Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ
Τα κόμματα είναι, κατά το καθιερωμένο, συνταγματικής προελεύσεως
στερεότυπο, οι «πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος». Να ρωτήσω,
λοιπόν: Είναι και η Χρυσή Αυγή ένας από τους πυλώνες αυτούς;
Βεβαίως,
δεν θα τολμούσε κανείς να απαντήσει καταφατικά, εφόσον αντιλαμβάνεται τι
σημαίνει «δημοκρατία», παρεκτός αν θέλει να την ειρωνευτεί.
Τότε, όμως,
τι είναι η Χ.Α. και πώς μέσα στους «πυλώνες της δημοκρατίας»
παρεισέφρησε ο αρνητής και υπονομευτής της;
Δεν είναι δύσκολη η
απάντηση: Προφανώς, επειδή στις τελευταίες εκλογές την ψήφισαν κάτι
περισσότερο από 500.000 ψηφοφόροι. Τόσο απλό είναι.
Εχουμε, λοιπόν, σήμερα αυτό το παράδοξο μπροστά μας, επειδή για ακόμη
μία φορά βρεθήκαμε να έχουμε βάλει την άμαξα μπροστά από το άλογο.
Πρώτα, δηλαδή, σπεύσαμε να εξάρουμε τα κόμματα για τον ρόλο τους στο
πολίτευμα κι έπειτα, όταν μας προέκυψαν τα προβλήματα, καθίσαμε να
σκεφθούμε τι μπορεί, μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας, να είναι κόμμα
και να συμμετέχει στις εκλογές. Δεν αμφιβάλλω ότι οι νομικοί θα
καταβάλουν λαμπρές προσπάθειες, εκ των υστέρων, για να λύσουν το
πρόβλημα που συνιστά η ύπαρξη της Χ.Α. για το δημοκρατικό πολίτευμα. Αν
όμως υπήρχε ένας νόμος περί κομμάτων, όπως υπάρχει λ.χ. στη Γερμανία,
ένας νόμος που θα όριζε τη σχέση τους με το πολίτευμα, τώρα δεν θα
γυρεύαμε επειγόντως μπαλώματα για την κουρελού.
Υποθέτω ότι οι λόγοι για τους οποίους η αποκατάσταση της δημοκρατίας το
1974 δεν περιέλαβε και έναν νόμο περί κομμάτων κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα
πρέπει να αναζητηθούν στις ιδιαίτερες συνθήκες και στο πολιτικό κλίμα
της Μεταπολίτευσης: ίσως η νομιμοποίηση του ΚΚΕ να μην ήταν δυνατή αν
υπήρχε τέτοιος νόμος· και τι είδους αποκατάσταση της δημοκρατίας θα ήταν
αυτή με εκτός νόμου τον ιστορικό -και, την εποχή εκείνη, τον κατ’
εξοχήν- εκφραστή της Αριστεράς;
Με τον τρόπο αυτόν, όμως, ανοίξαμε έναν
δρόμο για την υπονόμευση της δημοκρατίας και, σε τελευταία ανάλυση, για
τον κατακερματισμό της κοινωνίας.
Διότι το αποδεκτό από όλους πλαίσιο αρχών εμείς το προσπεράσαμε και το
αντικαταστήσαμε με τη δύναμη των αριθμών: όποιος έχει τη δύναμη των
αριθμών με το μέρος του έχει και το δίκιο. Και, επειδή είμαστε
πρακτικοί, δεν είναι απαραίτητο να έχεις την πλειοψηφία· αρκεί να έχεις
ένα σεβαστό ποσοστό ψήφων και το όποιο δίκιο σου ισχύει «εν μέρει»: στον
βαθμό, δηλαδή, κατά τον οποίο η δική σου δύναμη σου δίνει και τη
δυνατότητα να το επιβάλεις. Διότι έτσι λειτουργούν τα κατακερματισμένα
συστήματα, εκείνα που δεν διαθέτουν συνεκτικό ιστό κοινών αρχών, που
ορίζει τους κανόνες του παιγνιδιού και κρατά τα συστατικά στοιχεία σε
μια σχέση κοινότητας.
Τώρα ψάχνουμε κάτι για να ξεμπερδεύουμε, όπως όπως, με ένα
κρυπτονεοναζιστικό κόμμα που το έχουν ψηφίσει κοντά μισό εκατομμύριο
ψηφοφόροι και τα οργανωμένα στελέχη του οποίου δολοφονούν αντιπάλους
τους. Υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξουμε, πολύ φοβάμαι, σε ένα
νομικίστικο έκτρωμα, τις ευρύτερες επιπτώσεις του οποίου θα
αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, όταν θα τις βρούμε μπροστά μας.
Εντούτοις, ακόμη και αν κάπως «τακτοποιήσουμε» επί του παρόντος το
πρόβλημα, θα έχουν τελειώσει με το ζήτημα της πολιτικής βίας;
Δυστυχώς,
όχι. Απλώς, θα έχουμε κάνει ακόμη έναν θλιβερό συμβιβασμό: θα έχουμε
αποδεχθεί την αντίληψη ότι η ηθική απαξία της πολιτικής βίας είναι
ζήτημα βαθμού και έντασης. Μπορείς να απειλείς και να τρομοκρατείς,
μπορείς να προπηλακίζεις, μπορείς να γιαουρτώνεις, μπορείς ακόμη και να
δέρνεις τον αντίπαλο, αλλά δεν μπορείς να τον μαχαιρώνεις και να
πεθαίνει. «Ε, όχι και μαχαίρι!». Φέρεται να αναφώνησε μία αστυνομικός
στη σκηνή της δολοφονίας του Π. Φύσσα.
Μακάρι να ήταν η ζωή τόσο απλή όσο σε ένα παραμύθι, με τη Δεξιά να είναι
εξ ορισμού η κακή και η Αριστερά η καλή. Στην περίπτωση αυτή, ο αγώνας
«του φωτός με το σκότος» (για να θυμηθούμε τον Ανδρέα Παπανδρέου...) θα
είχε καταλήξει με οριστική επικράτηση του σοσιαλισμού. Το πρόβλημα όμως
είναι στην ανθρώπινη φύση και, γι’ αυτό, έχουμε ανάγκη τους θεσμούς που
ορίζουν το πλαίσιο του πολιτισμού μας. Δεν γίνεται πια να συμψηφίζουμε
τα περιστατικά της βίας από τη μια και την άλλη πλευρά (λες και
πρόκειται για τα σπασμένα γραφεία τοπικών οργανώσεων, όπως γινόταν στη
δεκαετία του 1970...). Δεν πάει άλλο η καταδίκη της πολιτικής βίας να
συναρτάται με την ένταση ή το χρώμα του εκάστοτε περιστατικού.
Η κολακεία των ΜΜΕ προς τη «μεγαλειώδη» πλατεία και τα εμπρηστικά
συνθήματά της, η πολιτικώς ορθή ανοχή της «μερικής αποδοκιμασίας» και η
αποδοχή της «δικαιολογημένης οργής», η υποδαύλιση της Κερατέας και η
απροκάλυπτη στήριξη στους «εξεγερμένους» στις Σκουριές, όλα αυτά μας
έφεραν χθες στο σημείο ώστε να έχουμε σήμερα έναν νεκρό, δολοφονημένο
από έναν μαχαιροβγάλτη της Χ.Α. Να το πω διαφορετικά: Ξέρετε γιατί χθες
στο Κερατσίνι έδειραν τον Πάνο Καμμένο;
Επειδή, συν τοις άλλοις, ο ίδιος
είχε προτρέψει κάποιους άλλους να δείρουν τον Χρήστο Πάχτα!
Κατά σύμπτωση, πριν από έναν χρόνο (16 Σεπτεμβρίου 2012) έγραφα εδώ ότι η
Χ.Α. μάς δίνει την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε, επιτέλους, ριζικά το
ζήτημα της πολιτικής βίας, ανεξαρτήτως του χρώματός της. Μένει να δούμε
αν αυτό θα συμβεί ή αν θα έχουμε, σε διαφορετική εκδοχή, μια επανάληψη
του 2008...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου