στις 5 Ιουνίου 1933.
Στις 31 Ιανουαρίου 1934, και μετά από μια μεταβατική περίοδο όπου επιχειρήθηκαν αρκετές ανορθόδοξες πολιτικές, ο πρόεδρος Roosvelt επισήμως υποτίμησε το δολάριο κατά 41% και σταθεροποίησε τη νέα τιμή του χρυσού στα 35 δολάρια την ουγκιά (από το 1834 ήταν στα 20,67 δολάρια). Στην εξήγηση που έδωσε για την απόφασή του, ο Roosvelt δήλωσε πως η υποτίμηση ήταν αναγκαία, από τη στιγμή που το κράτος είχε "επηρεαστεί αρνητικά από την υποτίμηση της αξίας των νομισμάτων σε άλλες κυβερνήσεις, σε σχέση με την παρούσα αξία".
Σε μια πρόσφατη δημοσίευση, αναφέρω λεπτομερώς τη διαδικασία που οδήγησε στην υποτίμηση του δολαρίου. Στο σχήμα 1 παρουσιάζω εβδομαδιαία στοιχεία για τις ισοτιμίες δολαρίου/στερλίνας και δολαρίου/γαλλικού φράγκου, στο διάστημα 1921 και 1936. Και οι δύο ισοτιμίες είναι με την μορφή "δολάρια ανά μονάδα ξένου νομίσματος". Αυτά τα στοιχεία αποτυπώνουν:
Την επιστροφή της Βρετανίας στον χρυσό τον Μάιο του 1925
Την εκ νέου πρόσδεση του φράγκου με το χρυσό στα τέλη 1926
Την εγκατάλειψη των κανόνων για τον χρυσό τον Απρίλιο του 1933
Την περίοδο ενός "χειραγωγούμενου" νομίσματος μεταξύ Απριλίου 1933-Ιανουαρίου 1934 και
Την υιοθέτηση της νέας ισοτιμίας δολαρίου-χρυσού τον Ιανουάριο του 1934
Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου το 1935
Οι επενδυτές που είχαν αγοράσει τίτλους προστατευμένους από τη ρήτρα χρυσού, ισχυριζόταν ότι η κοινή διακήρυξη του Ιουνίου 1933 ήταν αντισυνταγματκή και είχαν κατατεθεί διάφορες αγωγές. Τέσσερις από αυτές έφθασαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και εκδικάστηκαν στο διάστημα 8-11 Ιανουαρίου 1935:
Οι πρώτες δύο περιπτώσεις αφορούσαν ιδιωτικό χρέος.
Η μία σχετιζόταν με ένα ομόλογο σιδηροδρόμου και το δεύτερο με ένα ενυπόθηκο δάνειο εξασφαλισμένο από ένα ομόλογο εκφρασμένο σε Gold Dollars.
Στην περίπτωση του σιδηροδρόμου, το ομόλογο ήταν 30ετές, είχε εκδοθεί την 1η Φεβρουαρίου 1930 με κουπόνι 4,5% "σε χρυσά νομίσματα των ΗΠΑ ή σε αξία ίση με το βάρος αυτών την 1η Φεβρουαρίου 1930". Την 1η Φεβρουαρίου 1934, ο κάτοχος του ομολόγου ζήτησε να πληρωθεί 38,10 δολάρια που αντιστοιχούν στο εξαμηνιαίο κουπόνι, στη νέα τιμή του χρυσού. Ο εκδότης υποστήριξε ότι χρωστούσε μόλις 22,50 δολάρια.
Οι επενδυτές που είχαν αγοράσει τίτλους προστατευμένους από τη ρήτρα χρυσού, ισχυριζόταν ότι η κοινή διακήρυξη του Ιουνίου 1933 ήταν αντισυνταγματκή και είχαν κατατεθεί διάφορες αγωγές. Τέσσερις από αυτές έφθασαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και εκδικάστηκαν στο διάστημα 8-11 Ιανουαρίου 1935:
Οι πρώτες δύο περιπτώσεις αφορούσαν ιδιωτικό χρέος.
Η μία σχετιζόταν με ένα ομόλογο σιδηροδρόμου και το δεύτερο με ένα ενυπόθηκο δάνειο εξασφαλισμένο από ένα ομόλογο εκφρασμένο σε Gold Dollars.
Στην περίπτωση του σιδηροδρόμου, το ομόλογο ήταν 30ετές, είχε εκδοθεί την 1η Φεβρουαρίου 1930 με κουπόνι 4,5% "σε χρυσά νομίσματα των ΗΠΑ ή σε αξία ίση με το βάρος αυτών την 1η Φεβρουαρίου 1930". Την 1η Φεβρουαρίου 1934, ο κάτοχος του ομολόγου ζήτησε να πληρωθεί 38,10 δολάρια που αντιστοιχούν στο εξαμηνιαίο κουπόνι, στη νέα τιμή του χρυσού. Ο εκδότης υποστήριξε ότι χρωστούσε μόλις 22,50 δολάρια.
Η τρίτη περίπτωση περιλαμβάνει ένα κρατικό ομόλογο της σειράς του Fourth Liberty Loan που εκδόθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1918. Η υποχρέωση για αυτό το "4,5% Χρυσό Ομόλογο" ορίζει ρητά ότι "το κεφάλαιο και ο τόκος του παρόντος είναι πληρωτέα σε χρυσό νόμισμα των ΗΠΑ, ίσο με την παρούσα αξία". Ο κάτοχος του ομολόγου ζήτησε να πληρωθεί 35 δολάρια ανά ουγκιά χρυσού. Το υπουργείο Οικονομικών αρνήθηκε, και κατέβαλε την πληρωμή σε χαρτονομίσματα δολάρια, χρησιμοποιώντας την παλιά ισοτιμία των 20,67 δολαρίων ανά ουγκιά.
Η τέταρτη περίπτωση αναφερόταν σε ένα Χρυσό Πιστοποιητικό.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε στις 17 Φεβρουαρίου 1935. Σε όλες τις περιπτώσεις η απόφαση ήταν 5 προς 4 υπέρ της θέσης της κυβέρνησης. Ωστόσο, η πλειοψηφία χρησιμοποίησε διαφορετικά επιχειρήματα για να αποφασίσει τις περιπτώσεις του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.
Στις περιπτώσεις του ιδιωτικού χρέους η πλειοψηφία, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου Charles Evans Hughes, επισήμανε ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα, το Κογκρέσο είχε την εξουσία να ασκεί τη νομισματική πολιτική –πιο συγκεκριμένα, υπό το άρθρο 1, παράγραφος 8, το Κογκρέσο είχε τη δυνατότητα να ρυθμίζει την αξία των χρημάτων. Ως εκ τούτου, με βάση αυτό το συνταγματικό προνόμιο, το Κογκρέσο θα μπορούσε να ανατρέψει τα ιδιωτικά συμβόλαια –συμπεριλαμβανομένων και των ρήτρων χρυσού- εάν παρενέβαινε με τέτοια εξουσία.
Στην περίπτωση των Liberty Ομολόγων, η πλειοψηφία χρησιμοποίησε ένα διαφορετικό σκεπτικό. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η οποία επίσης γράφτηκε από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου, το Κογκρέσο δεν θα μπορούσε να καταργήσει την ρήτρα χρυσού για το δημόσιο χρέος.
Ο λόγος ήταν πως αν και το Κογκρέσο είχε το δικαίωμα, με βάση το Σύνταγμα, να ρυθμίζει την αξία του χρήματος, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή την εξουσία για να ακυρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από άλλη συνταγματική εξουσία, την εξουσία να δανείζεται χρήματα επί πιστώσει των ΗΠΑ.
Ως εκ τούτου, κατέληξε η πλειοψηφία, η κατάργηση της ρήτρας χρυσού για το δημόσιο χρέος, ήταν αντισυνταγματική. Ωστόσο, πρόσθεσε το Δικαστήριο, από τη στιγμή που οι συμμετοχές σε χρυσού των ιδιωτών είχαν απαγορευθεί από τον Απρίλιο του 1933, εάν ο αιτών πληρωνόταν σε χρυσό, θα υποχρεωνόταν να το πουλήσει αμέσως στο υπουργείο Οικονομικών στα 20,67 δολάρια την ουγκιά. Επομένως, αν και η κατάργηση της ρήτρας χρυσού για το δημόσιο ήταν αντισυνταγματική, δεν υπήρξαν ζημιές.
Υπήρξε μια απλή διαφωνία που υπογράφθηκε από τα τέσσερα συντηρητικά μέλη του Δικαστηρίου. Παραδόθηκε από τον James C McReynolds, ο οποίος δήλωσε: "Το Σύνταγμα, όπως πολλοί από εμάς το αντιλαμβάνονται, το μέσο που σήμαινε τόσα πολλά για μας, έχει φύγει". Τελείωνε την ομιλία του με σκληρά λόγια: "η ντροπή και η ταπείνωση είναι επάνω μας τώρα. Ηθικό και οικονομικό χάος μπορέι να αναμένεται με βεβαιότητα".
Παρά την σκληρή δήλωση του McReynolds, μετά από τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου η οικονομία δεν κατέρρευσε, ούτε επικράτησε αβεβαιότητα. Στην πραγματικότητα, το υπουργείο Οικονομικών δεν είχε πρόβλημα να εκδώσει νέο χρέος, ούτε να προσφέρει υψηλότερες αποδόσεις να το τοποθετήσει. Ο λόγος για αυτό ήταν ότι στις ΗΠΑ υπήρχε ένας αξιοσέβαστος και αξιόπιστος φορέας –το Ανώτατο Δικαστήριο- του οποίου οι αποφάσεις ήταν οριστικές και αποδεκτές από όλες τις πλευρές.
Επιπλέον, πολύ λίγοι ξένοι επενδυτές επηρεάστηκαν από την τροποποίηση των συμβολαίων, και ακόμη και αυτοί που ενέγραψαν ζημιές, δεν είχαν καμία δυνατότητα προσφυγής σε διεθνές επίπεδο.
Αυτό ωστόσο δεν συμβαίνει με την Ελλάδα. Όπως παρατηρήθηκε, εάν η Ελλάδα αποφασίσει να βγει από το ευρώ και να καταργήσει τις συμβάσεις, θα υπάρξουν, κατά πάσα πιθανότητα, πλήθος μηνύσεων που θα εκδικαστούν από διεθνή δικαστήρια και διαιτητικά δικαστήρια. Όπως και στην πρόσφατη περίπτωση της Αργεντινής, αυτά τα δικαστήρια είναι πιθανό να αποφανθούν υπέρ των εναγόμενων, προσθέτοντας ένα αξιοσημείωτο κόστος στην στρατηγική του Grexit.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου