KOINΩΝΙΑ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Η αξία των μύθων


Μεγάλωσα στα χρόνια της απομυθοποίησης. Ο καθένας από εμάς κουβαλούσε τη δική του προσωπική μυθολογία, την προστάτευε κιόλας, όμως οι παρέες στη δεκαετία του εβδομήντα έμοιαζαν με μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποψίλωσης του τοπίου της ζωής μας από τους μύθους και τις βεβαιότητες των προλαλησάντων. 


Απομυθοποιούσαμε τους καουμπόηδες και τα ουέστερν, τα ηλιοβασιλέματα, τον έρωτα, το σεξ, τη λογοτεχνική γενιά του τριάντα, τις γραβάτες και τα κοστούμια, τη δεξιά και την καθαρεύουσα, τις παρελάσεις και τις εθνικές εορτές και εννοείται απομυθοποιούσαμε, όσοι μπορούσαμε και όσο μπορούσαμε, τη θρησκεία και την ιστορία, τους δύο πυλώνες της συντηρητικής εκπαίδευσης. 


Τη θρησκεία μας τη δίδασκαν διάφοροι ταλαίπωροι που ήξεραν πως έχουν χάσει το παιχνίδι, δεν ήθελαν όμως να το παραδεχθούν και δεν κατέθεταν τα όπλα. Οι ευφυέστεροι εξ αυτών προσπαθούσαν να προσαρμόσουν την παπαγαλία των δογματικών προδιαγραφών με κάποιον σύγχρονο προβληματισμό, χωρίς όμως θεαματικά αποτελέσματα.  


Την ιστορία, αμιγώς εθνοκεντρική, μας τη δίδασκαν ακολουθώντας την ταξινόμηση του Παπαρρηγόπουλου, μια περίοδος ανά έτος, χωρίς όμως να αναφέρονται στον εθνικό ιστορικό τον οποίον γνώρισα πολλά χρόνια αφού τελείωσα το σχολείο και τον αγάπησα ως έναν από τους σημαντικότερους Ελληνες συγγραφείς του 19ου αιώνα. 


Εν πάση περιπτώσει. Το μέτρο της ευφυΐας και ο βαθμός επιτυχίας στις κοπέλες κρινόταν, εν πολλοίς, από την ταχύτητα και τη βεβαιότητα με την οποία απομυθοποιούσαμε, ή αποδομούσαμε επί το μεταμοντέρνο, τους μύθους με τους οποίους είχαμε μεγαλώσει. Το αίτημα ήταν η απελευθέρωση, από το μάκρος της κόμης ώς το δικαίωμα στον έρωτα, και οι απελευθερωτές από τον Μπολιβάρ ώς τον Κολοκοτρώνη πάντα ασκούσαν γοητεία.
 


Η απελευθέρωση και το πάγιο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, ο εκσυγχρονισμός μας, η δυνατότητα δηλαδή να κοινωνούμε και να ζούμε με όσα συνέβαιναν έξω από τα περιορισμένα σύνορα της Ελλαδίτσας. Ηταν τα χρόνια μετά τον Μάη του ’68, τα χρόνια του ροκ και του Τσε Γκεβάρα, τα χρόνια που διαβάζαμε μετά μανίας από Λένιν μέχρι Σαρτρ, και μεταφράζαμε την Επανάσταση επιλέγοντας τον Μακρυγιάννη απέναντι στον Μαυροκορδάτο, και αναπαράγοντας τις θέσεις του Σκαρίμπα ως θέσφατα της ιστορικής έρευνας. Η αλήθεια είναι ότι ήμασταν τόσο ευχαριστημένοι από εαυτούς και αλλήλους που δεν υποψιαζόμασταν πως στο κενό που άφηναν οι μύθοι των πατεράδων μας φύτρωναν οι δικοί μας μύθοι.  

Αυτό που εμείς πιστεύαμε ως αλήθεια, θέσφατο, με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια, από τη σεξουαλική απελευθέρωση έως το «Κράτος και επανάσταση» του Λένιν, δεν ήταν παρά η δική μας μυθολογία, η δική μας συνεκτική ύλη, το υλικό της παρέας. Πώς να το κάνεις; Οπως και να το κάνεις, η ζωή χωρίς τους μύθους παραμένει απροσάρμοστη. 


Είναι επίσης αλήθεια πως στα χρόνια που μεσολάβησαν, κάτι δεκαετίες με μαλλιά που γκριζάρισαν και βάλε, η πολιτική μου στάση, αλλά και η στάση απέναντι σε φίλους και μη, κρίθηκε εν πολλοίς από τον τρόπο που αντιμετώπιζε ο καθένας την όποια μυθολογία έφτιαξε στα νιάτα του. Πάντα ήταν θλιβερό, έως κωμικό, να βλέπεις εξηντάρηδες να συμπεριφέρονται ως εικοσάρηδες. Κάποτε έλεγαν πως νεάζουν βλακωδώς. Τώρα λέμε πως κρατιούνται καλά, πως δεν έχουν χάσει το σφρίγος της νεότητας, πως παραμένουν προοδευτικά και ανοιχτά μυαλά. Και επειδή θεωρώ ότι ένας από τους ισχυρότερους και πιο ανθεκτικούς μύθους είναι αυτός της απομυθοποίησης, η αυτοπεποίθηση όσων πιστεύουν ότι καταρρίπτοντας τους συλλογικούς μύθους παράγουν υπεραξία για λογαριασμό της αλήθειας, αναρωτιέμαι ποιοι ψυχικοί μηχανισμοί, ποια γρανάζια του υποσυνείδητου τους κρατούν καθηλωμένους στις εμμονές μιας νεότητας που, όπως και να το κάνουμε, τα έχει φάει τα ψωμιά της. 


Είναι η διαφορά μου με την αόμματη αριστερά, είναι και η διαφορά μου με τους εξίσου τυφλούς «εκσυγχρονιστές» που θέλουν, στο όνομα των κακοτεχνιών και των αποτυχιών, να χρεώσουν όλη την εθνική μας ύπαρξη σε ένα ξεπερασμένο παραμύθι. 


Είναι και η διαφορά μου με όσους δεν νοιάζονται αν βλέπουν έναν ιδιοκτήτη εκατό αδειών ταξί να ζώνεται την ελληνική σημαία και να τη χρησιμοποιεί ως κουρελόπανο για τα συνθήματά του, αλλά διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους επειδή ο αριστούχος αλβανικής καταγωγής μαθητής γίνεται σημαιοφόρος στην παρέλαση. Και οι αρχαϊκές αντιδράσεις των μεν δεν πρόκειται ποτέ να με συμφιλιώσουν με την αφελή απομυθοποιητική συμπεριφορά των δε. Εχουμε φάει τη ζωή μας να υποστηρίζουμε εξ αντανακλάσεως θέσεις που εμείς οι ίδιοι τις θεωρούμε έωλες μόνον και μόνον επειδή αυτοί που τις πολεμούν, με τον δικό τους τρόπο, είναι αντίπαλοί μας.
 


Ενα από τα πράγματα που έχω διδαχθεί από την ελληνική παιδεία είναι η αξία του μύθου ως συλλογικό υπόβαθρο αναφοράς

Η Αντιγόνη μπορεί να μην υπήρξε ποτέ, όμως αυτό δεν εμπόδισε τους Αθηναίους να εμπνέονται από τη μορφή της και τον Σοφοκλή να γράψει το αριστούργημά του. Η επεξεργασία του μύθου οδήγησε την κλασική εποχή να διαμορφώσει μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη, την αντίληψη του τραγικού, η οποία από πολλές απόψεις παραμένει πολύ πιο ζωντανή, και χρήσιμη, από όποια απομυθοποιητική περί προόδου αντίληψη η οποία δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως θα εξαλείψει το κακό από το ανθρώπινο σύμπαν.

 
Οι Ελληνες είμαστε μικρό έθνος, καταλαμβάνουμε έναν μικρό χώρο στον χάρτη και μιλάμε μια γλώσσα μικρή. Εχουμε όμως μεγάλη ιστορία, τόσο μεγάλη που δυσκολευόμαστε να τη χωρέσουμε στη σημερινή πραγματικότητα. Και γι’ αυτό χρειάζονται οι μύθοι, για να επεξεργαστούν τις διαστάσεις της. Διότι το θέμα δεν είναι να καταστρέφεις τους μύθους για να αποκαλύπτεις μια κατά το δοκούν αλήθεια. Ας την αφήσουμε αυτή τη δουλειά για τα εργαστήρια των ιστορικών. Και ας φροντίσουμε να οργανώσουμε τους συλλογικούς μας μύθους αν θέλουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου