Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΡΙΚΚΗ
Γεννήθηκε από την πένα του Κάρολου Ντίκενς, ο οποίος ώσπου να
ενηλικιωθεί είχε δει πολλές φορές από κοντά τον πλούτο χωρίς να μπορεί
να τον αγγίξει. Ο ήρωάς του, που έρχεται αντιμέτωπος με το πνεύμα του
παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, έχει περάσει με ανεξίτηλα
γράμματα στην παγκόσμια λογοτεχνία και έχει δανείσει το όνομά του στον
πατριάρχη των παπιών Μακ Ντακ
Η όψη του καθρεφτίστηκε στη χρυσή λίρα που ύψωσε
πάνω από το τραπέζι. Την κράτησε για λίγο, την άφησε να πέσει πάνω στις
υπόλοιπες. Του άρεσε να ακούει τον ξερό μεταλλικό ήχο που έκαναν οι
λίρες μεταξύ τους. Ηταν πιο μεστός από εκείνον που έκαναν τα σελίνια στα
σακούλια. Ο ήχος της επιβεβαίωνε ότι η ημέρα πήγε θαυμάσια και απέφερε
κέρδη ακόμη μία φορά. Αντιθέτως, ο φτωχός ήχος από τα σελίνια του
υπενθύμιζε ότι δεν προσπάθησε αρκετά και άφησε αρκετό χρήμα να του
ξεφύγει. Στο αντιφέγγισμα των φώτων στον δρόμο οι νιφάδες χιονιού
πρόδιδαν τη βαρυχειμωνιά. Τα χαρούμενα πρόσωπα των περαστικών φανέρωναν
ότι η βραδιά ήταν γιορτινή. Παραμονή Χριστουγέννων.
Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ απέστρεψε το βλέμμα από το παράθυρο και συγκεντρώθηκε αμυδρά στη λάμψη της τελευταίας λίρας που κέρδισε για σήμερα. Απορροφήθηκε από την όψη του αχνού περιγράμματος του προσώπου του. Είχε γεράσει πια, τα μαλλιά του ήταν άσπρα και κάπως μακριά. Αλλωστε δεν υπήρχε λόγος να πληρώνει συχνά τον κουρέα. Οι ρυτίδες γέμιζαν το μέτωπο και τα σκυθρωπά του μάγουλα. Ηταν πιο εμφανείς το βράδυ, όταν χαμογελούσε μετρώντας τα κέρδη του. Τα πρωινά, στο γραφείο του στο κέντρο του Λονδίνου, το πρόσωπό του ήταν παγωμένο. Μόνο έτσι, ψυχρός, χωρίς συναισθήματα, μπορούσες να επιβιώσεις στο Χρηματιστήριο, να διαχειρίζεσαι δάνεια, να εξαναγκάζεις λιγότερο ανθεκτικούς ανθρώπους στη χρεοκοπία και να απομυζάς τον πλούτο τους. Δεν είχε σημασία αν πεινούσαν, αν υπέφεραν από τη φτώχεια. Κάποτε, όλοι πεθαίνουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αργησε να αφήσει από τα χέρια του την τελευταία
λίρα ο ηλικιωμένος Σκρουτζ. Ποτέ δεν ταυτίστηκε με άλλους ανθρώπους.
Μόνο όταν το υπαγόρευαν οι επιχειρηματικές του συναλλαγές. Δεν ένιωθε
πράγματα γι' αυτούς, δεν μοιραζόταν τις χαρές τους, πολύ περισσότερο τον
πόνο τους. Δεν είχε στενοχωρηθεί όταν τον είχε διώξει από το σπίτι ο
πατέρας του, όντας φοιτητής στο πανεπιστήμιο ακόμα. Δεν τον ήθελε στο
σπίτι ούτε τα Χριστούγεννα. Ο νεαρός Εμπενίζερ τα περνούσε μόνος, στο
μικρό παγωμένο σπίτι του. Αντιθέτως, αγαπούσε υπερβολικά την αδελφή του,
τη Φαντ, η οποία όμως είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν, από επιπλοκές
στη γέννα. Ηταν ο μόνος άνθρωπος που επισκεπτόταν τέτοιες ημέρες.
Θάμπωσε η λάμψη της λίρας στη σκέψη αυτή. Την έσφιξε στο χέρι του μόλις η πόρτα χτύπησε διστακτικά. Στο κατώφλι φάνηκε ο κλητήρας του, ο Μπομπ Κράτσιτ, που εργαζόταν κοκαλωμένος από το κρύο στο διπλανό δωμάτιο. Ηρθε να του ζητήσει την άδεια να φύγει και να του ευχηθεί «Καλά Χριστούγεννα».
Εκείνη την ώρα μπήκε στο γραφείο ο ανιψιός του ο Φρεντ. Ο γιος της αγαπημένης του αδελφής. Ηρθε να προσκαλέσει τον θείο του, για να δειπνήσει με την οικογένειά του. Στο άκουσμα της ευχής «Καλά Χριστούγεννα», ο Σκρουτζ του έδειξε ότι δεν είχε διάθεση για πολλά-πολλά καθώς ετοιμαζόταν για ύπνο. «Ψυχρά κι ανάποδα Χριστούγεννα, νεαρέ. Μεγαλύτερος γίνεσαι τέτοια μέρα και ούτε κατά μία λίρα πλουσιότερος». Φόρεσε το παλτό του, το καπέλο του, και πήρε τον δρόμο για το σπίτι.
Μία σκυφτή σιλουέτα περπατά στους χιονισμένους δρόμους της πόλης δίπλα στους τοίχους των κτιρίων. Με αργό βήμα και το βλέμμα προς τα κάτω εύκολα ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους που βιάζονται να φθάσουν σπίτι για να καθήσουν στο γιορτινό τραπέζι. Κάποιος τον παρακολουθεί. Ξέρει πού θα πάει, ξέρει τι θα κάνει σήμερα, αύριο και κάθε μέρα. Ξέρει τι έκανε ολάκερη τη ζωή του. Οι άνθρωποι δείχνουν χαρούμενοι από ψηλά, κοντοστέκονται και ανταλλάσσουν λόγια μεταξύ τους, νιώθουν αγάπη και καλοσύνη, ελπίδα ίσως για το μέλλον.
Ολοι νιώθουν διαφορετικά σήμερα το βράδυ, καθρεφτίζεται το συναίσθημα στη λάμψη των ματιών τους. Νιώθουν αλλά δεν μπορούν να δουν ψηλά. Καθώς η πόρτα κλείνει πίσω από τη σκυφτή φιγούρα, το σπίτι μοιάζει διαφορετικό. Ο Σκρουτζ πέφτει σιγά-σιγά για ύπνο και λίγο προτού κλείσει τα μάτια του ένας θόρυβος από αλυσίδες σπέρνει τρόμο στη γέρικη καρδιά του. Μπροστά στα μάτια του αιωρείται η φιγούρα του μακαρίτη συνεταίρου του, του Τζακ Μάρλεϊ. Ηταν κι αυτός φιλάργυρος και είχε μαζέψει πολλά λεφτά.
Ανασηκωμένος στο κιγκλίδωμα του κρεβατιού, ο Σκρουτζ ακούει με μισάνοιχτο τρεμάμενο στόμα τον Μάρλεϊ να τον προειδοποιεί. «Οι αλυσίδες είναι η ανταμοιβή για τη ζωή που έκανα. Για τα πλούτη που συγκέντρωνα, για την αδιαφορία που έδειξα προς όσους ζήτησαν τη βοήθειά μου. Θα σε επισκεφθούν τρία Πνεύματα. Και είναι η τελευταία σου ευκαιρία να αλλάξεις».
Το βράδυ της επομένης, τον επισκέφθηκαν τα Πνεύματα των
Χριστουγέννων και τον ταξίδεψαν πίσω στον χρόνο, στο παρόν και στο
μέλλον, σε έναν κόσμο που οι ανθρώπινες αισθήσεις δεν μπορούν να
αντιληφθούν. Μπροστά από τα μάτια του πέρασε η παιδική του ηλικία, η
απομόνωσή του από τους άλλους συμφοιτητές, η αγάπη για πλουτισμό, η
αδιαφορία για τις ανθρώπινες ζωές, για τον μόχθο της επιβίωσης.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΙΡΑ.
Στην τσέπη της πιζάμας του αναζήτησε να σφίξει εκείνη την τελευταία χρυσή λίρα. Αρχισε να τρέμει ο Σκρουτζ από ενοχές, αλλά τα Πνεύματα είχαν άλλη γνώμη. Το ταξίδι συνεχίστηκε στο παρόν. Στάθηκε αόρατος δίπλα στο φτωχικό τραπέζι του κλητήρα του, του Μπομπ. Πέντε παιδιά είχε και το μικρότερο, που δεν μπορούσε να περπατήσει, στηριζόταν στην πατερίτσα και τραγουδούσε. Η τελευταία λίρα, με τον γλυκό μεθυστικό ήχο, δεν υπήρχε στην τσέπη του Σκρουτζ.
Στην τσέπη της πιζάμας του αναζήτησε να σφίξει εκείνη την τελευταία χρυσή λίρα. Αρχισε να τρέμει ο Σκρουτζ από ενοχές, αλλά τα Πνεύματα είχαν άλλη γνώμη. Το ταξίδι συνεχίστηκε στο παρόν. Στάθηκε αόρατος δίπλα στο φτωχικό τραπέζι του κλητήρα του, του Μπομπ. Πέντε παιδιά είχε και το μικρότερο, που δεν μπορούσε να περπατήσει, στηριζόταν στην πατερίτσα και τραγουδούσε. Η τελευταία λίρα, με τον γλυκό μεθυστικό ήχο, δεν υπήρχε στην τσέπη του Σκρουτζ.
Ο ίδιος δεν κρύωνε ταξιδεύοντας με το Πνεύμα πάνω από τις στέγες
προς το μέλλον. Κατάρρευσε όταν είδε τον εαυτό του νεκρό. Στο άκουσμα
της είδησης του θανάτου του κανείς δεν στενοχωρήθηκε έξω από το
Χρηματιστήριο. Κανείς δεν είπε έναν καλό λόγο. Το σπίτι του ρημαγμένο
από κλέφτες. Εκείνη η λίρα, στα χέρια λωποδυτών.
Ποτέ δεν του είχε δείξει τον κόσμο έτσι η λίρα. Τύφλωνε η λάμψη της. Και ξύπνησε κάθιδρος, με λυγμούς.
Ο ήλιος πλημμύρισε το δωμάτιο
μόλις άνοιξε το παράθυρο. Και με βραχνή φωνή, ζωηρή, ρώτησε το παιδί που
περνούσε χοροπηδώντας από κάτω. «Τι μέρα είναι σήμερα, νεαρέ;». «Είναι
Χριστούγεννα σήμερα, κύριε».
Από ψηλά, η άλλοτε σκυθρωπή φιγούρα διέσχιζε γοργά τους
χιονισμένους δρόμους. Μέχρι εκεί ακουγόταν το κουδούνισμα των λιρών στην
τσέπη. Σαν να βιαζόταν να τις ξεφορτωθεί. «Το χρήμα πρέπει να αλλάζει
χέρια»! Λοιπόν, από σήμερα είναι κάθε μέρα Χριστούγεννα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου