Τα χρήματα ενδεχομένως να αποτελούν το βασικό δομικό υλικό των
οικονομικών. Συμβάλλουν στην προσπάθεια των κρατών να συλλέξουν φόρους
προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα δημόσια αγαθά. Επιτρέπουν στους
παραγωγούς να εξειδικεύονται ώστε να αποκομίσουν κέρδη από το εμπόριο.
Η
χρήση τους είναι σαφής, ωστόσο η προέλευσή τους αποτελεί μυστήριο.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα χρήματα έχουν τις ρίζες τους στην εξουσία
του κράτους. Αλλοι ότι η ύπαρξη τους είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση,
δηλαδή ότι θα υπήρχαν ακόμα και αν απουσίαζαν οι κυβερνήσεις. Η
μακροχρόνια αυτή συζήτηση μας πληροφορεί για ορισμένα από τα πιο
επίκαιρα ερωτήματα νομισματικής πολιτικής του σήμερα, όπως,
παραδείγματος χάριν, για το μέλλον του δολαρίου και του ευρώ.
Σύμφωνα με την οικονομική σχολή του Αυστριακού οικονομολόγου Καρλ
Μένγκερ, η νομισματοποίηση της οικονομίας ξεκίνησε από τι στιγμή που οι
αγροτικές οικονομίες ξέφυγαν από τη χρήση της γεωργίας ως μέσο επιβίωσης
και άρχισαν να εξειδικεύονται. Αυτό επιφέρει κέρδη αποδοτικότητας, αλλά
επίσης σημαίνει ότι το εμπόριο με άλλους καθίσταται αναγκαίο. Η
προέλευση του χρήματος αποτελεί μία αντίδραση από μέρους της αγοράς στα
έξοδα ανταλλαγής, βάσει της οποίας τα καλύτερα χρήματα είναι αυτά που
ελαχιστοποιούν το κόστος των συναλλαγών. Η θεωρία του Μένγκερ είναι μία
καλή περιγραφή της προέλευσης των άτυπων χρημάτων, όπως αυτά που
χρησιμοποιήθηκαν από τους κρατούμενους φυλακών.
Ομως η ιστορία δεν ταιριάζει ακριβώς με τα γεγονότα στις περισσότερες
νομισματικές οικονομίες, σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευε το 1998 ο
καθηγητής του London School of Economics, Τσαρλς Γκούντχαρτ. Βάσει της
θεωρίας του κ. Γκούντχαρτ, το κράτος έχει ένα μεγαλύτερο ρόλο στην
προέλευση του χρήματος. Η δημοσιονομική πτέρυγα μιας κυβέρνησης διατηρεί
ένα τεράστιο κίνητρο να μεταφέρει την οικονομία της μακριά από το
εμπόριο μέσω ανταλλαγών. Οταν καταστεί δυνατή η ύπαρξη του χρήματος,
τότε θα μπορέσουν να μετρηθούν τα έσοδα και τα έξοδα, καθιστώντας έτσι
δυνατή και τη φορολόγησή τους. Και το δημόσιο ταμείο λαμβάνει μία
δεύτερη ώθηση από το κυρίαρχο δικαίωμα, τη διαφορά μεταξύ της αξίας των
νομισμάτων και του κόστους παραγωγής τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι
κυβερνήσεις επιβάλουν φόρους που μπορούν να καταβληθούν μόνο σε χρήματα,
δημιουργώντας έτσι μία ζήτηση για τα χρήματα που με τη σειρά της
σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα χρήματα θα είναι ευρέως αποδεκτά ως μέσο
πληρωμής για τα αγαθά. Συνεπώς, το κράτος αναγκάζει την οικονομία να
απομακρυνθεί από το εμπόριο για τους δικούς του δημοσιονομικούς σκοπούς.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο τα «άτυπα» χρήματα μπορούν να
χρησιμοποιηθούν σε καθαρά ιδιωτική βάση. Όμως τα άτυπα χρήματα μπορούν
να χρησιμοποιηθούν και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η θέση του δολαρίου ως το
παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, παραδείγματος χάριν, δεν επιβλήθηκε από
οποιαδήποτε κυβέρνηση. Η υπεροχή του εκτός των ΗΠΑ βασίζεται στο γεγονός
ότι αποτελεί την καλύτερη επιλογή για τις διεθνείς συναλλαγές. Μόλις
ένα ανταγωνιστικό νόμισμα καταστεί προτιμότερο, τότε, οι εταιρείες και
οι υπόλοιπες κυβερνήσεις θα στραφούν προς το μέρος του.
Τα καλά νέα για το δολάριο είναι ότι το κινεζικό γουάν δεν είναι ακόμα ευρέως αποδεκτό, ενώ υποφέρει και από τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, τα οποία περιορίζουν τη χρησιμότητά του. Ωστόσο, μία αλλαγή σε ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα μπορεί να είναι ταχύτερη από ό,τι πολλοί υποθέτουν.
Ο δεύτερος
ανταγωνιστής του δολαρίου, το ευρώ, αντιμετωπίζει βαθύτερα προβλήματα. Η
προέλευσή του δεν ήταν ιδιωτική, ούτε συμπίπτει με τη θεωρία του κ.
Γκούντχαρτ. Σε έκθεσή του, που είχε συνταχτεί ένα έτος πριν από την
εισαγωγή του ευρώ, ο κ. Γκούντχαρτ ήταν προφητικός, υπογραμμίζοντας ένα
«άνευ προηγουμένου διαχωρισμό μεταξύ των βασικών νομισματικών και
δημοσιονομικών αρχών». Οι οπαδοί της θεωρίας του κ. Γκούντχαρτ
«ανησυχούν για το κατά πόσον ο συγκεκριμένος διαχωρισμός θα μπορούσε να
έχει ορισμένες απρόβλεπτες παρενέργειες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου