ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Σε πλήρη εξέλιξη οι εμπορικοί πόλεμοι των υπερδυνάμεων

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
Του Γιώργου Παυλόπουλου και του Χάρη Σαββίδη

Σχεδόν καθημερινά, στις οθόνες των δημοσιογραφικών υπολογιστών φτάνουν ειδήσεις που αφορούν το διεθνές εμπόριο και μπορούν να χαρακτηριστούν με τον εξής όρο: προστατευτικά μέτρα. Αυτή η εβδομάδα, για παράδειγμα, ανήκε στο δίδυμο ΗΠΑ-Κίνας, με τις πρώτες να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Τη Δευτέρα, η Ουάσιγκτον αποφάσισε να επιβάλει δασμούς 45-195% στις εισαγόμενες από την Κίνα μεταλλικές ρόδες, με το επιχείρημα ότι επιδοτούνται παράνομα από το Πεκίνο, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο την ευφορία των εγχώριων κατασκευαστών.

Την Τρίτη, έκανε ανάλογη κίνηση με τα κινεζικά φωτοβολταϊκά συστήματα που κατακλύζουν την αμερικανική αγορά - μόνο που, αυτή τη φορά, το ύψος των δασμών (κάτω από 5%) θεωρήθηκε πολύ χαμηλό από τους άμεσα ενδιαφερομένους, οι οποίοι υπόσχονται να ασκήσουν έντονες πιέσεις, ειδικά ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.

Την Τετάρτη ήταν η σειρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παρουσιάσει σχέδιο Οδηγίας που της εκχωρεί σημαντικές αρμοδιότητες λήψης μέτρων αντεκδίκησης, στις περιπτώσεις κυβερνήσεων που δεν μεταχειρίζονται ισότιμα τις ευρωπαϊκές εταιρείες στη δημοπράτηση δημοσίων έργων.

Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα οι τρεις μητροπόλεις του καπιταλισμού -ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ιαπωνία- προσέφυγαν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου σε βάρος της Κίνας, με την κατηγορία ότι χειραγωγεί την αγορά των λεγόμενων «σπάνιων γαιών». Των στοιχείων εκείνων, δηλαδή, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα για την κατασκευή όλων σχεδόν των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, με την Κίνα να ελέγχει το 97% της παγκόσμιας παραγωγής!

Οι περιπτώσεις εμπορικών μέτρων και αντίμετρων είναι πρακτικά αναρίθμητες και έχουν πολλαπλασιαστεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η αιτία είναι προφανής: η κρίση που ξέσπασε το 2008 και συνεχίζει να αναπαράγεται μέχρι σήμερα. Αναβιώνουν έτσι οι εφιάλτες της δεκαετίας του '30, όταν η ένταση του προστατευτισμού έδωσε ακόμη πιο δραματικές διαστάσεις στην Μεγάλη Ύφεση, που ακολούθησε το Κραχ του '29.

«Ανησυχώ ιδιαιτέρως για τον αυξανόμενο κίνδυνο του προστατευτισμού. Αυτό το πρόβλημα, που εκφράζεται στα δημοσιονομικά μεγέθη, την οικονομία και την ανεργία, είναι ήδη αρκετά σοβαρό. Εάν πυροδοτήσουμε ένα γύρο προστατευτισμού, όπως συνέβη στη δεκαετία του '30, η παγκόσμια κρίση θα μπορούσε να βαθύνει», έλεγε τον Ιανουάριο του 2009 ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ρόμπερτ Ζέλικ. Σήμερα, τρία και πλέον χρόνια αργότερα, αποδεικνύεται ότι είχε δίκιο να ανησυχεί.

Δεν χρειάζεται να προβληματιστεί κανείς πολύ για να κατανοήσει τι είναι αυτό που σε περιόδους κρίσης αναγκάζει τις κυβερνήσεις να οδηγούνται στην ατραπό του προστατευτισμού. Παρά την παγκοσμιοποίηση, τόσο το κεφάλαιο όσο και οι ψήφοι εξακολουθούν να έχουν εθνική βάση. Έτσι, όταν το οικονομικό σύμπαν δονείται και η «πίτα» των κερδών συρρικνώνεται, όταν επιχειρηματικά μεγαθήρια και ολόκληροι κλάδοι απειλούνται με εξαφάνιση, είναι φυσικό το πρώτο μέλημα της κάθε πολιτικής τάξης να είναι η προστασία και η στήριξη των «ημέτερων» επιχειρήσεων και εργαζομένων.

Αυτό έκαναν ο Μπους και ο Ομπάμα όταν έδιναν 17 δισ. δολ. στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία και συνιστούσαν στους συμπολίτες τους να «αγοράζουν αμερικανικά».  

Το ίδιο πράττει και η Ε.Ε. με τη στήριξη των αγροτών της, των ενεργειακών ομίλων της και των δικών της αυτοκινητοβιομηχανιών αλλά και ο Σαρκοζί όταν προτείνει στις επιδοτήσεις της Ε.Ε. να έχουν δικαίωμα μόνο οι επιχειρήσεις εκείνες που θα διατηρούν την παραγωγή τους σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Κάτι ανάλογο κάνει η Κίνα όταν διατηρεί τεχνηέντως την ισοτιμία του γιουάν σε χαμηλά επίπεδα, ταΐζοντας αδιαλείπτως τα τεράστια συναλλαγματικά της αποθέματα. Αντίστοιχες πολιτικές υιοθετούν και οι άλλες μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, κατηγορώντας η μία την άλλη για τεχνητή υποτίμηση του νομίσματός της.

Με όλες αυτές τις πρακτικές οι κυβερνήσεις των ισχυρότερων οικονομιών δεν έρχονται μόνο σε ευθεία αντίθεση με τις διακηρύξεις τους υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και των ανοιχτών αγορών. Δημιουργούν και τις συνθήκες ανάκαμψης του εθνικισμού, αρχικά μεταξύ εκείνων που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και στη συνέχεια σε όλη την κοινωνία. Όπως υπενθύμιζε και ο γνωστός αναλυτής-συγ­γρα­­φέας, Τζιμ Ρότζερς, τον Οκτώβριο του 2011, «οι εμπορικοί πόλεμοι οδηγούν πάντα σε πολέμους με πραγματικά όπλα».

Παράπλευρες συγκρούσεις

ΣΠΑΝΙΕΣ ΓΑΙΕΣ
Οι «τρεις σωματοφύλακες» κατά της Κίνας

«Όταν είναι αναγκαίο και οι εργαζόμενοι ή οι επιχειρήσεις μας υφίστανται μη δίκαιη μεταχείριση, τότε θα αναλαμβάνω δράση». Αυτό δήλωσε πρόσφατα ο Μπαράκ Ομπάμα, αιτιολογώντας την προσφυγή των Ηνωμένων Πολιτειών -από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ιαπωνία- στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου σε βάρος της Κίνας, για τις λεγόμενες «σπάνιες γαίες».

Οι τρεις παραδοσιακές μητροπόλεις του παγκόσμιου καπιταλισμού, βλέποντας ότι οι Κινέζοι παράγουν το σύνολο σχεδόν (για την ακρίβεια, το 97%) των 17 αυτών στοιχείων, αποφάσισαν να παραμερίσουν τις μεταξύ τους διαφορές και να συνασπιστούν. Δεν θα μπορούσαν, άλλωστε, να κάνουν διαφορετικά. Το γεγονός ότι χωρίς τις «σπάνιες γαίες» -και, κατά συνέπεια, χωρίς τη συναίνεση των Κινέζων, οι οποίοι θησαυρίζουν από τις εξαγωγές τους- δεν μπορούν να κατασκευαστούν σήμερα έξυπνα κινητά τηλέφωνα, τηλεκατευθυνόμενοι πύραυλοι, ανεμογεννήτριες και πλείστα ακόμη προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, ασφαλώς είναι κάτι που δεν μπορούσε να αφήσει τους «τρεις σωματοφύλακες» αδιάφορους.

«Λυπούμαστε, θα υπερασπιστούμε τον εαυτό μας», ήταν η απάντηση που έδωσε το Πεκίνο, το οποίο γνωρίζει ότι έχει στα χέρια του ένα πολύτιμο όπλο. Και δεν πρόκειται να το εγκαταλείψει εάν, κατά τη συνήθη πρακτική του, δεν πάρει υπέρτερα σε αξία ανταλλάγματα...

Αεροπορικές εταιρείες
Οι ουρανοί είναι δικοί τους...

Aποφασισμένη να επιμείνει στη φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από αεροπλάνα εμφανίζεται η E.E., παρά τις ισχυρές αντιδράσεις των εμπορικών της εταίρων. Ήδη HΠA, Kίνα και Pωσία έχουν απειλήσει ότι αν η E.E. δεν εγκαταλείψει την πολιτική αυτή, θα προχωρήσουν σε αντίποινα. Tην εβδομάδα που πέρασε ήταν η σειρά της Iνδίας να καλέσει τις αεροπορικές εταιρείες της να μη συμμετάσχουν στο σχετικό πρόγραμμα, ούτε να μοιράζονται σχετικά στοιχεία με τις ευρωπαϊκές αρχές.

Στελέχη της ινδικής κυβέρνησης απειλούν, μάλιστα, ότι επόμενη κίνηση θα είναι η ακύρωση παραγγελιών για αεροσκάφη προς την Airbus. «Δεν μπορείς να απειλείς με εμπορικό πόλεμο απλά επειδή δεν σου αρέσει η ευρωπαϊκή νομοθεσία», απάντησε από τις σελίδες των Financial Times η αρμόδια Eπίτροπος, Kόνι Xέντεγκαρντ. Στις Bρυξέλλες δηλώνουν διατεθειμένοι να μην κάνουν πίσω αλλά να εφαρμόσουν κατά γράμμα το νόμο, που προβλέπει ακόμα και διακοπή πτήσεων για τις αεροπορικές εταιρείες που αρνούνται να συμμορφωθούν.

Ενέργεια
«Επιδοτήσεις» και ντάμπινγκ...

Nέο μέτωπο στον εμπορικό πόλεμο με το Πεκίνο άνοιξε αυτή την εβδομάδα η Oυάσιγκτον, κρίνοντας ότι οι κινεζικές αρχές επιδοτούν υπερβολικά τη βιομηχανία παραγωγής φωτοβολταϊκών συστημάτων. Tο Πεκίνο φέρεται να προσφέρει ποικίλα κίνητρα στους κατασκευαστές (από την προσφορά εκτάσεων για εγκατάσταση εργοστασίων σε προνομιακές τιμές, μέχρι χαμηλότοκα δάνεια), που προορίζουν το 95% των προϊόντων τους προς εξαγωγή.

Oι HΠA αποφάσισαν να επιβάλουν σε πρώτη φάση χαμηλούς δασμούς (2,9%-4,73%) και να επανεξετάσουν το θέμα το Mάιο, όταν το υπουργείο Eμπορίου θα αποφασίσει εάν το Πεκίνο υιοθετεί πρακτικές ντάμπινγκ, πουλώντας χαμηλότερα του κόστος στην αμερικανική αγορά. Oι επικριτές της απόφασης προειδοποιούν, πάντως, ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές, πλήττοντας τη βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Tο χαμηλό κόστος παραγωγής φωτοβολταϊκών συστημάτων από την Kίνα θεωρείται βασική αιτία μείωσης του κόστους της ηλιακής ενέργειας κατά τα δύο τρίτα την τελευταία τετραετία.

Νομίσματα
«Αγκάθι» η ανατίμηση του γιουάν

Tο μεγαλύτερο αγκάθι στις σχέσεις των δυτικών κυβερνήσεων με την Kίνα την τελευταία δεκαετία υπήρξε η παρέμβαση του Πεκίνου στην αγορά συναλλάγματος, προκειμένου να συγκρατήσει την ανατίμηση του γιουάν. Δεδομένων των τεράστιων εμπορικών πλεονασμάτων της Kίνας, το κινεζικό νόμισμα θα ήταν λογικό να ενισχυθεί έναντι των υπολοίπων. Mέχρι το καλοκαίρι του 2005, όμως, η ισοτιμία με το δολάριο παρέμενε «κλειδωμένη» στα 8,2765 γιουάν.

Στη συνέχεια το Πεκίνο υπέκυψε στις πιέσεις και δέχθηκε τη σταδιακή ανατίμηση του γιουάν πλην όμως αυτή συνεχίζει να γίνεται ελεγχόμενα και με αργό ρυθμό (το δολάριο παραμένει πάνω από τα 6,25 γιουάν). Oι κινεζικές αρχές, από την πλευρά τους, κατηγορούν Eυρωπαίους και Aμερικάνους ότι υιοθετούν εξαιρετικά «χαλαρή» νομισματική πολιτική για να στηρίξουν τις οικονομίες τους και να χρηματοδοτήσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. H εκτύπωση χρήματος, υποστηρίζουν, είναι λογικό να προκαλεί την εξασθένηση των νομισμάτων τους. Tο Πεκίνο απλά προσπαθεί να προστατευτεί από αυτές τις συνέπειες. H διατήρηση του γιουάν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα προκαλεί την αντίδραση και των αναδυόμενων οικονομιών, που προσπαθούν να ανταγωνιστούν τα κινεζικά προϊόντα. Ήδη από το Φθινόπωρο ο υπουργός Oικονομικών της Bραζιλίας, Γκουίντο Mαντέγκα, υποστήριζε ότι έχει ξεσπάσει διεθνής νομισματικός πόλεμος. Aν και οι περισσότερες κυβερνήσεις των G-20 αρνούνται ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, το κλίμα στην τελευταία Σύνοδο Kορυφής της ομάδας ήταν εξαιρετικά ηλεκτρισμένο και δεν θύμιζε σε τίποτα την «οικογενειακή» ατμόσφαιρα παλαιότερων Συνόδων.

ΗΜΕΡΗΣΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου