Το 2008, ο Μπαράκ Ομπάμα εξελέγη πρόεδρος της Αμερικής έχοντας
αντιταχθεί στον πόλεμο κατά του Ιράκ και γενικότερα στην ολέθρια
εξωτερική πολιτική των νεοσυντηρητικών. Πέντε χρόνια αργότερα,
αντιγράφει μεθόδους του προκατόχου του, προετοιμάζοντας πολεμικές
επιχειρήσεις εναντίον της Συρίας, μιας χώρας η οποία ουδέποτε έχει
απειλήσει την ασφάλεια των ΗΠΑ. Τη θλιβερή διαπίστωση προσυπογράφει, με
άρθρο του στην εφημερίδα Guardian, ο Χανς Μπλιξ, επικεφαλής των
επιθεωρητών του ΟΗΕ για τα (ανύπαρκτα) «όπλα μαζικής καταστροφής» του
Σαντάμ Χουσεΐν.
Οπως στην περίπτωση του Ιράκ, σημειώνει ο Μπλιξ, η Αμερική σπεύδει σε
έναν πόλεμο χωρίς εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας και χωρίς να
έχει διαπιστωθεί από τους επιθεωρητές του ΟΗΕ η χρήση χημικών όπλων από
το καθεστώς Ασαντ.
Αλλά ακόμη κι αν επιβεβαιωνόταν κάτι τέτοιο,
διερωτάται ο Σουηδός διπλωμάτης, γιατί θα έπρεπε «οι ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ ή
οποιοσδήποτε συνασπισμός προθύμων να δράσουν ως παγκόσμιοι χωροφύλακες»;
Το ούτως ή άλλως εξωφρενικό άλλοθι του «ανθρωπιστικού πολέμου»
ελάχιστους πείθει. Γιατί η Ουάσιγκτον να σπεύσει σε πόλεμο ύστερα από τη
θρυλούμενη εξόντωση 322 αμάχων, σύμφωνα με τη συριακή αντιπολίτευση,
όταν στην Αίγυπτο σκοτώθηκαν 1.295 άνθρωποι μέσα σε ένα μόνο διήμερο
ύστερα από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο συνάντησε την αποδοχή
των ΗΠΑ, χωρίς να συγκινηθεί κανείς στις δυτικές πρωτεύουσες;
Η θέση του Αμερικανού προέδρου έγινε ακόμη περισσότερο δεινή ύστερα από
την ταπείνωση του πιο στενού συμμάχου του, του Βρετανού πρωθυπουργού
Ντέιβιντ Κάμερον, στη Βουλή των Κοινοτήτων, η οποία απέρριψε την εμπλοκή
του Ηνωμένου Βασιλείου στην εκστρατεία κατά της Συρίας.
Το δίλημμα που
τίθεται ενώπιον του Μπαράκ Ομπάμα είναι εξαιρετικά επώδυνο: να
αναστείλει την επιδρομή, στέλνοντας σε όλο τον κόσμο το μήνυμα ότι η
Αμερική μοιάζει με «χάρτινη τίγρη» ή να εμπλακεί σε μια παράλογη
περιπέτεια, χωρίς σαφή στόχο, με ισχνότατη διεθνή στήριξη; Μια
περιπέτεια από την οποία έχουν αποστασιοποιηθεί, μεταξύ άλλων, Γερμανία,
Ιταλία, Βέλγιο, Αίγυπτος και Ιορδανία, αφήνοντας μόνο τη Γαλλία και την
Τουρκία να υπερθεματίζουν για την εξαπόλυση της επίθεσης.
Είναι πιθανό ο Ομπάμα να συρθεί –παρά τις αντιδράσεις και σημαντικής
μερίδας του αμερικανικού Κογκρέσου– σε μια άκρως επικίνδυνη επιλογή, την
οποία πάσχιζε επί μακρόν να αποφύγει.
Στις 21 Αυγούστου, ακριβώς την
ημέρα που εκδηλώθηκε η πολύ περίεργη επίθεση με χημικά όπλα στη Δαμασκό
(σε απόσταση πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο από το ξενοδοχείο όπου
βρίσκονταν οι επιθεωρητές του ΟΗΕ!), ο αρχηγός των αμερικανικών ενόπλων
δυνάμεων, στρατηγός Ντέμπσι, απαντούσε ως εξής σε ερώτηση Δημοκρατικού
βουλευτή:
Κυνική, αλλά απολύτως λογική
τοποθέτηση, αν πάρει κανείς υπόψη το μεγάλο ειδικό βάρος των φανατικών
ισλαμιστών στους κόλπους της συριακής αντιπολίτευσης. Μία εβδομάδα
αργότερα, όμως, η κυβέρνηση Ομπάμα ήταν έτοιμη για πόλεμο και η Αλ
Κάιντα δεσμευόταν ότι θα εξαπολύσει και αυτή επίθεση εναντίον του
καθεστώτος Ασαντ, σε μια ντε φάκτο σύμπλευση με τον «Μεγάλο Σατανά»!
Στο θεμελιώδες ερώτημα για τους λόγους της θεαματικής μεταστροφής του
Ομπάμα, μόνο υποθέσεις μπορεί να διατυπώσει κανείς. Ενδεχομένως, οι
Αμερικανοί τρόμαξαν από τη σταθεροποίηση του καθεστώτος Ασαντ, ύστερα
από τις πρόσφατες στρατιωτικές επιτυχίες του εναντίον των ανταρτών και
για τις συνέπειες που θα είχε η ενίσχυση του άξονα Ιράν - Συρίας -
Χεζμπολάχ στην ευρύτερη περιοχή. Επιπλέον, πρέπει να βάρυνε η εικόνα
ενός ασθενούς προέδρου και μιας ευάλωτης υπερδύναμης, η οποία χάνει τον
έλεγχο των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και υφίσταται ταπεινώσεις από τη
Ρωσία, όπως με την πολύκροτη υπόθεση Σνόουντεν.
Διακηρυγμένη πρόθεση της Αμερικής είναι να μην εμπλακεί στον συριακό
εμφύλιο και να περιοριστεί σε μια ολιγοήμερη επιχείρηση με «χειρουργικά
πλήγματα» εξ αποστάσεως για να «τιμωρήσει» τον Ασαντ, όχι όμως και να
τον ανατρέψει.
Ωστόσο, το σενάριο ενός «πολέμου λάιτ» μπορεί να τιναχτεί στον αέρα από
την αντίδραση του Ασαντ και των συμμάχων του στην επίθεση που θα δεχθεί ή
και από ενδεχόμενες αστοχίες των ίδιων των Αμερικανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου