Του ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ξαναγυρίζω πότε πότε στις παλιές αναγνωστικές μου απολαύσεις και
συμβαίνει σχεδόν πάντα να αναδύονται μέσα από τα σημαντικά κείμενα άλλες
πτυχές, άλλες εκδοχές, άλλα σύμβολα. Και με πιάνει συχνότερα η οργή
όταν διαπιστώνω πως σε πεζά που επανακάμπτω έχει σιωπήσει η κριτική,
έχουν ξεχαστεί, έχουν ταξινομηθεί στα ξεπερασμένα.
Ιδού ένα από τα αριστουργήματα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας, ενός στο σύνολο του έργου του παραγνωρισμένου συγγραφέα, του Κώστα Χατζηαργύρη.
Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Ο θρύλος του Κωνσταντή» (εκδ. της Εστίας), ένα χρονικό, μια σαν παραμύθι παλιά ιστορία, με πειρατές και ρεσάλτα, θρησκοληψίες και τα ρέστα, μια ιδιοφυής σάτιρα, γραμμένη με οίστρο και με έξοχο πολιτικό ανατρεπτικό περιεχόμενο στη δοκιμασμένη φόρμα της λαϊκής αλληγορίας.
Είναι καιρός να αρχίσει μια τέτοια συζήτηση όχι τόσο πάνω στην αναμφισβήτητη λογοτεχνική του αξία όσο στον συμβολισμό που αποπνέει η ίδια η ιστορία που αφηγείται. Πάντως θα πρέπει να πω ότι διαβλέπω και στο θέμα και στην εξέλιξη της ιστορίας και στο ιδεολογικό πλαίσιο μια ειρωνική και συχνά κατεδαφιστική σάτιρα των ανάλογων ληστρικών έργων και ειδικά του «Πέδρο Καζάς» του Φώτη Κόντογλου. Το θέτω και αυτό υπό συζήτηση.
Ο ήρωας του Χατζηαργύρη, ο Κωνσταντής, είναι ένας αιμοσταγής, ανελέητος, απάνθρωπος πειρατής, όπως γευματίζει σφάζει, όπως περπατάει ανασκολοπίζει.
Στο πρώτος μέρος του πειρατικού χρονικού ο συγγραφέας με ευφορία περιγραφική αναφέρει τρόπους τιμωρίας αιχμαλώτων, αλλά και ανεπρόκοπων του τσούρμου που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Η ευρηματικότητα του αρχιπειρατή Κωνσταντή φτάνει σε έναν ποιητικό σχεδόν σαδομαζοχισμό, που καταλήγει σε μια ανεκλάλητη ηδονή από την απόλαυση του μαρτυρίου των θυμάτων. Επειδή θέλει να μνημειώνει τις ποιητικές του θηριωδίες έχει προσλάβει έναν ζωγράφο να απαθανατίζει τις σφαγές του.
Ο δειλός και διανοούμενος εκείνος πειναλέος καλλιτέχνης κάθε φορά που καλείται να αποτυπώσει στο τελάρο τα φρικτά εκείνα ζωντανά θεάματα λιποθυμά και στην απελπισία του επιστρατεύει όλα τα τσιτάτα του ανθρωπισμού και του χριστιανισμού για να νουθετήσει τον αιμοβόρο γίγαντα. Και επειδή εκείνο το ανήθικο τέρας είχε ψυχούλα νηπίου προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό, αφιερώθηκε στην ανάγνωση των Γραφών, έγινε ένας άκακος άγιος άνθρωπος και με τη σειρά του προσηλύτισε όλο το τσούρμο, εκτός από τον ζωγράφο που τετραπέρατος μέσα στη γενική βλακώδη αφέλεια των μαγεμένων αναλαμβάνει μ' έναν ξύπνιο αποθηκάριο τη διακυβέρνηση του πλοίου.
Επειδή ο άγιος άνθρωπος θέλει να αποφύγει τους πειρασμούς της πειρατείας ξεμπαρκάρουν σ' ένα ειρηνικό χωριό βουνίσιο και αφού δωροδοκούν με το χρυσάφι της λείας τους όλους τους κατοίκους, στήνουν μια πρότυπη κοινωνία καπιταλιστικής κερδοσκοπίας.
Αντιγράφω από το προφητικό κείμενο του 1951:
«Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μοναδικές σε κίνηση για το ειρηνικό χωριό. Ενας δυνατός εμπορικός άνεμος φύσηξε ξαφνικά και το αναστάτωσε. Κάθε χωριανός το νόμισε χρέος του και τιμή του, τώρα που βρέθηκε με χρήμα περισσευούμενο, να πάει στο παζάρι και να εμπορευτεί. Επεσαν όλοι με πάθος στο εμπόριο, αγόραζαν και πουλούσαν, και μάλιστα πουλούσαν εκείνα που είχαν αγοράσει χτες. Η βάση ήταν να μην κάθεται κανένας με σταυρωμένα χέρια και κατάντησε, έτσι, το παζάρι, ένα είδος χρηματιστήριο εκείνου του καιρού. Ο κυρ Σωκράτης με τον αδελφικό του φίλο Νικολή τριγύριζαν με τα σακούλια τις μπαγκανότες στο χέρι κι έκαναν το μεγαλύτερο αλισβερίσι. Ο Γιαννούλης Καπολής έγραφε την κάθε ώρα τις πορείες των τιμών.
- Πού βρίσκεται η φακή, Γιαννούλη;
- Δεκαπέντε μπαγκανότες το καντάρι.
- Δεκαπέντε! Τι λες, βρε παιδί; Το πρωί δεν ήταν δεκατρείς;
Ο Γιαννούλης έδωσε την εξήγηση πως ανέβηκε η φακή γιατί είχε ζήτηση. Ετσι, όταν σε λίγο βγήκε ο κυρ Νικολής να πουλήσει φακή στα δεκάξι, έπεσαν κι αγόρασαν κι έστησαν μάλιστα και καβγά ποιος θα πρωτοπάρει. Ο κυρ Σωκράτης μπήκε κι αυτός στη μέση κι είχε μια ύποπτα μεγάλη χαρά που θ' αγόραζε επιτέλους κι άλλη φακή, καθώς έλεγε. Οι χωριάτες τον παρακάλεσαν να τους αφήσει να πάρουνε κι αυτοί οι φουκαράδες, που το 'χανε λαχτάρα, κι ο κυρ Σωκράτης λύγισε στο τέλος και τραβήχτηκε. Πέσανε τότε στη φακή σαν χρυσοθήρες...
Η φακή σε λίγο είχε πάρει τον κατήφορο και οι καινούργιοι ιδιοκτήτες της θέλησαν να την πουλήσουν στα δεκαεπτά, για να βγάλουν κι αυτοί μια μπαγκανότα κέρδος. Κανένας δεν αγόραζε. Ο κυρ Σωκράτης που του λέγανε να πάρει, αποκρινόταν πως τι να πάρει που καταστράφηκε με την καταραμένη τη φακή. Οι χωριανοί τον άφησαν. Η μόνη του παρηγοριά ήταν πως αφού ο κυρ Σωκράτης την έπαθε, τι μπορούσαν να κάνουν κι αυτοί; Εβριζαν τη φακή, βλαστήμησαν το ριζικό τους και την έδωσαν στα δέκα. Ο κυρ Σωκράτης δείχτηκε καλός και την αγόρασε.
- Και στα εννιά να του την πλήρωνες, κυρ Σωκράτη μας, πάλι θα σου τη δίναμε την άτιμη.
- Στα εννιά όχι, δε σας την παίρνω, τους αποκρίθηκε με ύφος
πατρικό. Στα δέκα θα σας την πάρω, γιατί να χάσετε εσείς την μπαγκανότα;
Ας τη χάσω εγώ, που βουτήχτηκα έτσι κι αλλιώς στη συμφορά.
Την άλλη μέρα έριξαν όλο τον παρά τους στα φασόλια.
Ενα πρωί, τέλος, αφού οι χωριανοί μίσησαν και βλαστήμησαν όλα τα
όσπρια και τα λοιπά εμπορεύματα, το αλισβερίσι κόπηκε ξαφνικά. Ο παράς
χάθηκε από την αγορά και κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει πού κρύφτηκε.
Οι χωριανοί απόμειναν με κάτι λίγα ψιλά στα χέρια και άλλοι πάλι με
λογιώ λογιώ απομεινάρια από εμπορεύματα, που κανένας δεν τ' αγόραζε κι
αυτοί πάλι δεν ήξεραν τι να τα κάνουν».
Ετσι αρχίζουμε πάντα. Παίζουμε χαρτιά στο σπίτι με φασόλια, ύστερα πάμε στο καζίνο με μάρκες και βουλιάζουμε στο τέλος με μετοχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου