Πρώην υπουργού Εξωτερικών του Μεξικού, και καθηγητής
Πολιτικής και Σπουδών Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής στο New York
University.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, η διεθνής κοινότητα αποδέχθηκε την
«αρπαγή γης» του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στην Κριμαία, όπως το
έθεσε ο αμερικανός αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν.
Από τη στιγμή που ο Πούτιν
αποφάσισε να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του, οι Ηνωμένες
Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Έθνη δεν μπορούσαν να κάνουν
και πολλά.
Στο μεταξύ η Λατινική Αμερική αντιμετωπίζει το αντίθετο
πρόβλημα.
Αν και οι χώρες της περιφέρειας έχουν τα μέσα για να σταματήσουν τη
συνεχιζόμενη πολιτική, οικονομική και ανθρωπιστική καταστροφή στη
Βενεζουέλα, δεν έχουν τη θέληση να το κάνουν - και με τον υπόλοιπο
κόσμο να έχει στρέψει την προσοχή του στην Ουκρανία δεν αισθάνονται
καμία πίεση.
Στην Ουκρανία, ΗΠΑ και ΕΕ συμφώνησαν σε μία λογική απάντηση
- ή μάλλον ρεαλιστική - που δεν θα επιφέρει φοβερά αποτελέσματα αλλά
είναι προτιμότερη από την παθητικότητα.
Πρώτον, οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί μέχρι τώρα δεν θα δώσουν τη
Σεβαστούπολη πίσω στην Ουκρανία αλλά θα βαρύνουν τουλάχιστον σε
συγκεκριμένους ρωσικούς επιχειρηματικούς τομείς. Το εάν αυτές θα ενώσουν
τους ολιγάρχες ή θα τους διχάσουν και το τί θα αποφασίσουν να κάνουν με
τα χρήματά τους δεν γίνεται να προβλεφθεί. Αλλά η αβεβαιότητα είναι
πολύ καλύτερη από τη συγκατάβαση. Δεν υπάρχουν εναλλακτικές αυτή τη
στιγμή και η εφαρμογή του συνόλου των κυρώσεων από την αρχή θα άφηνε την
ΕΕ και τις ΗΠΑ χωρίς περαιτέρω επιλογές.
Δεύτερον, και πιο σημαντικό,
ένα σιωπηλό τελεσίγραφο δόθηκε στη Ρωσία: περαιτέρω επέκταση στην
Ουκρανία θα οδηγήσει σε πιο αυστηρές κυρώσεις.
Δεδομένης της τοποθεσίας και της ιστορίας της Ουκρανίας δεν
προκαλεί έκπληξη το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που δείχνει η διεθνής
κοινότητα για την κρίση που εκτυλίσσεται εκεί παρά για την καταστροφή
που λαμβάνει χώρα στη Βενεζουέλα.
Αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Τα πρόσφατα
γεγονότα στη Βενεζουέλα ενέχουν επίσης κινδύνους και δυσάρεστες
εκπλήξεις και η διεθνής κοινότητα όπως και οι δημοκρατίες της Λατινικής
Αμερικής πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη σημασία:
Αρχικά, είναι η ενεργειακή
πολιτική.
Η Βενεζουέλα έχει ένα από τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου και
φυσικού αερίου και είναι σημαντική εξαγωγική χώρα (αν και σε μικρότερο
βαθμό σε σχέση με πριν από δέκα χρόνια). Και καλώς ή κακώς, είναι ο
βασικός προμηθευτής κάποιων χωρών, στην Καραϊβική και την Κεντρική
Αμερική.
Αλλά όσα συμβαίνουν στη Βενεζουέλα έχουν σημασία και για άλλους
λόγους.
Η στοχευμένη καταστολή, η φυλάκιση ηγετών της αντιπολίτευσης, η
λογοκρισία του Τύπου, οι ελλείψεις, ο πληθωρισμός και η βία - το
Καράκας είναι μία από τις πιο επικίνδυνες πόλεις του κόσμου - έχουν
δημιουργήσει μία κατάσταση που μεσοπρόθεσμα δεν είναι βιώσιμη.
Το πρόβλημα είναι ότι καμία κυβέρνηση της Λατινικής Αμερικής, με
εξαίρεση τον Παναμά, δεν θέλει να λερώσει τα χέρια της. Οι τρεις που
μετρούν λόγω μεγέθους - Αργεντινή, Βραζιλία και Μεξικό - φοβούνται τις
συνέπειες: η Βραζιλία ότι οι επιχειρήσεις της θα χάσουν συμβόλαια, το
Μεξικό ότι η Βενεζουέλα θα χρηματοδοτήσει την αντιπολίτευση στις
ενεργειακές μεταρρυθμίσεις και η Αργεντινή ότι θα χάσει έναν σύμμαχο που
γνωρίζει πολλά. Η Κολομβία και η Χιλή αρνούνται να αναμειχθούν για
διαφορετικούς λόγους.
Η Κολομβία χρειάζεται τη συνεργασία της κυβέρνησης Μαδούρο στις
διαπραγματεύσεις με τους αντάρτες των Επαναστατικών Ένοπλων Δυνάμεων της
Κολομβίας (FARC), ενώ η νέα πρόεδρος της Χιλής, η Μισέλ Μπατσελέτ,
πάντα είχε μία αδυναμία στον Τσαβισμό.
Παραδόξως, αν και οι δυτικές
δυνάμεις δεν μπορούν να κάνουν πολλά στην Ουκρανία, οι μεγάλοι παίκτες
της Λατινικής Αμερικής μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη Βενεζουέλα.
Στη Βενεζουέλα ο κίνδυνος είναι μεγάλος και η διευθέτησή του πιο φθηνή
και εύκολη σε σχέση με την Ουκρανία. Αλλά αυτό απαιτεί αυτό που οι
περισσότερες κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής δεν έχουν: όραμα και
θάρρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου