Γράφαμε προ καιρού την απορία μας για τις «πραγματικές πινακίδες του κ. Λιάπη». Πώς κατάφερε δηλαδή να αποκτήσει για το αυτοκίνητο μεγάλου
κυβισμού τον επίζηλο για πολλούς αριθμό ΙΖΑ-4000. Αναφέραμε ότι σε χώρες
όπως η Βρετανία η Ιρλανδία, οι ΗΠΑ κ.λπ. αυτή η «αγαθή τύχη» (που είχε
και ο πρώην υπουργός Μεταφορών) πληρώνεται ακριβά, προς όφελος των
φορολογουμένων: «στην εξαποδώ νεοφιλελεύθερη Βρετανία κάθε πινακίδα με
επιθυμητό αριθμό πωλείται από το υπουργείο Μεταφορών πολύ αλμυρά. Αν
ψάξει κανείς στην ιστοσελίδα του “Drivers and Vechicle Licensing Agency”
θα δει ότι στην τελευταία δημοπρασία (27-29 Νοεμβρίου 2013) η πινακίδα
με τον αριθμό 4000-Α πουλήθηκε έναντι 4.600 λιρών (περίπου 5.500 ευρώ).
Για την πινακίδα 4000-CM κάποιος πλειοδότησε με 3.900 ευρώ. Η πινακίδα
8888-ΒΒ πουλήθηκε έναντι 20.600 ευρώ.Το 2009 κάποιος έδωσε το μεγαλύτερο ιστορικά ποσό των 416.000 ευρώ για
να αποκτήσει την πινακίδα με τον αριθμό 1D. Παρά το γεγονός ότι οι τιμές
λόγω κρίσης έχουν πέσει, το 2012 μπήκαν στο δημόσιο ταμείο της
νεοφιλελεύθερης Βρετανίας επιπλέον 80 εκατομμύρια ευρώ, από πωλήσεις
πινακίδων σαν αυτή που είχε ο κ. Λιάπης. Αντίστοιχο σύστημα πώλησης των
“καλών αριθμών” ισχύει στην επίσης νεοφιλελεύθερη Ιρλανδία»
Τελικά δεν είναι η «αγαθή τύχη» που κανονίζει τις «καλές πινακίδες»,
αλλά κάποιοι «καλοί υπάλληλοι» του υπουργείου Μεταφορών. Αυτό προκύπτει
από έρευνα που έκανε το 2005 το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών του υπουργείου
Μεταφορών μετά από εντολή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ.
Λέανδρου Ρακιντζή. Σύμφωνα με την έκθεση (η οποία απεστάλη στον τότε
υπουργό Μεταφορών... κ. Μιχάλη Λιάπη) «διαπιστώθηκε ότι γίνεται υπέρβαση
του μητρώου των αριθμών κυκλοφορίας με την επιλογή ειδικών αριθμών
(π.χ. 1414, 6666, 8888 κ.λπ.) με αποτέλεσμα το μητρώο των αριθμών
κυκλοφορίας να παρουσιάζει μεγάλα κενά».
Για το σύνολο των Υπηρεσιών που ελέγχθηκαν, συνεχίζει η έκθεση,
διαπιστώθηκε ότι δεν τηρείται η σειρά:
Στη δεκαεξασέλιδη έκθεση πιστοποιείται με πολλά παραδείγματα ότι στο
υπουργείο Μεταφορών γινόταν το «έλα να δεις και να πάρεις». Κι εδώ
προκύπτει το ερώτημα: με το αζημίωτο γινόταν αυτή η παραχώρηση των
«καλών πινακίδων»;
Αν σκεφτούμε ότι το «εμπόριο της ματαιοδοξίας»
απέφερε τα τελευταία τριάντα χρόνια στο βρετανικό Δημόσιο 1,8 δισ. ευρώ,
πόσα λεφτά έχασε το ελληνικό Δημόσιο και πόσα καρπώθηκαν κάποιοι
ατσίδες από την ιδιότυπη ιδιωτικοποίηση μιας υπηρεσίας που -καλώς ή
βλακωδώς- οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πληρώνουν για να την έχουν;
Το βασικό είναι ότι αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι όταν κάποιες
υπηρεσίες δεν αφήνονται διαφανώς στην αγορά, θα ιδιωτικοποιηθούν
υπογείως προς όφελος λίγων του μηχανισμού και προς βλάβη όλων των
υπολοίπων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου