Εκ-ποίηση


Στην Αθήνα οι υπάλληλοι του Δήμου μάζεψαν τα νεράντζια από τα δέντρα για να μην έχουν «όπλα» οι αγανακτισμένοι ενόψει της 25ης Μαρτίου! Ο Κ. Σημίτης επιστρέφει στο ΠΑΣΟΚ και ο Χρυσοχοΐδης «σκουπίζει» τους «καταραμένους», σπρώχνοντάς τους κάτω από το χαλί των απόκεντρων γειτονιών και των προαστίων της πρωτεύουσας. Στη Χαλκιδική ακούγονται τα ταμπούρλα του «κοινωνικού εμφυλίου» με τους εργάτες των μεταλλείων να επιτίθενται εναντίον των κατοίκων της περιοχής.  

Στην Σταδίου, μπροστά από τον Ιανό, οι ποιητές γιορτάζουν την παγκόσμια μέρα τους με κύμβαλα αλαλάζοντα και ξυλοπόδαρους. «Όταν πια δε θα ’χουμε άλλο αίμα, τότε θ’ αρχίσει το ποίημα» γράφει ένα πανό, παραπέμποντας σε μία βαμπιρική αντίληψη της ποίησης. Ως εάν η ποίηση να είναι εκείνο το ειδωλολατρικό ξόανο που πίνει το νέκταρ από το κρανίο των δολοφονημένων. Και πορεύονται οι ποιητές εν μέσω εκκωφαντικών ήχων, μην ακούγοντας τον άνεργο που τους λέει «Η ζωή δεν με γνωρίζει». 

Δεν ακούν τους εργαζόμενους, τους νέους, άνεργοι ένας στους δύο, που τους καταγγέλλουν ότι «σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί». Δεν υποφέρουν πλέον οι ποιητές, δεν ζουν ποιητικά, δεν ερωτεύονται σαν τον ερωτευμένο Σίσυφο, που θέλει να κάνει στην αγαπημένη του ό,τι η Άνοιξη στις κερασιές. Η ποίηση έχει πάψει από καιρό να πυρώνει τα πάθη, να προκαλεί εμμανείς συγκρούσεις και να λειτουργεί ανατρεπτικά.

Στην κλασική αρχαιότητα έλεγαν πως «Μόνο τα παραληρηματικά λόγια του ποιητή ερμηνεύουν τη φωνή του θεού». Η ποίηση, η «μεταφορά» ήταν η άρρητη «φωνή του θεού που μιλάει»! Γι’ αυτό η σύγκρουση μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης δεν ήταν μόνο η γνωστή αντιπαράθεση του Απολλώνειου και του Διονυσιακού στοιχείου, αλλά και η αντίληψη για τη ζωή, το ζήτημα της κοινωνικής και πολιτικής τάξης. Γι' αυτό ο Πλάτωνας δεν ήθελε τους ποιητές, αυτούς τους ανατροπείς της καθεστηκυίας τάξης, στην Πόλη του. Άρα ετίθετο και θέμα εξουσίας.  

Φαντάζεστε τους ποιητές στην εξουσία; Δυστυχώς, σήμερα, εξορίσαμε τελεσίδικα και την πραγματική ποίηση και τους πραγματικούς ποιητές. Η λογοτεχνία έγινε μία τεχνολογία της εξουσίας. Και οι ποιητές σιτίζονται στα πρυτανεία των κρατικών και των ιδιωτικών επιχορηγήσεων. Οι λέξεις έπαψαν να είναι «πρόκες», να είναι φορείς ιδεών και δεν γεννούν πια (με τη μεταφορική τους διάσταση), ως τελεστές γοητείας, νέες ιδέες. Οι λέξεις αντικαταστάθηκαν από τις εικόνες και όλα έγιναν εμπορεύματα. 

Κι όμως, ο άνθρωπος δεν άρχισε να κατασκευάζει τα πράγματα με προορισμό ένα κόσμο της ανταλλακτικής αξίας, αλλά για να τα «γοητεύσει», να τα εκτρέψει από την ταυτότητά τους. Υπ’ αυτή την έννοια η γοητεία αναφέρεται στα πάντα και όχι μόνο στην ανταλλαγή ανάμεσα στα φύλα. Η γοητεία είναι μία πρόκληση, είναι το θαυμάζειν, είναι μία μορφή που πάντα τείνει να διαταράξει την ταυτότητα και το νόημα της ζωής κάποιου, ακόμα και το habitus, δηλαδή τις συνήθειες των ανθρώπων. 

Τελικά, το προπατορικό έγκλημα του ανθρώπου είναι η εξάλειψη του βάσκανου εδάφους της γοητείας μέσω της θετικοποίησης του κόσμου, της πρόσδωσης σ’ αυτόν ενός μονοσήμαντου νοήματος, όπως συμβαίνει με την κοινωνία της ολικής εμπορευματοποίησης. Γι’ αυτό «Προτίμησα να ζω ποιητικά παρά να γράφω ποιήματα» μου γράφει ο φίλος από το Παρίσι. Και τρέχει παντού όπου η χρεία των ανθρώπων τον καλεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου