Γράφει ο "ΚΙΜΠΙ"
Τη μυρωδιά της χειμωνιάτικης επαρχίας τη θυμάμαι παιδιόθεν διακριτική. Τούτη τη φορά μού φάνηκε υπερβολική, αποπνικτική. Σχεδόν προσβλητική. Ποια είναι αυτή η μυρωδιά, θα αναρωτηθείτε. Μια αναλογία ξύλου που καίγεται στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα «καπνίζει» διακριτικά τον παγωμένο αέρα και μπερδεύεται γλυκά με τα αρώματα του νοτισμένου χώματος, του βρεγμένου ξύλου και της υγρής χειμωνιάτικης χλόης. Τούτη τη φορά μού φάνηκε να εισβάλει στα ρουθούνια μου η βαριά μυρωδιά ενός μικρού δάσους που καίγεται κάπου κοντά. Πάνω από τα χωριά και τις κωμοπόλεις μπορείς να διακρίνεις ένα ροζ-μοβ νέφος καπνού κι αιθάλης, όπου εξαφανίζονται οι τολύπες καπνού, τα λεπτά, λευκά ίχνη που αφήνει στον αέρα η φωτιά όταν ξαναενώνει τις οικογένειες γύρω από την εστία.
Το παρατήρησα και στην Αθήνα – και τη μυρωδιά και το νέφος. Το τζάκι, που ξαναεισέβαλε στα μικροαστικά όνειρα του διαμερίσματος «πολυτελούς κατασκευής» με πρόθεση κυρίως διακοσμητική και με διάθεση υπογράμμισης ενός νέου κοινωνικού status, ξαφνικά απέκτησε αξία χρήσης, υποκαθιστώντας το καλοριφέρ. Στην επαρχία, αντιστρόφως, το πρόσφορο υποκατάστατο της ακριβής κεντρικής θέρμανσης στη μνημονιακή εποχή φαίνεται να έχει γίνει η ξυλόσομπα. Αυτή διορθώνει τώρα τη βιασύνη πολλών να εξαφανίσουν από τις παραφορτωμένες ανακαινίσεις των πατρικών σπιτιών το τζάκι, που θύμιζε εποχές στέρησης, μιζέριας και βρομιάς για τις νοικοκυρές.
Γράφτηκε ήδη πως με τον
χειμώνα των τζακιών και του καμένου ξύλου οι πόλεις θα γίνουν Λονδίνο
βικτοριανής εποχής. Από άποψη καθαρά ενεργειακή, βρισκόμαστε ακόμη πιο πίσω από
την Αγγλία του βιομηχανικού οργασμού. Είμαστε στη λίθινη εποχή, με το ξύλο να
ανακτά το χαμένο έδαφος ως βασικό μέσο θέρμανσης. Ίσως και να ’μαι υπερβολικός,
αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πεδίο στο οποίο ο γραμμικός χρόνος φαίνεται να
σπάει, και η κύληση στη ράγα της προόδου να γεμίζει ρωγμές, κενά και
παρακάμψεις κυριολεκτικής οπισθοδρόμησης.
Έτσι, το απ-αίσιο και δυσ-τυχές 2013 (με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, κανέναν δεν έχω ακούσει να επαγγέλλεται κάτι ριζικά αντίθετο) διεκδικεί να καταγραφεί συμβολικά ως το πρώτο έτος της καθ’ ημάς μετανεωτερικής νέας λίθινης εποχής, με το ξύλο να παίρνει κεφάλι και να βγάζει τη γλώσσα στα κοιμισμένα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων που περιμένουν τους απαλλοτριωτές τους.
Αυτό είναι η ειρωνεία της Ιστορίας. Δεν είναι μόνο οι Μάγια που διαψεύστηκαν στην προφητεία τους για το τέλος του ημερολογιακού τους χρόνου. Καθώς μετράμε αντίστροφα τις ώρες και τις μέρες για το τέλος του 2012, ίσως αντιληφθούμε πόσο μάταιη αποδεικνύεται η ισόβια πίστη που έχουμε ορκιστεί από τη γέννησή μας στον χρόνο του ημερολογίου και του ρολογιού.
Για τις σύγχρονες γενιές -όπως συνέβη, με πολύ χειρότερους όρους, στις γενιές
των ολέθριων παγκόσμιων πολέμων- ο βιωμένος χρόνος, ο χρόνος που γεμίζει από
πραγματικά γεγονότα, πραγματικά αισθήματα και πραγματικές καταστάσεις, έρχεται
σε πρωτοφανή σύγκρουση με τον ωρολογιακό και ημερολογιακό χρόνο. Αυτόν που
υποσχόταν την «αλλαγή» σαν ένα τακτό, ανέμελο ραντεβού με μικρά μερίσματα
προόδου, ευημερίας, βελτίωσης, έστω κι άνισα, άδικα κατανεμημένα.
«Αύριο είναι μια άλλη μέρα», λέει στην κλασική κοινοτοπία της η Σκάρλετ Ο’ Χάρα, υπονοώντας ότι η επόμενη μέρα κατά τεκμήριο θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Όπως ο επόμενος χρόνος θα είναι ευτυχέστερος και πιο καρποφόρος από τον προηγούμενο. Φευ! Καμιά εγγύηση δεν υπάρχει πια γι’ αυτό. «Έρχονται σκληρά και δύσκολα χρόνια», είναι η αυτοκρατορική, ειλικρινής και κυνική υπόσχεση της Μέρκελ στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που καλούνται να βιαστούν για το ραντεβού με το άγνωστο. Το ημερολόγιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, της οικουμενικής αγοράς, της γεωπολιτικής αναστάτωσης είναι γεμάτο γκρίζες ζώνες, δυσοίωνες προφητείες και χρονολογίες- σταθμούς που δεν σημαίνουν τίποτα απτό και θετικό για τη ζωή των ανθρώπων.
Αίφνης, την Πρωτοχρονιά του 2020 το ελληνικό δημόσιο χρέος υποτίθεται ότι θα έχει πέσει κάτω από το 120% του ΑΕΠ. Θα βρίσκεται δηλαδή εκεί που βρισκόταν το 2010, και ως εκ τούτου κάτι εξαιρετικό θα έχει συμβεί στη ζωή των εύπιστων νεοελλήνων, που θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα 12 χρόνων εξαφανισμένων στη «σκουληκότρυπα» του χωροχρόνου. Μαζί με τον εξαφανισμένο αφηρημένο χρόνο, θα έχει εξαφανιστεί κοινωνικός πλούτος 400 δισ. ευρώ, αντίστοιχος με δύο ετήσια ΑΕΠ, αφηρημένη αξία που θα φουσκώσει τους ισολογισμούς κέρδους πιστωτικών ιδρυμάτων και επενδυτικών κεφαλαίων. Κι αυτόν τον χαμένο ημερολογιακό χρόνο θα πρέπει να τον γιορτάσουμε ως άξια θυσία χρόνου και χρήματος. Η οπισθοδρόμηση θα γιορταστεί λαμπρά ως πρόοδος. Ο στάσιμος χρόνος, βιωμένος ως άθροισμα ανθρώπινων απωλειών, ατομικών και συλλογικών, θα βραβευτεί ως θρίαμβος της επιτάχυνσης.
Κατά κάποιο τρόπο, η εξέλιξη αυτή δικαιώνει τους Γάλλους κομμουνάρους του 1871, που πυροβολούσαν τα δημόσια ρολόγια για να υπογραμμίσουν την ενστικτώδη τους αντίδραση στον επερχόμενο θρίαμβο του ωρολογιακού καπιταλισμού. Όπως συνέβη με το ημερολόγιο που αποσπάστηκε από τον κύκλο των εποχών, της φύσης και του θρησκευτικού εορτολογίου, έτσι και το ρολόι δραπέτευσε από τα καμπαναριά των εκκλησιών που υπενθύμιζαν τις ώρες της προσευχής, για να εξυπηρετήσει τη νέα κοινωνική μηχανική του βιομηχανικού καπιταλισμού. Έγινε χρονόμετρο για το ωράριο της εργασίας, για τη μέτρηση της παραγωγικότητας, για την επιτάχυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων, για τον εθνικό και παγκόσμιο συγχρονισμό των συναλλαγών, για τον συντονισμό των διεθνών αγορών που μένουν άγρυπνες, έτσι ώστε όταν κλείνει η Ασία να ανοίγει η Ευρώπη, κι όταν η Ευρώπη αποσύρεται για φαγητό να πιάνει δουλειά η Αμερική. Γιατί το έξυπνο χρήμα δεν κοιμάται ποτέ. Το ρολόι μετράει τον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, μετράει ακόμη και τον νεκρό χρόνο, αυτόν του ύπνου, και τους ενοποιεί σε μια νέα, κοινή μηχανική διάρθρωση του χρόνου όπου ο παραγωγός είναι ταυτόχρονα καταναλωτής, δύο σε ένα, όπως του υπενθυμίζει κάθε συσκευή που χρησιμοποιεί στη δουλειά ή στην υποτιθέμενη σχόλη. Το PC, η μηχανή παραγωγής, το κινητό, το ρολόι χειρός, ακόμη και οι ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού μετρούν ακατάπαυστα τον χρόνο, τον κατακερματίζουν σε όλο και μικρότερες υποδιαιρέσεις, επιβάλλοντας την τυραννία της στιγμής. Όπου κάθε στιγμή δεν έχει πια άλλη χρήση και προορισμό από το να οδηγεί στην αμέσως επόμενη.
Αλλά η αποδοχή αυτού του
χρόνου που επέβαλε ο «ωρολογιακός καπιταλισμός» στους ανθρώπους, σφίγγοντας σαν
μέγκενη τον χρόνο των πραγματικών γεγονότων, των πραγματικών ανθρώπινων
καταστάσεων, των ευχάριστων ή δυσάρεστων συναισθημάτων, μέχρι τώρα ήταν το
τίμημα μιας λίγο πολύ εγγυημένης ευημερίας.
Ακόμη κι όταν η δουλειά ήταν ένα
άθροισμα άχαρων ή δύσκολων στιγμών, το τέλος της εργάσιμης μέρας επεφύλασσε μια
κάποια ανταμοιβή. Το ισοζύγιο κερδισμένου και χαμένου και χρόνου ήταν
πλεονασματικό, το ίδιο το ισοζύγιο δημιουργίας και καταστροφής, παραγωγής και
σπατάλης. Ο χρόνος στην ανεργία είχε μια ημερομηνία λήξης, το ίδιο και ο χρόνος
στην παραγωγική διαδικασία. Ακόμη κι αν ο εργάσιμος βίος ήταν μια διαδοχή από
καλές και κακές χρονιές, το άθροισμά τους κατέληγε σε ένα στοιχειώδες κεφάλαιο
για αξιοπρεπή γηρατειά. Γενικώς, οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι
μήνες, τα χρόνια κατατίθεντο στην τράπεζα του ιστορικού χρόνου με ικανοποιητικά
επιτόκια. Το μέλλον υποσχόταν τόκους, όχι ξηρασία. Μια βεβαιότητα πως ο κόσμος
εξελίσσεται προς πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, πιο ελέγξιμη κατάσταση.
Τώρα, απαιτείται από εμάς μια κατάθεση στο μέλλον με αρνητικά επιτόκια. Οι δυνάμεις που επέφεραν την ανάπτυξη του γραμμικού χρόνου και την ακλόνητη πίστη στην πρόοδο μας καλούν να θυσιάσουμε τον χρόνο μας σε κάτι εγγυημένα λιγότερο απ’ αυτήν. Αντίφαση εγγυημένα σχιζοειδής. Θα χρειαστεί ένα θαύμα ή μια νέα ισχυρή πίστη στην οπισθοδρόμηση για να κρατηθούν τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι από την παρόρμηση να πυροβολήσουν και τα ρολόγια και τον χρόνο και τους χρονομέτρες.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Όταν αναμετριούνται ο
γρήγορος και ο αργός χρόνος, κερδίζει ο γρήγορος χρόνος. Γι’ αυτό δεν μπορούμε
ποτέ να ολοκληρώσουμε ό,τι πιο σημαντικό προσπαθούμε, αφού υπάρχει πάντα κάτι
άλλο που πρέπει να γίνει προηγουμένως. Φυσικά, μονίμως θα τείνουμε να
ανταποκριθούμε πρώτα στις επείγουσες υποχρεώσεις μας. Έτσι, οι αργές και μακράς
διάρκειας υποχρεώσεις μπαίνουν στο περιθώριο. Σε μια εποχή που οι διακρίσεις
μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου αναιρούνται και η αποδοτικότητα μοιάζει να
είναι η μοναδική αξία στην οικονομική επιστήμη, στην πολιτική και την έρευνα,
οι προοπτικές για πράγματα σαν την επιμελή, μεγαλόπνευστη εργασία, το παιχνίδι
και τις μακρόχρονες σχέσεις δεν είναι καθόλου αισιόδοξες.
(…) Όταν ο χρόνος
τεμαχίζεται σε αρκούντως μικρά κομμάτια, καταλήγει να μην υφίσταται ως
διάρκεια. Στο τέλος δεν απομένει παρά μια συμπιεσμένη κραυγάζουσα στιγμή, που
στέκει ακίνητη μεσ’ στην τρομακτική της ταχύτητα.
Thomas Hylland Eriksen, «Η τυραννία τα στιγμής»
Thomas Hylland Eriksen, «Η τυραννία τα στιγμής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου