Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη «πλεονεξία» συχνά συνδέεται με τη λέξη
«ύβρις». Οι αρχαίοι Ελληνες έβλεπαν τους τυράννους ως κατά βάση
πλεονέκτες στα κίνητρά τους. «Η εξουσία υπηρετεί την πλεονεξία και έτσι
για να χαλιναγωγήσει κανείς την εξουσία, πρέπει να χαλιναγωγήσει την
πλεονεξία».
Στο βιβλίο του «The Price of Inequality: The Avoidable
Causes and the Invisible Costs of Inequality» («Το τίμημα της
ανισότητας. Τα αποφεύξιμα αίτια και το κρυμμένο κόστος της ανισότητας»),
ο Τζόζεφ Στίγκλιτς περιγράφει πώς η αχαλίνωτη εξουσία και η ασυγκράτητη
απληστία γράφουν τον επιτάφιο του αμερικανικού ονείρου.
Η υπόσχεση για
την Αμερική ως γη της ευκαιρίας έχει συντριβεί από τους σύγχρονους
πλεονέκτες τυράννους, οι οποίοι αποτελούν το 1%, ενώ μεγάλα τμήματα του
99% σ’ όλο τον κόσμο έχουν αρχίσει να διαδηλώνουν την οργή τους. Σ’ αυτή
τη συχνά χαοτική οργή, όπως την έχουμε δει στο κίνημα Occupy Wall
Street και στους indignados της Ισπανίας, ο Στίγκλιτς δίνει σχήμα,
ευφράδεια, ουσία και κύρος. Και δεν το κάνει στο όνομα μιας
αντικαπιταλιστικής επανάστασης -παρότι λέει στο 1% ότι η ώρα του τέλους
τους μπορεί να είναι κοντά- αλλά με στόχο να αποσπασθεί ο καπιταλισμός
από τον φονταμενταλισμό της ελεύθερης αγοράς και να μπει στην υπηρεσία
των πολλών, όχι των λίγων.
Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, τα
«Chicago Boys», απόφοιτοι της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Σικάγου,
με επικεφαλής τον Μίλτον Φρίντμαν, ανέπτυξαν τις θεωρίες τους για την
απορρύθμιση, το μικρό κράτος και τις ιδιωτικοποιήσεις, και τους δόθηκαν
ολόκληρες χώρες για να πειραματιστούν, ανάμεσά τους η Χιλή του Πινοσέτ, η
Βρετανία της Θάτσερ, η Αμερική του Ρέιγκαν. Αντί, όμως, ο πλούτος να
κατρακυλήσει από τα ψηλά στα χαμηλά, όπως προέβλεπαν οι θεωρίες των
«παιδιών του Σικάγου», βρήκε τον τρόπο να παραμείνει στην κορυφή της
πυραμίδας. Οπως εξηγεί ο Στίγκλιτς, οι πολιτικές αυτές προστατεύονται
πάντα από μύθους, ανάμεσά τους αυτός που λέει ότι οι πλουσιοπάροχα
αμειβόμενοι «αξίζουν» τον πλούτο τους.
Το
2001, ο Στίγκλιτς, πρώην υψηλόβαθμος οικονομολόγος στην Παγκόσμια
Τράπεζα, ο οποίος έχει ασκήσει οξύτατη κριτική στο Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο, κέρδισε το Βραβείο Νομπέλ Οικονομίας για τη θεωρία του περί
«ασύμμετρης πληροφόρησης». Σύμφωνα μ’ αυτήν, όταν κάποια άτομα έχουν
πρόσβαση σε προνομιούχες γνώσεις που άλλοι δεν έχουν, η στρέβλωση της
«ελεύθερης αγοράς» προκαλεί δυσμενή αποτελέσματα για την ευρύτερη
κοινωνία. Ο Στίγκλιτς πραγματοποίησε την εργασία του τις δεκαετίες του
’70 και του ’80, αλλά η ασύμμετρη πληροφόρηση περιγράφει τέλεια το
πρόσφατο σκάνδαλο Libor, όπου έγινε χειραγώγηση των επιτοκίων εις βάρος
του κοινωνικού συνόλου. Ο Στίγκλιτς περιγράφει λεπτομερειακά τις
δραματικές συνέπειες όχι μόνο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής
κατάρρευσης αλλά και παλαιότερων νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων στα
εισοδήματα, την υγεία και τις προοπτικές του 99%.
Στην ανάλυσή
του, ο Στίγκλιτς εκθέτει μεθοδικά και συχνά με εύθυμο λυρισμό τους
μύθους που προσφέρουν δικαιολόγηση στον «φετιχισμό του ελλείμματος» και
την επιβολή της λιτότητας.
Για τριάντα σχεδόν χρόνια μετά τον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1% είχε ένα σταθερό μερίδιο της πίτας στις ΗΠΑ. Από
το 2002 έως το 2007, ωστόσο, το 1% απέσπασε το 65% της αύξησης του
εθνικού εισοδήματος των ΗΠΑ. Το 2010 το ποσοστό αυτό ήταν 93%. Αυτό δεν
δημιούργησε μεγαλύτερη ευημερία για όλους. Αντίθετα, μεγάλο μέρος αυτών
των κερδών στράφηκε στην «αναζήτηση προσόδων», δηλαδή δεν δημιουργούσε
νέο πλούτο αλλά τον αποσπούσε από άλλους - μια σύγχρονη άγρια δύση. Τις
τρεις τελευταίες δεκαετίες, το 90% στις ΗΠΑ είδε το εισόδημά του να
ανεβαίνει κατά 15%. Το 1% είδε τα εισοδήματά του να αυξάνονται κατά
150%.
Ενας άλλος μύθος είναι ότι οι παραφουσκωμένες αμοιβές των
υψηλόβαθμων εταιρικών στελεχών είναι απαραίτητες για να κρατήσουν οι
εταιρείες τους ιδιαίτερα ικανούς. Μόνο που, όπως παρατηρεί ο Στίγκλιτς,
οι υψηλές αμοιβές απευθύνονται συνήθως στους «ιδιαίτερα ικανούς» στην
αποτυχία.
Το χάσμα της ανισότητας γίνεται απύθμενο. Ο Στίγκλιτς
αποδεικνύει πώς, στις ΗΠΑ, εκείνοι που γεννήθηκαν φτωχοί θα παραμείνουν
φτωχοί στη μεγάλη τους πλειονότητα, παρότι οι επτά στους δέκα
Αμερικανούς πιστεύουν ακόμα ότι η σκάλα της ευκαιρίας εξακολουθεί να
υπάρχει.
Ο Στίγκλιτς είναι ένας από την ολοένα και περισσότερους ακαδημαϊκούς και οικονομολόγους, ανάμεσά τους ο Πολ Κρούγκμαν, ο Μάικλ Σαντέλ και ο Ραγκουράμ Ρατζάν, οι οποίοι προσπαθούν να εμφυσήσουν και πάλι ηθικές αρχές στον καπιταλισμό.
Υποστηρίζει ότι φτάνουμε σ’ ένα επίπεδο
ανισότητας που είναι «αφόρητο». Σ’ εκείνους που αναζητούν τις
«προσόδους» περιλαμβάνονται επικεφαλής μονοπωλιακών επιχειρήσεων (ο
Στίγκλιτς αναφέρεται στην ψευδαίσθηση του ανταγωνισμού: στις ΗΠΑ
υπάρχουν εκατοντάδες τράπεζες, αλλά οι μεγάλες τέσσερις μοιράζονται το
μισό του τομέα), χρηματιστές, μεγαλοδικηγόροι και πολλοί από αυτούς που
υποτίθεται ότι ρυθμίζουν το σύστημα, πολιτικοί και δημόσιοι λειτουργοί,
οι οποίοι όμως διαφθείρονται και εξουδετερώνονται από τους «λομπίστες»
και από την ίδια την απληστία τους.
Στο «πεδίο μάχης των ιδεών»,
οι κυβερνήσεις στρέφουν τη μια ομάδα πολιτών εναντίον της άλλης,
δαιμονοποιώντας για παράδειγμα εκείνους που παίρνουν επιδόματα
κοινωνικής πρόνοιας, ενώ αυτό που ο Στίγκλιτς αποκαλεί «επιδότηση προς
τις εταιρείες» παραμένει ανεξέλεγκτο. Tο 2008, η ασφαλιστική εταιρεία
ΑΙG εισέπραξε 150 δισεκατομμύρια από τους φορολογούμενους των ΗΠΑ - πάνω
από το μισό που δαπανήθηκε σε προνοιακά επιδόματα για τους φτωχούς από
το 1990 έως το 2006.
Ο Στίγκλιτς είναι σθεναρός συνήγορος του ισχυρού
δημόσιου τομέα. Υποστηρίζει την πλήρη απασχόληση, τη μεγαλύτερη επένδυση
σε δρόμους, τεχνολογία, εκπαίδευση, αλλά και πιο αυστηρούς ελέγχους και
απόδοση ευθυνών.
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν είναι ανεπαρκές ως
μέτρο προόδου, πιστεύει. Ο Στίγκλιτς θέλει να δει παραμέτρους που να
περιλαμβάνουν το κόστος της κακής διαχείρισης των φυσικών πόρων.
Αναδεικνύει το τίμημα της φτωχοποίησης του πληθυσμού, της διαφθοράς και
της αδικίας.
Το «Τίμημα της ανισότητας» είναι μια ισχυρή έκκληση
για να εφαρμοστεί αυτό που Αλεξίς ντε Τοκβίλ είχε αποκαλέσει «καλώς
εννοούμενο προσωπικό συμφέρον». Γράφει ο Στίγκλιτς: «Το να προσέχεις το
συμφέρον των άλλων -μ’ άλλα λόγια την κοινή ευημερία- είναι στην
πραγματικότητα μια προϋπόθεση για τη δική σου ευημερία… δεν είναι απλώς
καλό για την ψυχή, είναι καλό και για την επιχειρηματικότητα». Δυστυχώς,
αυτό ακριβώς είναι που δεν καταλαβαίνουν ποτέ οι πλεονέκτες - και το
τίμημα το πληρώνουμε όλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου