Tου Ηλια Μαγκλινη
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1942 ο Αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ
και η δεύτερη γυναίκα του κατευθύνθηκαν προς την κρεβατοκάμαρα του
νοικιασμένου τους σπιτιού στην Πετρόπολη της Βραζιλίας. Ξάπλωσαν στο
κρεβάτι, αφού πρώτα κατάπιαν μεγάλες ποσότητες βαρβιτουρικών. Στο
σημείωμα της αυτοκτονίας, ο Τσβάιχ έγραφε για μιαν απώλεια: της μητρικής
του γλώσσας, των γερμανικών, που είχε χαθεί για πάντα, τόσο «από
εκείνον όσο και από την πνευματική του πατρίδα».
Τι εννοούσε
λέγοντας «πνευματική πατρίδα»;
Την Ευρώπη. Την Ευρώπη που, όπως έγραφε
παρακάτω, «βρισκόταν σε μια διαδικασία αυτοκαταστροφής. Χαιρετώ όλους
μου τους φίλους! Είθε να σας δοθεί η χάρη να δείτε το χάραμα μετά από
μια μακρά νύχτα! Εγώ, πάντα τόσο ανυπόμονος, φεύγω πριν από αυτό».
Ο
Τσβάιχ ήταν εβραϊκής καταγωγής. Λίγο μετά την κατακόρυφη άνοδο του
ναζισμού στην πατρίδα του, την Αυστρία, τα βιβλία του ήταν μεταξύ αυτών
που ρίχτηκαν στην πυρά και το 1934 η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι του
απαιτώντας να βρει «πού ήταν τα κρυμμένα όπλα». Δεν βρήκαν τίποτα
φυσικά, αλλά με το που έφυγαν ο Τσβάιχ τα μάζεψε και έφυγε για το
Λονδίνο. Σε αντίθεση με άλλους Εβραίους, είχε υποψιαστεί ότι κάτι πολύ
άσχημο θα συνέβαινε σύντομα γι’ αυτό και έφυγε, για να μην επιστρέψει
ποτέ ξανά στην πατρίδα του.
Ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ
πολιτικοποιημένος. Η σιωπή του, ακόμα και στον καιρό της εξορίας,
εξόργισε πολλούς διανοουμένους της εποχής. Εκείνος έλεγε ότι ήθελε να
διατηρήσει την ψυχραιμία του και να είναι όσο το δυνατόν πιο
αντικειμενικός απέναντι σε όσα συνέβαιναν στην Ευρώπη.
Η ειρωνεία
είναι πως, όντας δεινός συλλέκτης ιστορικών χειρογράφων (είχε στην
κατοχή του χειρόγραφα του Μότσαρτ και του Μπετόβεν - αυτά πούλησε για να
ζήσει αργότερα στο Λονδίνο, προτού μεταβεί στη Νότια Αμερική), λέγεται
ότι το 1933 έγινε κάτοχος ενός ιδιαίτερου χειρογράφου που αριθμούσε
δεκατρείς σελίδες. Ο γραφικός χαρακτήρας του κειμένου αυτού ανήκε στον
ίδιο τον Χίτλερ, ενώ το κείμενο δεν ήταν παρά το περιεχόμενο μιας
ομιλίας του Αδόλφου...
Ο Τσβάιχ, που έγραψε πλήθος βιβλίων και
έμεινε γνωστός για τις βιογραφίες του, χαρακτηριζόταν από μια ιδέα που
τον βασάνιζε συχνά: τον ενδιέφερε, τόσο στη μυθοπλασία του όσο και στα
βιογραφικά χρονικά, το πώς βιώνει το άτομο μια μεγάλη, πολιτική και
ιστορική, κρίση.
Η φημισμένη βιογραφία της Μαρίας Αντουανέτας
είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα - και όλα αυτά προτού ο
ίδιος βρεθεί στη δεινή θέση που βρέθηκε το 1933.
Η μεγάλη λατρεία
του Τσβάιχ ήταν η Ευρώπη. Η Ευρώπη για εκείνον δεν είναι απλώς τόπος
καταγωγής και πυρήνας πολιτισμού, αλλά μια μεγάλη ιδέα. Αυτή την ιδέα
είδε να τσαλακώνεται το 1914-18 (το πρώτο μεγάλο σοκ) και κυρίως από το
1933 και μετά.
Το γράμμα της αυτοκτονίας τα λέει όλα, από αυτή την
άποψη. Είχε γλιτώσει από τους δήμιούς του, είχε προλάβει, θα μπορούσε
να συνεχίσει το έργο του, τη ζωή του. Είχε στοιχεία μπον βιβέρ,
διασκέδαζε με τη φήμη του, αγαπούσε τις γυναίκες, υπήρξε υπέρ του
δέοντος παραγωγικός και ένας από τους πλέον διάσημους συγγραφείς στον
καιρό του. Εν τούτοις, αυτοκτόνησε.
Η ψυχιατρική μάς λέει ότι η αυτοκτονία δεν μπορεί να είναι συνέπεια μιας και μόνον αιτίας - ειδικά όταν αυτή είναι εξωτερική. Ωστόσο, δεν μπορεί κάποιος να μη σκεφτεί ότι αυτός ο «απολιτίκ» διανοούμενος, ο έσχατος μιας ρομαντικής εποχής ίσως, έχασε κάθε όρεξη για ζωή μετά την απώλεια της αγαπημένης του Ευρώπης και υπό αυτή την έννοια ο εκούσιος θάνατός του ήταν μια πολιτική πράξη.
Μέσα
από αυτό το πρίσμα, αυτός ο μάλλον ξεχασμένος συγγραφέας μοιάζει σήμερα
σύγχρονος. Οχι διότι η Ευρώπη βρίσκεται υπό τη σκιά μιας μπότας, όπως
τότε, αλλά επειδή και σήμερα η Ευρώπη μοιάζει να χάνει τον βηματισμό της
και επειδή η Ευρώπη, όπως ίσως θα έλεγε και ο Τσβάιχ, παραμένει και
σήμερα μια μεγάλη ιδέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου