Να ξεχάσουμε την Ελλάδα που κάποτε αγαπήσαμε, αυτή τη χώρα που πολλοί
από εμάς εξακολουθούμε να αγαπάμε. Τι χειρότερο μπορεί να φέρει αυτή η
κρίση από την υποτίμηση του όποιου πατριωτικού αισθήματος μπορεί ο
καθένας να κουβαλάει μέσα του; Στον τρόπο που σκέφτεται, στον τρόπο που
συμπεριφέρεται, στον τρόπο που αντιδρά.
Παρεξηγημένη λέξη ο πατριωτισμός. Αφού την εξόρισε στην παρανομία ο
προοδευτικός λυρισμός της Μεταπολίτευσης, τώρα την καπηλεύονται οι
χρυσαυγίτες και οι παραφυάδες τους.
Πώς να τολμήσεις να την προφέρεις
όταν βλέπεις μπροστά σου τα παιδιά του μπόντι μπίλντινγκ με τα ξυρισμένα
κεφάλια και το ροπαλοφόρο λεξιλόγιο;
Παρεξηγημένη, και όπως όλα τα
παρεξηγημένα του κόσμου τούτου, πολύτιμη. Και προς αποφυγήν
παρεξηγήσεων, παραθέτω δύο φράσεις από το δοκίμιο του Τζορτζ Οργουελ «Ο
λέων και ο μονόκερως»: «Ο πατριωτισμός δεν έχει τίποτε να κάνει με τον
συντηρητισμό. Είναι η αφοσίωση σε κάτι που αλλάζει, συγχρόνως όμως το
αισθάνεσαι με μυστικιστικό τρόπο να παραμένει το ίδιο».
Ο πατριωτισμός δεν έχει καμία σχέση με τον εθνικισμό που πωλείται,
έναντι ευτελούς αντιτίμου, στην πολιτική αγορά δίπλα στα ιδεολογικά
γκάτζετ της επανάστασης και του εθνικού σπαραγμού. Αυτός που ζώνεται την
ελληνική σημαία για να διεκδικήσει τα κεκτημένα του δικαιώματα δεν
είναι περισσότερο πατριώτης από τον άλλον που την καίει για να βγάλει το
άχτι του. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το σύμβολο της πατρίδας
χρησιμοποιείται με την προχειρότητα του πανικόβλητου που τρέχει πίσω από
το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Πατριωτισμός δεν είναι να μην κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη για να
μη διαψεύσεις την υπέροχη πεποίθηση ότι ανήκεις στον ωραιότερο και
εξυπνότερο λαό του κόσμου. Πατριωτισμός δεν είναι να θέλεις να ρίξεις
όλους τους Πακιστανούς στη θάλασσα επειδή πιστεύεις ότι αυτοί μολύνουν
την αιματολογική του σύνθεση. Φίλη Γαλλίδα μού έλεγε τις προάλλες ότι
ηλικιωμένος άνδρας, ευπρεπώς ενδεδυμένος, όταν την προσπέρασε
χρησιμοποίησε το πεζοδρόμιο μπροστά της ως πτυελοδοχείο. Κι όταν αυτή
διαμαρτυρήθηκε, εκείνος, ακούγοντας τη γαλλική προφορά με την οποία
μιλάει τα ελληνικά, της είπε να σηκωθεί να φύγει και να πάει στον τόπο
της. Υποθέτω ότι ο ίδιος, τη στιγμή εκείνη, θα ένιωσε στο διάφραγμά του,
όπου και η ψυχή κατά τους αρχαίους ημών, τη δροσιά από την αύρα των
πατριωτικών του αισθημάτων.
Υπάρχει και ο πατριωτισμός των ΤΕΙ που συγχωνεύονται, θα μου πείτε, και
της ΠΟΕ-ΟΤΑ και της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και όλων αυτών που ταμπουρώνονται για να
μην αφήσουν τις στρατιές των «Γερμανοί» και των «Γάλλοι» να περάσουν από
τα Δερβενάκια του ελληνικού Δημοσίου. Αλήθεια, πόσο πατριωτικό είναι το
ελληνικό Δημόσιο;
Υπάρχουν άνθρωποι που το υπηρετούν με ζήλο και αγάπη,
όμως το Δημόσιο ως Δημόσιο, αυτό το έγγραφο με το εθνόσημο, δεν
διαφέρει και πολύ από όσους ζώνονται τις ελληνικές σημαίες για να
διεκδικήσουν τα κεκτημένα τους. Και το Δημόσιο τα κεκτημένα του ζητάει,
όπως οι συνδικαλιστές και ο γείτονας που πήρε ένα μέτρο από το
πεζοδρόμιο λόγω χρησικτησίας.
Η Ελλάδα είναι χώρα υπό κατοχή, όχι ξένων δυνάμεων, αλλά κεκτημένων
δικαιωμάτων που φτάνουν μέχρι και το δικαίωμα να κακοποιείς τη γλώσσα
χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν.
Πατριωτισμός, αντιθέτως, είναι η αγάπη για τη γλώσσα, γι’ αυτήν την υπέροχη γλώσσα που σου έμαθε τον κόσμο, για τη γλώσσα και τα μνημεία της. «Οπου κι αν βρίσκεστε, αδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», έλεγε ο Ελύτης. Θεωρώ ότι περισσότερο πατριώτης είναι ο πατέρας που υποχρεώνει τα παιδιά του να μάθουν ξένες γλώσσες από τον άλλον που τα αφήνει στο έλεος του μικροχώραφού του. Ετσι θα εκτιμήσουν καλύτερα και την αξία της δικής τους γλώσσας.
Η ψωροκώσταινα, με όλη της την αθλιότητα, είχε πατριωτισμό. Ο αγρότης
που πήγαινε αξημέρωτα στο χωράφι του ήλπιζε ότι το παιδί του θα γίνει
καλύτερος άνθρωπος, πιο μορφωμένος δηλαδή.
Η πλουτοκώσταινα τον έχασε.
Μένει να τον ξαναβρούμε. Αναγνωρίζω ότι όταν είσαι άνεργος, όλα αυτά τα
διαβάζεις σαν τα ψιλά γράμματα των συμβολαίων. Ομως αν θέλουμε να
ξεφύγουμε από τα ερείπια, τα οποία σε αντίθεση με τα αρχαία δεν έχουν
καμία ομορφιά, από εκεί θα πρέπει να αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το νήμα.
Να ψάξουμε τα διαμάντια μέσα στις στάχτες. Να ξαναβρούμε αυτήν την
«κρυφή Ελλάδα» που, όπως έλεγε ο Μαλρό, υπάρχει στην καρδιά του κάθε
δυτικού ανθρώπου. Εργαστήκαμε σκληρά για να καταστρέψουμε τον τόπο ο
οποίος, παρ’ όλα αυτά, αντιστέκεται. Κι αν υπάρχει μια πολιτική η οποία
θα μπορέσει να δώσει τη χαμένη ζωή στην ξέπνοη και σιωπηρή πλειοψηφία
που υπομένει, είναι αυτή που θα αναδείξει ό,τι υπάρχει σ’ αυτόν τον τόπο
άξιο να αγαπηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου