Του ΑΡΓΥΡΗ ΚΩΣΤΑΚΗ
Το 1986 ο σπουδαίος ποιητής Αργύρης Χιώνης γράφει αυθεντικά με πολυτονικό σύστημα και, προφανώς, όπως αποδεικνύεται σήμερα «προφητικά»: «ώ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις, πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς. Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους, μές στή βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που γιά πάντα τούς σκέπασε τό πουπουλένιο πάπλωμά τους. Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους, σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ, σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ. Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται, ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος. Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.»
Η πιό «βασανιστική» ερώτηση των περισσοτέρων ανθρώπων που συνάντησα τον χρόνο που δειλά – δειλά οδεύει προς την κορδέλα του τερματισμού, είναι «μα γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;».
Σε όλους απαντώ κατ αρχήν με μία ερώτηση «τι σημαίνει ξεσήκωμα» και μετά προσπαθώ -εννοείται μάταια τις περισσότερες φορές- να εξηγήσω ότι η λέξη «κρίση» είναι περισσότερο ένας ήχος που δημιουργούν πέντε γράμματα, παρά μία λέξη με νόημα.
Ωστόσο, γιά να μην θεωρηθώ τρελός. ή κανένας βολεμένος των κομματικών στρατών του δημοσίου ή του δημοσιογραφικού συστήματος στον ιδιωτικό τομέα (γιατί δεν είμαι), επισημαίνω την αμετακίνητη άποψή μου ότι «ναι δυστυχώς η οικονομική ‘κρίση’, την τελευταία πενταετία, μας έκανε σχεδόν όλους- σε καμία περίπτωση όλους όλους – φτωχότερους σε χρήματα.
Η ανείπωτη τραγωδία μιάς ολόκληρης χώρας είναι ότι είχε «πεθάνει» κοινωνικά, πολιτιστικά και πνευματικά την τελευταία τριακονταετία. Απλώς η οικονομική ευμάρεια των περισσοτέρων ήταν το καμουφλάζ της καταστροφής.
Η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, οι «μίζες» ορισμένων πολιτικών, η κολοσσιαία φοροκλοπή, η κατασπατάληση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, το απροσδιόριστο ακόμη και σήμερα νούμερο δανεικών χρημάτων από τις εξωτερικές αγορές, οι δεκάδες χιλιάδες συνταξιοδοτήσεις στο δημόσιο από την ηλικία ακόμη και των 45 ετών σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, το μισθολόγιο -»τέρας» γιά προέδρους, διοικητικά συμβούλια και «εργαζόμενους» σε δημόσιους οργανισμούς -όπως για… τη διατήρηση της μνήμης του Γεωργίου Καραϊσκάκη, οι συντάξεις και επιδόματα -μαϊμού και δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να σκεφτώ τι άλλο βούλιαξε αύτανδρη την Ελλάδα.
Τι σημαίνει, λοιπόν, «ξεσηκώνομαι»;
Διαλύω το κέντρο της πόλης, σπάω τα καταστήματα των συνανθρώπων μου, καταστρέφω την πλατεία Συντάγματος, βάζω φωτιές σε αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες συνανθρώπων μου, καίω ζωντανούς συνανθρώπους μου που εργάζονταν στη ‘Μαρφίν’ την ώρα της «επανάστασης», του «ξεσηκωμού»;
Τι στο διάολο σημαίνει «ξεσηκώνομαι»;
Τι στο διάολο σημαίνει «όχι στην κατοχή της Μέρκελ»; Πες ό,τι θέλεις γιά τη Μέρκελ, τι με νοιάζει κι η Μέρκελ κι ο Τόμσεν κι όλοι αυτοί;
Δεν πάνε να κουρεύονται.
Αλλά μη μιλάς ρε γιά «κατοχή» το 2014…
Γιατί στην πραγματική ναζιστική κατοχή πέθαναν φριχτά από ασιτία και κακουχίες 200.000 άνθρωποι!
Στην πραγματική κατοχή οι άνθρωποι έσβηναν στο δρόμο και τους μάζευαν με τα κάρα, ρίχνοντας τις σορούς τους σε λάκους που έσκαβαν πρόχειρα και ήταν ομαδικοί τάφοι.
Σήμερα, είμαι κι εγώ με την οικογένειά μου ένας από τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που υποφέρουν και δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει.
Αλλά δεν θα εκστομίσω ποτέ τη λέξη κατοχή γιατί μου είχε περιγράψει ο μακαρίτης ο πατέρας μου τι συνέβη στην αληθινή κατοχή.
Σήμερα κι εγώ έχω να αγοράσω παπούτσια και πουκάμισα τρία χρόνια, αλλά φοράω τα παλιά μου παπούτσια και στα δύο μου πόδια και περπατάω ελεύθερα στο δρόμο, χωρίς να κινδυνεύω να «φάω» σφαίρες ή χειροβομβίδες και σκοτωθώ ή μείνω ανάπηρος,
Σήμερα κι εγώ τρώω μόνο μία φορά την ημέρα μιά μερίδα φαΐ, αλλά δεν θα πεθάνω από ασιτία και, τουλάχιστον, τρώω ασφαλής στο σπίτι μου.
Σήμερα και για εμένα είναι πολυτέλεια η έξοδος γιά καφέ, αλλά είμαι ελεύθερος να πάρω τον καφέ από το σπίτι μου και να τον απολαύσω άμα γουστάρω σε ένα παγκάκι στο πάρκο. Γιατί στην κατοχή δεν υπήρχε όχι καφές, αλλά ούτε ψωμί.
Σήμερα και για εμένα το ταβερνάκι είναι απαγορευτικό, αλλά μπορώ με τρομερή οικονομία ίσως μία φορά τον μήνα, να πάω με τη σύντροφό μου να ξεσκάσουμε με 15 ευρώ γιά τρία μεζεδάκια και μισό κιλό κρασί. Στην κατοχή οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι κάθε λεπτό που ήταν ζωντανοί. Το αντιλαμβάνεστε όσοι βαδίζετε διαδηλώνοντας κάτω από κουρελοπανό που κρατούν επαγγελματίες συνδικαλιστές και γράφουν γιά «κατοχή της τρόικας»;
Σήμερα κι εγώ ζορίζομαι χοντρά γιά να πληρώσω το νοίκι μου στην ώρα του και να μη χάσω την αξιοπρέπειά μου, αλλά δεν θα μπω στην αγέλη του όχλου να ξυλοφορτώσω ή να πετάξω γιαούρτια στον απάνθρωπο υπουργό ή βουλευτή που τρώει αμέριμνος στο ρεστοράν. Η τιμωρία του, χωρίς εισαγωγικά η λέξη, θα είναι να μην τον ψηφίσει κανείς στις εκλογές όποτε κι αν γίνουν, αλλά να στείλει στο Κοινοβούλιο νέους προοδευτικούς ανθρώπους με σχέδιο και αίσθηση του καθήκοντος.
Σήμερα κι εγώ έχω υποστεί τα ίδια και πολύ χειρότερα που υπέστησαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι του ιδιωτικού τομέα (όποιος γνωρίζει την υπόθεση του ραδιοφωνικού σταθμού Flash θα με καταλάβει, καθώς έχασα εκτός από τη δουλειά μου και την αποζημίωση 25 χρόνων σκληρής δουλειάς – το πιό ιερό δικαίωμα του εργαζόμενου -και δεδουλευμένα δύο χρόνων) γιατί ένα πρωί, χωρίς καμία προειδοποίηση, ο ιδιοκτήτης του λόγω χρεών και δικαστικών εκκρεμοτήτων του, ουσιαστικά έκλεισε την εταιρία κι εξαφανίσθηκε στη Λατινική Αμερική για να τον ψάχνει μάταια η Ιντερπόλ).
Αλλά δεν έγινα και ούτε θα γίνω τρομοκράτης ή κλακαδόρος δήθεν «αριστερών» σωτήρων μου. Γιά εμάς τους πενήντα ανθρώπους του Flash δεν διαδήλωσε κανείς, δεν έκλεισε δρόμους, δεν βγήκαν κομματικές ανακοινώσεις στήριξης (προσωπικά δεν ήθελα κάτι τέτοιο, απλώς μιά παρατήρηση κάνω).
Μας ξέχασαν κυριολεκτικά όλοι, λες και πεθάναμε.
Σήμερα, λοιπόν, κι εγώ επειδή περπατάω πολύ στο κέντρο της πόλης γιατί κάνω οικονομία στη βενζίνη της μοτοσικλέτας μου, βλέπω κάποιους ανθρώπους στα συσσίτια, αστέγους με «στρώμα» χαρτόνια, ανασφάλιστους σε ουρές εξωτερικών ιατρείων στα νοσοκομεία.
Ακόμη μαθαίνω γιά απελπισμένους που η ψυχή τους «έσπασε» και αυτοκτονούν ή αργοσβήνουν στην κατάθλιψη (δυστυχώς έχω δυό φίλους μου).
Όμως, ρε γαμώτο, δεν είναι αυτή η Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και αυτές οι τραγωδίες.
Δεν πεθαίνει κανείς από ασιτία, όπως οι 200.000 άνθρωποι της κατοχής ή οι εκατοντάδες άνθρωποι που έπαθαν φυματίωση από τις κακουχίες και τους ακολούθησε σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους, όπως τον πατέρα μου.
Γι αυτό οργίζομαι όταν βλέπω ή ακούω από πολιτικάντηδες της κακιάς συμφοράς ή δημοσιογράφους αυτόκλητους εκπροσώπους «αριστερών» κομμάτων με «δεξιές τσέπες» με δυναμική εξουσίας που σίγουρα κάπου θα βολευτούν εξαργυρώνοντας τις κραυγές στα τηλεπάνελ, να μιλούν γιά «κατοχή».
Προσωπικά, ξεσηκώνομαι γιά το σάπιο πολιτικό σύστημα κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέσα από την ελεύθερη σκέψη μου, που διατυπώνω εδώ και χρόνια στην aixmi.gr και παρ ότι αντιλαμβάνομαι από τα σχόλια των αναγνωστών των κειμένων μου ότι δεν υπάρχει ελπίδα συνεχίζω.
Ξεσηκώνομαι, όχι με «επαναστάσεις του φραπόγαλου», αλλά με καθημερινή έμπρακτη αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο, όσο, όπου και όπως μπορώ με τις πενιχρές δυνάμεις μου. Αλληλεγγύη είναι και μιά κουβέντα συμπόνοιας, μιά αγκαλιά, ένα τηλεφώνημα στον φίλο που ξέρεις ότι είναι χειρότερα από εσένα.
Όταν είχα κάποτε κανονικό μισθό έδινα γιά χρόνια κάποια χρήματα που «έπιαναν τόπο» (ξέρω έχασε την αξία της η πράξη και μόνο που το είπα). Τώρα και το πιό απλό πράγμα της περασμένης δεκαετίας είναι πολυτέλεια.
Φτάνει, όμως, δεν λέω άλλα -μη θεωρηθεί ότι είμαι κανένας ιεραπόστολος, γιατί σίγουρα δεν είμαι. Αλλά σίγουρα δεν είμαι και «ψεκασμένος» ή φασίστας ή δήθεν «αριστερός». Και ακόμη περισσότερο δεν είμαι οπαδός της συγκυβέρνησης.
Όσο γιά την πνευματική, κοινωνική και πολιτιστική φτώχεια, τι να πεις και τι να γράψεις;
Αυτή άνοιξε το δρόμο γιά την οικονομική χρεωκοπία από τη δεκαετία του ’80. Γι αυτούς που ναυάγησαν μέσα στα κοστούμια τους.
Γιά την ιστορία, σαν πριν λίγες ημέρες στις 12 Οκτωβρίου 1944, τα χιτλερικά στρατεύματα έφυγαν από την Αθήνα. Λίγο αργότερα άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος που αποτελείωσε τη χώρα.
Στις μέρες μας εξελίσσεται ήδη εδώ και μήνες ένας περίεργος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του «στρατού σωτηρίας» και των «δοσίλογων – προδοτών«.
Τα ονόματα κωδικοποιημένα γιά την αποφυγή παρεξηγήσεων. Ας ελπίσουμε ότι αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος θα παραμείνει μόνο σε λόγια του αέρα, ανταλλαγή ύβρεων και απειλών, ανώνυμα εμετικά σχόλια στο χαώδες διαδίκτυο και δεν θα βγούνε μαχαίρια, πιστόλια ή κονσερβοκούτια…
Το 1986 ο σπουδαίος ποιητής Αργύρης Χιώνης γράφει αυθεντικά με πολυτονικό σύστημα και, προφανώς, όπως αποδεικνύεται σήμερα «προφητικά»: «ώ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις, πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς. Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους, μές στή βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που γιά πάντα τούς σκέπασε τό πουπουλένιο πάπλωμά τους. Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους, σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ, σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ. Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται, ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος. Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.»
Η πιό «βασανιστική» ερώτηση των περισσοτέρων ανθρώπων που συνάντησα τον χρόνο που δειλά – δειλά οδεύει προς την κορδέλα του τερματισμού, είναι «μα γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;».
Σε όλους απαντώ κατ αρχήν με μία ερώτηση «τι σημαίνει ξεσήκωμα» και μετά προσπαθώ -εννοείται μάταια τις περισσότερες φορές- να εξηγήσω ότι η λέξη «κρίση» είναι περισσότερο ένας ήχος που δημιουργούν πέντε γράμματα, παρά μία λέξη με νόημα.
Ωστόσο, γιά να μην θεωρηθώ τρελός. ή κανένας βολεμένος των κομματικών στρατών του δημοσίου ή του δημοσιογραφικού συστήματος στον ιδιωτικό τομέα (γιατί δεν είμαι), επισημαίνω την αμετακίνητη άποψή μου ότι «ναι δυστυχώς η οικονομική ‘κρίση’, την τελευταία πενταετία, μας έκανε σχεδόν όλους- σε καμία περίπτωση όλους όλους – φτωχότερους σε χρήματα.
Η ανείπωτη τραγωδία μιάς ολόκληρης χώρας είναι ότι είχε «πεθάνει» κοινωνικά, πολιτιστικά και πνευματικά την τελευταία τριακονταετία. Απλώς η οικονομική ευμάρεια των περισσοτέρων ήταν το καμουφλάζ της καταστροφής.
Η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, οι «μίζες» ορισμένων πολιτικών, η κολοσσιαία φοροκλοπή, η κατασπατάληση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, το απροσδιόριστο ακόμη και σήμερα νούμερο δανεικών χρημάτων από τις εξωτερικές αγορές, οι δεκάδες χιλιάδες συνταξιοδοτήσεις στο δημόσιο από την ηλικία ακόμη και των 45 ετών σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, το μισθολόγιο -»τέρας» γιά προέδρους, διοικητικά συμβούλια και «εργαζόμενους» σε δημόσιους οργανισμούς -όπως για… τη διατήρηση της μνήμης του Γεωργίου Καραϊσκάκη, οι συντάξεις και επιδόματα -μαϊμού και δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να σκεφτώ τι άλλο βούλιαξε αύτανδρη την Ελλάδα.
Τι σημαίνει, λοιπόν, «ξεσηκώνομαι»;
Διαλύω το κέντρο της πόλης, σπάω τα καταστήματα των συνανθρώπων μου, καταστρέφω την πλατεία Συντάγματος, βάζω φωτιές σε αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες συνανθρώπων μου, καίω ζωντανούς συνανθρώπους μου που εργάζονταν στη ‘Μαρφίν’ την ώρα της «επανάστασης», του «ξεσηκωμού»;
Τι στο διάολο σημαίνει «ξεσηκώνομαι»;
Τι στο διάολο σημαίνει «όχι στην κατοχή της Μέρκελ»; Πες ό,τι θέλεις γιά τη Μέρκελ, τι με νοιάζει κι η Μέρκελ κι ο Τόμσεν κι όλοι αυτοί;
Δεν πάνε να κουρεύονται.
Αλλά μη μιλάς ρε γιά «κατοχή» το 2014…
Γιατί στην πραγματική ναζιστική κατοχή πέθαναν φριχτά από ασιτία και κακουχίες 200.000 άνθρωποι!
Στην πραγματική κατοχή οι άνθρωποι έσβηναν στο δρόμο και τους μάζευαν με τα κάρα, ρίχνοντας τις σορούς τους σε λάκους που έσκαβαν πρόχειρα και ήταν ομαδικοί τάφοι.
Σήμερα, είμαι κι εγώ με την οικογένειά μου ένας από τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που υποφέρουν και δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει.
Αλλά δεν θα εκστομίσω ποτέ τη λέξη κατοχή γιατί μου είχε περιγράψει ο μακαρίτης ο πατέρας μου τι συνέβη στην αληθινή κατοχή.
Σήμερα κι εγώ έχω να αγοράσω παπούτσια και πουκάμισα τρία χρόνια, αλλά φοράω τα παλιά μου παπούτσια και στα δύο μου πόδια και περπατάω ελεύθερα στο δρόμο, χωρίς να κινδυνεύω να «φάω» σφαίρες ή χειροβομβίδες και σκοτωθώ ή μείνω ανάπηρος,
Σήμερα κι εγώ τρώω μόνο μία φορά την ημέρα μιά μερίδα φαΐ, αλλά δεν θα πεθάνω από ασιτία και, τουλάχιστον, τρώω ασφαλής στο σπίτι μου.
Σήμερα και για εμένα είναι πολυτέλεια η έξοδος γιά καφέ, αλλά είμαι ελεύθερος να πάρω τον καφέ από το σπίτι μου και να τον απολαύσω άμα γουστάρω σε ένα παγκάκι στο πάρκο. Γιατί στην κατοχή δεν υπήρχε όχι καφές, αλλά ούτε ψωμί.
Σήμερα και για εμένα το ταβερνάκι είναι απαγορευτικό, αλλά μπορώ με τρομερή οικονομία ίσως μία φορά τον μήνα, να πάω με τη σύντροφό μου να ξεσκάσουμε με 15 ευρώ γιά τρία μεζεδάκια και μισό κιλό κρασί. Στην κατοχή οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι κάθε λεπτό που ήταν ζωντανοί. Το αντιλαμβάνεστε όσοι βαδίζετε διαδηλώνοντας κάτω από κουρελοπανό που κρατούν επαγγελματίες συνδικαλιστές και γράφουν γιά «κατοχή της τρόικας»;
Σήμερα κι εγώ ζορίζομαι χοντρά γιά να πληρώσω το νοίκι μου στην ώρα του και να μη χάσω την αξιοπρέπειά μου, αλλά δεν θα μπω στην αγέλη του όχλου να ξυλοφορτώσω ή να πετάξω γιαούρτια στον απάνθρωπο υπουργό ή βουλευτή που τρώει αμέριμνος στο ρεστοράν. Η τιμωρία του, χωρίς εισαγωγικά η λέξη, θα είναι να μην τον ψηφίσει κανείς στις εκλογές όποτε κι αν γίνουν, αλλά να στείλει στο Κοινοβούλιο νέους προοδευτικούς ανθρώπους με σχέδιο και αίσθηση του καθήκοντος.
Σήμερα κι εγώ έχω υποστεί τα ίδια και πολύ χειρότερα που υπέστησαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι του ιδιωτικού τομέα (όποιος γνωρίζει την υπόθεση του ραδιοφωνικού σταθμού Flash θα με καταλάβει, καθώς έχασα εκτός από τη δουλειά μου και την αποζημίωση 25 χρόνων σκληρής δουλειάς – το πιό ιερό δικαίωμα του εργαζόμενου -και δεδουλευμένα δύο χρόνων) γιατί ένα πρωί, χωρίς καμία προειδοποίηση, ο ιδιοκτήτης του λόγω χρεών και δικαστικών εκκρεμοτήτων του, ουσιαστικά έκλεισε την εταιρία κι εξαφανίσθηκε στη Λατινική Αμερική για να τον ψάχνει μάταια η Ιντερπόλ).
Αλλά δεν έγινα και ούτε θα γίνω τρομοκράτης ή κλακαδόρος δήθεν «αριστερών» σωτήρων μου. Γιά εμάς τους πενήντα ανθρώπους του Flash δεν διαδήλωσε κανείς, δεν έκλεισε δρόμους, δεν βγήκαν κομματικές ανακοινώσεις στήριξης (προσωπικά δεν ήθελα κάτι τέτοιο, απλώς μιά παρατήρηση κάνω).
Μας ξέχασαν κυριολεκτικά όλοι, λες και πεθάναμε.
Σήμερα, λοιπόν, κι εγώ επειδή περπατάω πολύ στο κέντρο της πόλης γιατί κάνω οικονομία στη βενζίνη της μοτοσικλέτας μου, βλέπω κάποιους ανθρώπους στα συσσίτια, αστέγους με «στρώμα» χαρτόνια, ανασφάλιστους σε ουρές εξωτερικών ιατρείων στα νοσοκομεία.
Ακόμη μαθαίνω γιά απελπισμένους που η ψυχή τους «έσπασε» και αυτοκτονούν ή αργοσβήνουν στην κατάθλιψη (δυστυχώς έχω δυό φίλους μου).
Όμως, ρε γαμώτο, δεν είναι αυτή η Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και αυτές οι τραγωδίες.
Δεν πεθαίνει κανείς από ασιτία, όπως οι 200.000 άνθρωποι της κατοχής ή οι εκατοντάδες άνθρωποι που έπαθαν φυματίωση από τις κακουχίες και τους ακολούθησε σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους, όπως τον πατέρα μου.
Γι αυτό οργίζομαι όταν βλέπω ή ακούω από πολιτικάντηδες της κακιάς συμφοράς ή δημοσιογράφους αυτόκλητους εκπροσώπους «αριστερών» κομμάτων με «δεξιές τσέπες» με δυναμική εξουσίας που σίγουρα κάπου θα βολευτούν εξαργυρώνοντας τις κραυγές στα τηλεπάνελ, να μιλούν γιά «κατοχή».
Προσωπικά, ξεσηκώνομαι γιά το σάπιο πολιτικό σύστημα κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέσα από την ελεύθερη σκέψη μου, που διατυπώνω εδώ και χρόνια στην aixmi.gr και παρ ότι αντιλαμβάνομαι από τα σχόλια των αναγνωστών των κειμένων μου ότι δεν υπάρχει ελπίδα συνεχίζω.
Ξεσηκώνομαι, όχι με «επαναστάσεις του φραπόγαλου», αλλά με καθημερινή έμπρακτη αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο, όσο, όπου και όπως μπορώ με τις πενιχρές δυνάμεις μου. Αλληλεγγύη είναι και μιά κουβέντα συμπόνοιας, μιά αγκαλιά, ένα τηλεφώνημα στον φίλο που ξέρεις ότι είναι χειρότερα από εσένα.
Όταν είχα κάποτε κανονικό μισθό έδινα γιά χρόνια κάποια χρήματα που «έπιαναν τόπο» (ξέρω έχασε την αξία της η πράξη και μόνο που το είπα). Τώρα και το πιό απλό πράγμα της περασμένης δεκαετίας είναι πολυτέλεια.
Φτάνει, όμως, δεν λέω άλλα -μη θεωρηθεί ότι είμαι κανένας ιεραπόστολος, γιατί σίγουρα δεν είμαι. Αλλά σίγουρα δεν είμαι και «ψεκασμένος» ή φασίστας ή δήθεν «αριστερός». Και ακόμη περισσότερο δεν είμαι οπαδός της συγκυβέρνησης.
Όσο γιά την πνευματική, κοινωνική και πολιτιστική φτώχεια, τι να πεις και τι να γράψεις;
Αυτή άνοιξε το δρόμο γιά την οικονομική χρεωκοπία από τη δεκαετία του ’80. Γι αυτούς που ναυάγησαν μέσα στα κοστούμια τους.
Γιά την ιστορία, σαν πριν λίγες ημέρες στις 12 Οκτωβρίου 1944, τα χιτλερικά στρατεύματα έφυγαν από την Αθήνα. Λίγο αργότερα άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος που αποτελείωσε τη χώρα.
Στις μέρες μας εξελίσσεται ήδη εδώ και μήνες ένας περίεργος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του «στρατού σωτηρίας» και των «δοσίλογων – προδοτών«.
Τα ονόματα κωδικοποιημένα γιά την αποφυγή παρεξηγήσεων. Ας ελπίσουμε ότι αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος θα παραμείνει μόνο σε λόγια του αέρα, ανταλλαγή ύβρεων και απειλών, ανώνυμα εμετικά σχόλια στο χαώδες διαδίκτυο και δεν θα βγούνε μαχαίρια, πιστόλια ή κονσερβοκούτια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου