Πάνω στο χαρτονόμισμα των 20 λιρών υπάρχει
η προσωπογραφία του Άνταμ Σμιθ· κάτω από το σκίτσο διαβάζω τη φράση: «Ο
καταμερισμός εργασίας στη βιομηχανία καρφίτσας και η μεγάλη αύξηση της
ποσότητας εργασίας που συνεπάγεται». Πρόκειται για παράθεμα από το έργο
του «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών», το οποίο
ακολούθησε τη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων»: διαβάζω και τα δύο (με
ευκαιρία ένα βιβλιαράκι του Phil Thornton που μετέφρασα) με σκοπό να
ξεστραβωθώ, έστω και λίγο.
Για να ερμηνευθεί και, κυρίως, για να
διορθωθεί η πρόσφατη πραγματικότητα χρειάζεται τη γνώση των ειδημόνων –
διαβάζω λοιπόν τι μας λένε, μολονότι οι οικονομολόγοι δεν μας έχουν
ωφελήσει και τόσο. Ίσως ακούμε εκείνους που έχουν άδικο και κωφεύουμε σε
εκείνους που έχουν δίκιο.
Μου φαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι προτού συγκροτήσει μια συνολική οικονομική θεωρία, ο Άνταμ Σμιθ ασχολήθηκε με τα προβλήματα της ηθικής. Κι όπως μαθαίνω, αυτό το πρώιμο έργο ηθικής φιλοσοφίας αποτέλεσε πηγή αμηχανίας, ή αντιμετωπίστηκε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σαν μια δευτερεύουσα υποσημείωση στην ιστορία των οικονομικών ιδεών. Η συντριπτική επιτυχία του Σμιθ ως οικονομολόγου επισκίασε την αποτίμησή του ως ηθικού φιλοσόφου. Ωστόσο, η αναζωπύρωση της διαμάχης σχετικά με τον Σμιθ και τον σκοτσέζικο Διαφωτισμό γενικότερα, έφερε πάλι στο προσκήνιο τη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων» που ασχολείται με τη διαμόρφωση των ηθικών αξιολογήσεων των κινήτρων και των συνεπειών του πράττειν, τη δημιουργία της αίσθησης του καθήκοντος, την επίδραση των εθίμων και των εθών, τη σημασία της αυτοσυγκράτησης και του αυτοελέγχου.
Στο επίκεντρο της προσέγγισης του
Σμιθ δεν βρίσκεται η εγωιστική λογιστική της απόδοσης, ούτε το αφηρημένο
«πρέπει», αλλά η λειτουργία των συναισθημάτων συμπάθειας, μέσω των
οποίων αναζητούν όρους συμβιβασμού οι «φυσικές» ροπές της φιλαυτίας
(αφενός) και της αναγνώρισης των άλλων (αφετέρου).
Το βιβλίο γράφτηκε σε μια εποχή ηθικής κρίσης (λες
και υπάρχουν εποχές ηθικής εξίψωσης) και ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης:
η βρετανική κοινωνία –και η η ηπειρωτική Ευρώπη– βρίσκονταν στις
απαρχές της νεωτερικότητας: Βιομηχανική Επανάσταση, Διαφωτισμός, Γαλλική
Επανάσταση, Ρομαντισμός – καθώς και σε μια διελκυστίνδα ανάμεσα στην
παράδοση και στον εκσυγχρονισμό.
Ο Άνταμ Σμιθ υπήρξε παιδί-θαύμα και προϊόν των πανεπιστημίων της
Γλασκόβης και της Oξφόρδης: όπως ήταν φυσικό δέχτηκε την επιρροή
κορυφαίων εκπροσώπων του σκοτσέζικου Διαφωτισμού του 18ου αιώνα – του
Χιουμ1, του Φέργκιουσον και, κυρίως, του Φράνσις Χάτσεσον οι απόψεις του
οποίου για την ανθρώπινη φύση και τον ρόλο του κράτους στον έλεγχο της
συμπεριφοράς συνέβαλαν στη διαμόρφωση της σκέψης του.
Στη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων», που
κυκλοφόρησε το 1759, ο Σμιθ εξετάζει πώς οι άνθρωποι διατυπώνουν ηθικές
κρίσεις. Διαψεύδει την ιδέα που κέρδιζε έδαφος εκείνη την εποχή,
εξαιτίας της καταθλιπτικής οπτικής του Τόμας Χομπς στον «Λεβιάθαν», ότι
οι άνθρωποι είναι εγωιστές και ότι, χωρίς τον έλεγχο του κράτους, ο
κόσμος θα καταρρεύσει μέσα στη βαρβαρότητα. Για να αντικρούσει αυτόν τον
πεσιμισμό (που οφειλόταν, εν πολλοίς, στο περιβάλλον των πολυαίμακτων
αγγλικών εμφυλίων πολέμων), ο Σμιθ υποστήριξε ότι η ευπρεπής συμπεριφορά
οφείλεται μάλλον στους ίδιους τους ανθρώπους παρά στον έξωθεν, τεχνητό
έλεγχο. Διατύπωσε έτσι την ιδέα της «συμπάθειας» που οι άνθρωποι τρέφουν
ο ένας για τον άλλον. Ενώ ίσως φέρονται εγωιστικά, στην πραγματικότητα
«αποδίδουν και επιστρέφουν την ευτυχία τους» ο ένας στον άλλον μόνο και
μόνο επειδή το αποτέλεσμα τους ευχαριστεί. (Στη σύγχρονη ορολογία μιλάμε
για την ικανότητά μας να μπαίνουμε στη θέση του άλλου.)
Ο Σμιθ
διατύπωσε επίσης την ιδέα του «αμερόληπτου παρατηρητή» τον οποίον οι
άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους όταν πρόκειται να πάρουν μια απόφαση και
του οποίου την έγκριση επιζητούν.
Η ιδέα αυτή τροφοδότησε την οικονομική του ανάλυση στον «Πλούτο των εθνών» διαψεύδοντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι η θεωρία του βασίζεται στο εγωιστικό ατομικό συμφέρον, στο ότι ο καθένας από μας ενδιαφέρεται μόνο για το κόστος και τα οφέλη των αποφάσεών του.
Η αρχική
θεωρία του Σμιθ ήταν πιο σύνθετη: ο «Πλούτος των εθνών» αποτελεί μια
περιεκτική παγκόσμια οικονομική θεωρία. Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου μού
φαίνεται αποκαλυπτικός: το βιβλίο έχει σκοπό να καταδείξει, με ορμή και
αισιοδοξία, πώς οι κοινωνίες μπορούν να «επιτύχουν», να φτάσουν «ψηλά»,
να πλουτίσουν. Ακούγεται σαν πρόκληση στον χριστιανισμό και, κατά τη
γνώμη μου, είναι.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται περί εγχειριδίου
οδηγιών για τη χάραξη πολιτικής.
Ο πρώτος τόμος ασχολείται με τις
παραγωγικές δυνάμεις εργασίας και με το πώς πρέπει να κατανέμουμε τα
προϊόντα μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της κοινωνίας. Ο δεύτερος, με τη
συσσώρευση του πλούτου, ενώ ο τρίτος, με το πώς διάφορες χώρες
αναπτύσσονται με άνισες ταχύτητες μεταξύ τους. Ο τέταρτος τόμος ασκεί
κριτική στο αγροτικό και το εμποροκρατικό σύστημα, ενώ ο τελευταίος
εξετάζει πώς οι κυβερνήσεις πρέπει να αυξήσουν τα έσοδά τους μέσω της
φορολογίας και πού πρέπει να τα διαθέσουν – ποιες είναι οι
προτεραιότητες.
Ο «Πλούτος των εθνών» βάζει σε τάξη τις θεωρίες περί
ιδιοτέλειας που είχαν πρωτοεμφανιστεί στη «Θεωρία των ηθικών
συναισθημάτων» εξετάζοντας το πώς ευημερούν οι κοινωνίες.
Ο Άνταμ Σμιθ
έγραφε ότι ο πραγματικός πλούτος είναι το άθροισμα της ετήσιας παραγωγής
της γης και της εργασίας σε ολόκληρη τη χώρα και ότι η ευμάρεια
εξαρτάται από την αύξησή του. Μελετώντας την έννοια της «φυσικής
ελευθερίας», το ότι οι άνθρωποι μπορούν να αναπτύξουν τους πόρους τους
σε ανταγωνισμό με τους άλλους ανθρώπους, υποστήριξε ότι πρέπει να
ορίσουμε ποιες δραστηριότητες αξίζουν περισσότερο για να ασχοληθούμε
μαζί τους: αν, για παράδειγμα, η εξόρυξη έχει υψηλότερες αποδόσεις από
τον μέσο όρο άλλων δραστηριοτήτων, τότε το κεφάλαιο θα στραφεί «φυσικά»
προς τον τομέα των εξορύξεων και θα εγκαταλείψει τους λιγότερο
παραγωγικούς τομείς.|
Ακριβώς όπως τα κεφάλαια θα κατευθυνθούν προς τη
βιομηχανία που παράγει τη μεγαλύτερη αξία, έτσι και ο κάθε εργαζόμενος
επιδιώκει την εργασία που θα του αποφέρει τα περισσότερα χρήματα: ο
εργαζόμενος «ούτε ενδιαφέρεται να προωθήσει το δημόσιο συμφέρον ούτε
συνειδητοποιεί ότι το προωθεί. Στόχος του είναι το δικό του κέρδος –
έτσι, καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι για να επιτύχει κάτι που δεν ήταν
στις προθέσεις του».
Ο Σμιθ διατυπώνει έτσι τις έννοιες της προσφοράς και
της ζήτησης που διέπουν τον μηχανισμό της ελεύθερης αγοράς και οι
οποίες εξελίχθηκαν στη γενική θεωρία της ισορροπίας, που επεξεργάστηκαν
έναν αιώνα αργότερα ο Πωλ Σάμιουελσον και άλλοι επιφανείς
οικονομολόγοι.
Ο Σμιθ δεν μας λέει ότι οι άνθρωποι υποκινούνται από
κατάφωρη ιδιοτέλεια και απληστία, αλλά ότι ακολουθώντας τον δρόμο που
τους ωφελεί περισσότερο ως άτομα κάνουν ταυτοχρόνως καλό στην κοινωνία:
οι άνθρωποι έχουν φαγητό όχι εξαιτίας της φιλανθρωπίας του χασάπη, του
ζυθοποιού ή του αρτοποιού αλλά επειδή επιδιώκουν «το δικό τους συμφέρον.
Το συμπέρασμα είναι ότι η κοινωνία εξυπηρετείται καλύτερα όταν
επιτρέπει στους ανθρώπους να ακολουθούν τα ένστικτα και τις επιθυμίες
τους παρά όταν επιτρέπει στο κράτος να παρεμβαίνει. Φτάνουμε στην ιδέα
ενός συστήματος laissez-faire οικονομικής διαχείρισης, όπου ο συνδυασμός
των εκατομμυρίων αποφάσεων τις οποίες λαμβάνουν αγοραστές, έμποροι,
τραπεζίτες και εργαζόμενοι οδηγεί σε πιο αποδοτική χρησιμοποίηση των
πόρων από ό,τι αν η κυβέρνηση (το «κράτος») προσπαθούσε να διαχειριστεί
ολόκληρο το σύστημα.
Άρα, ο καθένας πρέπει να αφήνεται ελεύθερος να «επιδιώξει το δικό του συμφέρον με τον δικό του τρόπο». Όποια κυβέρνηση θα προσπαθούσε να κάνει κάτι τέτοιο, θα ήταν «εκτεθειμένη σε αναρίθμητες αυταπάτες», καθώς καμιά μοναδική σοφία ή γνώση δεν θα επαρκούσε για να ξεπεράσει το βάρος των χιλιάδων ατομικών αποφάσεων. Σύμφωνα με τον Σμιθ, το κράτος έχει τρία καθήκοντα:
Να επιβλέπει την εθνική άμυνα
Να οργανώνει την
εσωτερική ασφάλεια και αστυνόμευση και
Να επενδύει σε δημόσιες υποδομές η
κατασκευή των οποίων (λόγω της μεγάλης κλίμακας) είναι οικονομικά
ασύμφορη για τους ιδιώτες.
Οπωσδήποτε, ο επίμονος μαρξισμός απορρίπτει
αυτή τη σύλληψη του κράτους: θα λέγαμε μάλιστα ότι ο εκσυγχρονισμένος
μαρξισμός έχει επισκιάσει τον φιλελευθερισμό του Σμιθ και, ταυτοχρόνως,
τον έχει δυσφημίσει.
Για παράδειγμα, ο Σμιθ εναντιώθηκε σ’ ένα από τα
πιθανά αποτελέσματα της επιχειρηματικής πρακτικής της ελεύθερης αγοράς:
την ανάπτυξη ισχυρών εταιρειών και μονοπωλίων. Αλλά αυτό οι μαρξιστές
είτε το αγνοούν, είτε το αποκρύπτουν επιδεικνύοντας την αντιμονοπωλιακή
στάση ως αποκλειστικά δική τους. Αντιθέτως, ο Σμιθ φοβόταν ότι οι
επιχειρηματίες θα εκμεταλλεύονταν τη δύναμή τους και θα συνενώνονταν για
να κερδοσκοπούν αθέμιτα και να ανεβάζουν τις τιμές στην αγορά.
«Άνθρωποι του ιδίου εμπορίου σπανίως συναντώνται για διασκέδαση·
συναντώνται για να συνωμοτήσουν εναντίον του κοινού ή για να σκαρώσουν
κάποιο τέχνασμα προκειμένου να αυξήσουν τις τιμές», έγραφε.
Ο Σμιθ δεν ήταν υπέρ της κρατικής παρέμβασης·
πίστευε όμως ότι χαλιναγωγώντας τον γνήσιο ελεύθερο ανταγωνισμό δεν θα
ήταν δυνατόν για τις επιχειρήσεις να σχηματίσουν καρτέλ – μια
αναχρονιστική λέξη: καινούργιες εταιρείες θα τείνουν να εκτρέψουν το
κεφάλαιο σ’ αυτόν τον τομέα ώστε να μειώσουν την ισχύ των καρτέλ και να
ρίξουν τις τιμές. Εξάλλου, επέκρινε τις κυβερνήσεις που δημιουργούν
μονοπώλια, οι οποίες, όπως έλεγε, κρατούσαν την αγορά ελλιπώς
εφοδιασμένη ωθώντας τις τιμές πάνω από τα επίπεδα που οι άνθρωποι
μπορούσαν να πληρώσουν με τους μισθούς τους. «Η τιμή του μονοπωλίου
είναι η υψηλότερη δυνατή, ενώ η φυσική τιμή, η τιμή του ελεύθερου
ανταγωνισμού, είναι η χαμηλότερη που μπορεί να υπάρξει».
Προειδοποιούσε
επίσης ότι το μονοπώλιο του εμπορίου ανάμεσα στη Βρετανία και τις
αποικίες της αλλοίωνε την κατανομή του κεφαλαίου και «διετάρασσε τη
φυσική ισορροπία μεταξύ των διαφορετικών κλάδων της βρετανικής
βιομηχανίας»: μεταξύ άλλων, αυτή την ισορροπία διετάρασσε η δουλεία, η
οποία δεν ήταν βιώσιμη από οικονομική άποψη.
Στον «Πλούτο των εθνών», ο
Σμιθ έγραφε ότι η εργασία των ελεύθερων ανθρώπων είναι εν κατακλείδι
φτηνότερη από την εργασία που εκτελούν σκλάβοι, εφόσον «όποια εργασία
κάνει [ο δούλος] πέρα από εκείνη που επαρκεί για τη συντήρησή του,
μπορεί να γίνει εξαναγκαστικά και μόνο με τη βία, όχι με δική του
πρωτοβουλία». Η βία στοιχίζει στον εργοδότη.
Ο Σμιθ θεωρούσε κεντρική στο όραμά του για τη
δημιουργία της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας την έννοια του
καταμερισμού εργασίας. Αυτό που σήμερα θεωρείται προφανές για όποιον
έχει δουλέψει σε γραφείο ή σε εργοστάσιο ακουγόταν ρηξικέλευθο πριν από
250 χρόνια. Όπως είπαμε, ο Σμιθ έγραφε στην εποχή της Βιομηχανικής
Επανάστασης, όταν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένοι συνέρρεαν στα
εργοστάσια μαζικής παραγωγής. Βρισκόμαστε ακόμα στον πρώιμο καπιταλισμό
όπου η οικονομία είναι, ας πούμε, «χειροπιαστή»· δεν έχει εξαϋλωθεί στο
λαβυρινθώδες τραπεζοπιστωτικό σύστημα. Σ’ αυτό λοιπόν το στάδιο
εκκόλαψης, ο Σμιθ μπόρεσε να δει πώς η καλύτερα οργανωμένη εργασία
οδηγεί σε αύξηση της απόδοσης του κάθε εργαζομένου – αυτό που σήμερα
ονομάζουμε παραγωγικότητα. Η θεωρία του βασίστηκε στην παρατήρηση της
πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας και όχι σε μια υπόθεση ανθρώπου
αποκομμένου από το περιβάλλον.
Επιστρέφω στο χαρτονόμισμα των 20 λιρών. Ο Σμιθ μάς
μεταφέρει σ’ ένα εργοστάσιο που φτιάχνει καρφίτσες. Συνειδητοποιεί ότι
ένας ανειδίκευτος εργάτης αφημένος στην τύχη του μπορεί να καταφέρει να
φτιάξει μια καρφίτσα την ημέρα ή μια χούφτα στην καλύτερη περίπτωση.
Αλλά διαιρώντας το έργο σε 18 διαφορετικές εργασίες μοιρασμένες σε 10
εργάτες –που θα τεντώσουν το σύρμα, θα το ισιώσουν, θα το κόψουν, θα το
κάνουν μυτερό, θα το λειάνουν, θα φτιάξουν το κεφάλι και ούτω καθεξής–
μπορούν να παράγουν περισσότερες. Όχι μόνο δυο-τρεις περισσότερες: ο
Σμιθ εκτιμά ότι 10 εργάτες μπορούν να παράγουν 48.000 καρφίτσες την
ημέρα ή 4.800 ο καθένας.
Να πώς πετυχαίνεις 4.800% αύξηση της
παραγωγικότητας. Ο Σμιθ έκανε λόγο για τρεις παράγοντες:
1) Κάθε
εργαζόμενος γίνεται με την πάροδο του χρόνου πιο επιδέξιος στην
ειδικότητά του, στον «τομέα» του, από έναν πολυτεχνίτη.
2)
Εξοικονομείται χρόνος διότι οι εργαζόμενοι δεν αναγκάζονται να αλλάζουν
μηχανήματα και εξοπλισμό, αλλά συγκεντρώνονται στο έργο που τους
αντιστοιχεί
3) Έτσι ενθαρρύνεται ο σχεδιασμός μηχανών που διευκολύνουν
την εκτέλεση της εργασίας.
Κατά την άποψη του Σμιθ, η διαδικασία αυτή συνέβαλε
στην «οικουμενική ευημερία, που επεκτείνεται ακόμα και στα χαμηλότερα
στρώματα των ανθρώπων».
Ο Σμιθ είχε δίκιο: με το πέρασμα του χρόνου και
την ανάπτυξη του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, οι πλούσιοι έγιναν
πλουσιότεροι – και οι φτωχοί λιγότερο φτωχοί.
Στο επίπεδο της μακροοικονομίας, μπορούμε να
εξαγάγουμε πολλά μαθήματα από τον Σμιθ: κατά την άποψή του, οι χώρες
πρέπει να εξειδικεύονται σ’ αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα και το
οποίο παράγουν φτηνότερα. Αν μια ξένη χώρα μπορεί να μας εφοδιάσει με
ένα αγαθό φθηνότερα από ό,τι μπορούμε να το παράγουμε, είναι προτιμότερο
να το αγοράσουμε χρησιμοποιώντας τα έσοδα που δημιουργούνται από την
παραγωγή κάποιου δικού μας προϊόντος στο οποίο είμαστε
αποτελεσματικότεροι. Να τι ονομάζουν οι οικονομολόγοι «απόλυτο
πλεονέκτημα». Ο Σμιθ χρησιμοποίησε το παράδειγμα της αμπελοκαλλιέργειας
στη Σκοτία, λέγοντας ότι είναι δυνατή και ευπρόσδεκτη υπό τον όρον να
επενδύσουμε 30 φορές το κεφάλαιο που απαιτείται για να φτιάξουμε το ίδιο
μπουκάλι που εισάγεται από τη Γαλλία ή άλλη αμπελουργό χώρα. Είδε
λοιπόν ότι οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να προστατέψουν τις εγχώριες
βιομηχανίες επιβάλλοντας δασμούς στις εισαγωγές θα ήταν επιζήμια διότι
θα ανάγκαζε τα νοικοκυριά να αγοράζουν ακριβότερα τα αγαθά που θα
μπορούσαν αλλιώς να βρουν σε χαμηλότερες τιμές.
Ο Σμιθ είδε, όπως είπαμε, ένα περίπλοκο σύστημα,
αποτέλεσμα χιλιάδων ατομικών αποφάσεων που παράγουν κάτι απείρως
αποδοτικότερο από ό,τι αν κάποιος κεντρικός ηγεμόνας προσπαθούσε να
οργανώσει την παραγωγή της χώρας. Έγραφε: «Χωρίς τη βοήθεια και τη
συνεργασία πολλών χιλιάδων άλλων ακόμα και το φτωχότερο άτομο μιας
πολιτισμένης χώρας δεν θα μπορούσε να προμηθευτεί τα χρειαζούμενα, παρά
τον εύκολο και απλό τρόπο με τον οποίο συνήθως εξοπλίζει το νοικοκυριό
του».
Στην καρδιά αυτού βρίσκεται ένας μηχανισμός καθορισμού των τιμών
βασισμένος στην προσφορά και στη ζήτηση – αν και ο Σμιθ δεν το έθεσε
έτσι. Είδε ότι οι τιμές των εμπορευμάτων –αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα
αγαθά και υπηρεσίες– εξαρτώνται από τα επίπεδα των μισθών, κερδών και
μισθωμάτων που απαιτούνται για την παραγωγή τους. Ο Σμιθ ονομάζει την
πραγματική τιμή στην οποία αγοράστηκε το εμπόρευμα «τιμή αγοράς». Η τιμή
καθορίζεται από τη σχέση μεταξύ των αγαθών που υπάρχουν στην αγορά
–αυτό που σήμερα ονομάζουμε προσφορά– και της ζήτησης από εκείνους που
διαθέτουν τα χρήματα για να τα αγοράσουν. Όταν η ζήτηση είναι μεγάλη, ο
ανταγωνισμός μεταξύ των αγοραστών ωθεί την τιμή της αγοράς προς τα πάνω.
Όταν υπάρχει πληθώρα αγαθών στην αγορά στο ίδιο χρονικό διάστημα, η
τιμή της αγοράς θα πέσει στο επίπεδο στο οποίο πωλείται η περίσσεια
προσφορά.
Το συμπέρασμα, γνωστό στους φοιτητές των οικονομικών, είναι: «Όταν η ποσότητα που υπάρχει στην αγορά μόλις επαρκεί για να καλύψει την ισχύουσα ζήτηση, και όχι περισσότερο, η τιμή της αγοράς με φυσικό τρόπο είναι ακριβώς ίδια ή, όσο μπορεί να εκτιμηθεί, εγγύτερη στη φυσική τιμή. Το σύνολο της διαθέσιμης ποσότητας μπορεί να διατεθεί σ’ αυτή την τιμή και όχι σε υψηλότερη τιμή». Ο Σμιθ είδε ότι οι τιμές των εμπορευμάτων «τείνουν συνεχώς» προς μια «κεντρική τιμή». Με άλλα λόγια, προς την τιμή ισορροπίας όπου η προσφορά ικανοποιεί τη ζήτηση.
Ο Σμιθ είδε ότι ο ανταγωνισμός της ελεύθερης αγοράς
διευκόλυνε αυτή τη διαδικασία. Προειδοποίησε λοιπόν ότι κινήσεις για τη
ρύθμιση της αγοράς θα μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές πάνω από την
εύλογη αξία τους. Αλλά όταν υπάρχει πλήρης ελευθερία πρωτοβουλίας –αυτό
που ο Σμιθ αποκαλεί «τέλεια ελευθερία»– οι επιχειρήσεις και οι
εργαζόμενοι αποφεύγουν τις μη κερδοφόρες δραστηριότητες και στρέφονται
προς εκείνες όπου οι τιμές είναι υψηλότερες. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα
υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο για τουρισμό απ’ ό,τι στο Ντιτρόιτ που,
λόγω της κρίσης της αυτοκινητοβιομηχανίας στη δεκαετία του 1980, έκανε
απεγνωσμένες προσπάθειες να γίνει τουριστική πόλη – με παταγώδη
αποτυχία.
Η λογική είναι η βάση της σκέψης του Άνταμ Σμιθ. Γι’
αυτό, για τον σύγχρονο αναγνώστη που έχει την εμπειρία των μοντέρνων
δυτικών κρατών, πολλές προτάσεις του φαίνονται αυτονόητες. Για
παράδειγμα, κάνει λόγο για τον ρόλο του κράτους-κυβέρνησης ξεχωρίζοντας
τις λειτουργίες του κράτους που πρέπει να χρηματοδοτούνται από τη γενική
φορολογία από εκείνες που θα πρέπει να πληρώνουν οι χρήστες:
Στην πρώτη
ομάδα ανήκουν οι δραστηριότητες που προαναφέραμε και οι οποίες
«προορίζονται για το γενικό όφελος του συνόλου της κοινωνίας»: η άμυνα
της χώρας έναντι των ξένων εισβολέων, η εσωτερική ασφάλεια και η
διοίκηση από ένα σύστημα δικαιοσύνης που ο Σμιθ είδε ως βασικό συστατικό
για την αποτελεσματική κατανομή των πόρων.
Στην άλλη ομάδα ανήκουν
ιδρύματα ή δημόσια έργα, επωφελή για το σύνολο της κοινωνίας, που
μπορούν να χρηματοδοτούνται με τις συνεισφορές όσων επωφελούνται από
αυτά. Η δαπάνη δεν πρέπει να επιβαρύνει τη γενική φορολογία, αλλά να
κατανέμεται σύμφωνα με την ικανότητα των ανθρώπων να πληρώνουν.
Ο Σμιθ
είδε, ευλόγως, ότι, όπως η άμυνα ή η δικαιοσύνη, τα δημόσια έργα ήταν
υπερβολικά δαπανηρά για να πληρωθούν από ένα άτομο –έναν
«επιχειρηματία»: άρα, το βάρος πρέπει να μοιραστεί σε όλους όσοι
επωφελούνται από αυτά και όχι να πληρωθεί από τους φορολογουμένους.
Για κάμποσο καιρό ο Άνταμ Σμιθ δεν ήταν της μόδας:
Στον 20ό αιώνα η άνοδος του κομμουνισμού ανέδειξε τη δυνατότητα του μαρξιστικού μοντέλου, ενώ η κρίση της δεκαετίας του 1930 έστρεψε το ενδιαφέρον στον Κέυνς, που ήταν υπέρ μιας εντονότερης κυβερνητικής παρέμβασης για τη διόρθωση των αδυναμιών της αγοράς. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1980, όταν ο κομμουνισμός κατέρρευσε στη Ρωσία και στην Ανατολική Ευρώπη, η κυριαρχία του κράτους και των συνδικάτων θεωρήθηκαν τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη. (Θα επανέλθω σε αυτό σε σημείωμα για τον Κέυνς.)
Στον 20ό αιώνα η άνοδος του κομμουνισμού ανέδειξε τη δυνατότητα του μαρξιστικού μοντέλου, ενώ η κρίση της δεκαετίας του 1930 έστρεψε το ενδιαφέρον στον Κέυνς, που ήταν υπέρ μιας εντονότερης κυβερνητικής παρέμβασης για τη διόρθωση των αδυναμιών της αγοράς. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1980, όταν ο κομμουνισμός κατέρρευσε στη Ρωσία και στην Ανατολική Ευρώπη, η κυριαρχία του κράτους και των συνδικάτων θεωρήθηκαν τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη. (Θα επανέλθω σε αυτό σε σημείωμα για τον Κέυνς.)
Οι βασικές ιδέες που διατύπωσε για τον καταμερισμό
εργασίας και το αόρατο χέρι, καθώς και για τον πλούτο που δημιουργεί το
εμπόριο και η δραστηριότητα παρά η αποθησαύριση χρήματος, αποτελούν
μέρος της φιλελεύθερης κοσμοθεωρίας. Υπό αυτή την έννοια, ο Άνταμ Σμιθ
πέφτει πάλι σε δυσμένεια: η οικονομική κρίση του 2007-2010 και η
παγκόσμια ύφεση έγιναν ευκαιρία να ενοχοποιηθούν για το κραχ οι ιδέες
του περί ελεύθερης αγοράς.
Έχουμε, εκ των πραγμάτων, απομακρυνθεί από τον Άνταμ
Σμιθ. Στο μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα και μέχρι σήμερα, οι
κυβερνήσεις παίζουν μεγαλύτερο ρόλο από αυτόν που πίστευε ότι πρέπει να
παίζουν ο Σμιθ. Σήμερα δεν υπάρχει ισχυρή συναίνεση στην ιδέα ότι το
κράτος πρέπει να περιοριστεί στη στήριξη του νομικού συστήματος και στη
χρηματοδότηση της εγχώριας αστυνομίας και του εθνικού αμυντικού
συστήματος
Όσο και να αποτελεί πηγή έμπνευσης, μια μορφή κοινωνικής
αισιοδοξίας, η κοσμοθεωρία του Άνταμ Σμιθ έχει γεράσει μαζί με τις
κοινωνίες που παρουσιάζει: όταν έγραφε τον «Πλούτο των εθνών», οι
πληθυσμοί ήταν χαμηλοί και το καπιταλιστικό σύστημα ήταν νεαρό και
δυναμικό· βασιζόταν στην παραγωγή αγαθών και όχι άυλων χρηματοπιστωτικών
προϊόντων.
Τέλος, για μια ακόμα φορά στην ιστορία, ο πλουτισμός
θεωρείται ηθικό μειονέκτημα – όχι αδίκως: οι πλούσιοι έγιναν
πλουσιότεροι και οι φτωχοί λιγότερο φτωχοί, αλλά ο πλούτος αποσυνδέθηκε,
εν μέρει, από την εργασία και έγινε αποτέλεσμα συνδυασμού τυφλής τύχης
και ανάρμοστων πράξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου