Γράφει ο OLD BOY
Eίχε να επιλέξει ανάμεσα σε μια ευτυχισμένη και σε μια ενδιαφέρουσα ζωή. Διάλεξε προφανώς την ενδιαφέρουσα. Δυστύχησε.
Είχε να επιλέξει ανάμεσα σε μια ευτυχισμένη και σε μια ενδιαφέρουσα ζωή. Διάλεξε προφανώς την ευτυχισμένη. Έπληξε.
Είχε να επιλέξει ανάμεσα σε μια ευτυχισμένη και σε μια ενδιαφέρουσα ζωή.
Διάλεξε προφανώς την προσωπική ευτυχία και αφιέρωσε το ενδιαφέρον του
στις δυστυχίες των άλλων. Δόξα τω Θεώ, ήταν πολλές. Με ποιό τρόπο όμως
να αφιερωνόταν; Να γινόταν αριστερός; Να γινόταν φιλάνθρωπος; Να γινόταν
καλός φίλος;
Μπροστά σε αυτή τη δεύτερη επιλογή σκάλωσε πολύ
περισσότερο απ' ό,τι στην πρώτη. Βρέθηκε σε αδιέξοδο. Αποφάσισε τελικά
να μην γίνει τίποτα απ' όλα αυτά και να καλύψει την μη αφιέρωσή του στις
δυστυχίες των άλλων με μια αντίστοιχη ενοχή. Κατάφερε έτσι να είναι και
ευτυχισμένος και να μην πλήττει.
Ήταν αυτός που είχε επιλέξει σωστά. Aποφάσισε να μοιραστεί το τέχνασμά
του με το λαό. Έγραψε σχετικό οδηγό αυτο-βοηθείας. Έγινε ανάρπαστος. Δεν
το περίμενε είναι η αλήθεια, κι έτσι το γεγονός ότι στο οπισθόφυλλο
είχε δεσμευτεί πως θα διαθέσει τα κέρδη από τις πωλήσεις των βιβλίων εξ
ημισείας σε κατά τόπους κινήματα αλληλεγγύης και σε φιλανθρωπικές ΜΚΟ,
τον ανάγκασε να βρεθεί στη θέση εκείνου που μοίραζε χρήμα αριστερά και
δεξιά, με την μεταφορική αλλά και την ιδεολογική ίσως σημασία της
λέξεως.
Το χρήμα που έδινε ήταν τόσο πολύ ώστε αναγκαστικά οι ενοχές του για τη
μη συνεισφορά του στην καταπολέμηση της παγκόσμιας δυστυχίας να αρχίσουν
να αμβλύνονται. Λίγα χρόνια αργότερα τον είχαν εγκαταλείψει τελείως.
Είχε μείνει μόνος με την ευτυχία του. Το φάσμα της πλήξης του χτυπούσε
την πόρτα.
Δεν την άνοιξε. Το χτύπημα γινόταν όλο και πιο δυνατό. Υποχώρησε.
Άνοιξε.
Ήταν ένας καλός του φίλος. Προφανώς και θα ήταν άνθρωπος και όχι
φάσμα. Δεν ζούσε μέσα σε μια λεκτική μεταφορά, καιρός ήταν να το
χωνέψει επιτέλους. Ο φίλος του φαινόταν ταραγμένος. Του έβγαλε γλυκό,
του έβγαλε και μέντα. Μετά την μέντα έπιασαν την κουβέντα και φίλος του
του ομολόγησε πως είχε κάνει φονικό. Χρειαζόταν τη βοήθειά του.
«Μα πώς;
Τι θα μπορούσα να κάνω; Δεν έχω αναστήσει κανέναν άλλο εκτός από τα
τρία υπέροχα κατάξανθα παιδιά μου. Και αυτά μεταφορικά».
Ο φίλος του τον
κοιτούσε σαστισμένος.
«Κάνεις πλάκα τέτοιες ώρες; Πώς μπορείς; Τα λεφτά
σου χρειάζομαι. Δεν τα θέλω για την υπεράσπισή μου. Δεν κερδίζεται η
υπόθεσή μου. Για την οικογένειά μου τα θέλω. Θέλω να έχουν μια
οικονομική ασφάλεια τώρα που θα λείψω για χρόνια».
«Μα, τα λεφτά απ' το
βιβλίο ξέρεις πού πάνε. Δεν κρατάω τίποτα».
«Έλα τώρα. Ρώτησα το
δικηγόρο μου. Δεν έχεις νομική υποχρέωση. Μια κουβέντα σε ένα εξώφυλλο
ήταν». Έβαλε τα χέρια στο κεφάλι κι άρχισε να κλαίει με απόγνωση. «Τι θα
απογίνουν; Βοήθησέ με» και άλλα κλαψομούνικα.
Λύγισε. Του παραχώρησε -νομικά δεσμευτικά αυτή τη φορά- τα δικαιώματά
του από το βιβλίο. Σκάνδαλο μεγάλο ξέσπασε όταν δεν έδωσε τα υπεσχημένα
λεφτά δεξιά και αριστερά. Ήταν ξανά υπόλογος απέναντι στην παγκόσμια
δυστυχία. Οι ενοχές τον ξαναβρήκαν κλειδώνοντας ιδανικά δίπλα στην
αδιατάρακτη προσωπική του ευτυχία.
Τα τρία κατάξανθα παιδιά του συνέχιζαν να μεγαλώνουν, η γυναίκα του
έμοιαζε μικρότερη από ποτέ και η σχέση τους δυνατότερη από ποτέ, όλα
ήταν υπέροχα, με την μοναδική ηδονική κηλίδα των ενοχών του που τώρα που
είχε τη δυνατότητα να βοηθήσει τους πολλούς, βοήθησε μόνον έναν.
Ο ένας
όμως τι είναι άραγε; Μικρότερο μέγεθος από τους πολλούς; Ποσοτικά
κρίνονται αυτά τα θέματα; Αριθμοί είναι οι άνθρωποι ή αυθύπαρκτες αξίες;
Στην στάση μας απέναντι στον ένα δεν κρίνεται τελικά η στάση μας
απέναντι στον κόσμο; Δεν είναι προτιμότερη η διαπροσωπική σχέση με τον
ένα πάσχοντα από την αφηρημένη σχέση με το σύνολο του κόσμου που
υποφέρει; Μπορούμε ποτέ να σώσουμε τον κόσμο;
Όχι.
Μπορούμε όμως να
βοηθήσουμε καθοριστικότατα έναν άνθρωπο, τον οποίο μάλιστα αγαπάμε
αληθινά και όχι θεωρητικά;
Μπορούμε.
Με αυτές τις σκέψεις ένιωσε
καλύτερα και ένα χαμόγελο φώτισε ολόκληρο το πρόσωπό του.
Άκουσε την πόρτα του να χτυπά με δύναμη. «Μαλάκα», είπε. Αυτή την φορά ήξερε ότι δεν θα ήταν τόσο τυχερός όσο την πρώτη.
Πέθανε μερικές δεκαετίες αργότερα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα
είχε χάσει τελείως. Άνοια η επίσημη διάγνωση, ανία η ουδέποτε
διαγνωσθείσα αιτία της. Η Άννα, η γυναίκα του, δεν έκλαψε στιγμή στην
κηδεία. Το ίδιο και τα τρία, γκριζόξανθα πλέον, παιδιά του. Εξηγούσαν
πως αν για κάποιον άνθρωπο δεν πρέπει να κλάψουμε είναι για αυτόν. Έζησε
μια απόλυτα ευτυχισμένη ζωή. Ειδικά μετά το σκάνδαλο της διακοπής των
χορηγιών του δεξιά και αριστερά, ενώ θα περίμενε κανείς να τον
καταβάλλει το γεγονός, τον κατέβαλε μόνο για μικρό χρονικό διάστημα.
Λίγο μετά άρχισε μάλιστα να είναι πιο ευτυχισμένος από ποτέ, καθώς έφυγε
-και δεν τον επισκέφτηκε ξανά- εκείνο το αδιευκρίνιστο κάτι που
σκοτείνιαζε ως τότε το βλέμμα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου