Γράφει ο Μίμης Σουλιώτης
(Ποιητής - διδάσκει Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας)
Σε εκατομμύρια ανέρχονται οι αθώοι που έχουν βασανιστεί στον γραπτό λόγο με το τελικό νυ: να το βάλουν ή να μη; Και αμέτρητες μονάδες έχουν σπαταληθεί σε φαξ, ι-μέιλ και αγωνιώδη τηλεφωνήματα γραμματέων που είχαν ως θέμα την αναγραφή του επικατάρατου ή μη...
Στον γραπτό λόγο τηρούμε βεβαίως τις συμβάσεις, αλλά στην περίπτωση που η γραμματική μάς δυσκολεύει, αφού στους αρχικούς κανόνες για την διατήρηση ή την απαλοιφή του τελικού νυ αναγκάσθηκε να επιφέρει μεταγενέστερες αλλαγές ή να επιτρέψει εξαιρέσεις όπως ότι στα κύρια ονόματα και στο αρσενικό του επιθέτου το διατηρούμε, π.χ. «τον Ξέρξη», «τον δικτυακό τόπο». Πέραν αυτού, η γραμματική εξαιρώντας συνιστά να γράφουμε λ.χ. «Δεν θέλω», άλλο δηλώνει όμως το «Δε θέλω» και άλλην ένταση προσδίδει το «Δεν θέλω», γι' αυτό και εκφωνούμε μετ' επιτάσεως το τελικό νυ όποτε επιθυμούμε να δώσουμε έμφαση στην άρνησή μας: στην προφορική χρήση του τελικού νυ είμαστε όλοι ίδιοι, παιδιά και ενήλικες, πανεπιστημιακοί και υδραυλικοί.
Κατ' αρχήν και γενικώς το τελικό δεν υποφέρεται από το νεοελληνικό μας αφτί, όπως θαυμάσια το περιγράφει, ήδη από τον 19ο αιώνα, ο Ροΐδης: «Αλλά πάντα τα ανωτέρω είναι μικρά και ασήμαντα συγκρινόμενα προς την ανυπέρβλητον αηδίαν, την οποίαν προξενεί ο αδιάλειπτος εις το τέλος των λέξεων του ν κωδωνισμός. Γνωστόν είναι ότι ο νεώτερος Ελλην εις μόνους τους ιεροψάλτας συγχωρεί να μεταχειρίζωνται την μύτην ως όργανον μουσικόν, αλλ' ουδεμίαν ανέχεται εκτός της εκκλησίας ρινοφωνίαν. Η κατ' αυτής [= της ρινοφωνίας] αντιπάθεια είναι τοσαύτη, ώστε ή αποκόπτει [ο νεώτερος Ελλην] το τελικόν ν πάσης αιτιατικής λέγων "το γάμο, τη χαρά, τη θάλασσα, το Θεό" κ.τ.λ. ή το μεταθέτει πλειστάκις εις την αρχήν της επομένης λέξεως αρχομένης από φωνήεντος ή ψιλού, προφέρων "το Νοικοκύρη, το Νώμο, το Ντράγο, το Μπατέρα, τη Γκαρδιά μου" κ.τ.λ.» (Εμμ. Ροΐδης, «Η Δήθεν Ζημία»).
Ο ίδιος καταλήγει πως είναι προτιμότερο να γράφουμε το τελικό νυ και ας το εκστομίζουμε ως πυρ κατά βούλησιν, μιμούμενοι «τας άλλας νεωτέρας γλώσσας, των οποίων ικανά γράμματα ποικίλως προφέρονται ή και τελείως σιωπώνται κατ' ευφωνικούς κανόνας καθιερωθέντας υπό της συνηθείας και μη αλλοιώσαντας την γραφήν» (ό.π.).
Την ίδια λύση για το υποχονδριακό τούτο πρόβλημα προσυπέγραψε αργότερα με σχόλιό του και ο Κ.Π. Καβάφης, που επιχειρηματολογεί: η εκφώνηση του τελικού νυ «έπρεπε να αποβληθή εκεί όπου το πνεύμα της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης αντιτάσσεται εις αυτήν. Ημπορούσε να γράφεται μόνον χάριν της γλωσσικής παραδόσεως και εξωτερικής ενότητος, ως το γαλλικόν τελικόν "t", "s", ή "r", ή - πάντοτε ως τα γαλλικά τελικά - να προφέρεται, υπό όσων απαιτούν ακριβεστέραν ευφωνίαν, μόνον ότε έπεται φωνήεν» (Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, Β').
Επειδή η γραπτή απόδοση της γλώσσας είναι έτσι κι αλλιώς χονδρική, ας το γράφουμε παντού και πάντα το τελικό νυ, για να ξεμπερδεύουμε - κι όποιος θέλει το εκφωνεί, όποιος το απεχθάνεται κατά την ροϊδική περιγραφή το αποσιωπά: έτσι επιβαρυνόμαστε με πρόσθετο πληκτρολόγημα στο γραπτό μας, αποδεσμεύουμε όμως την σκέψη μας.
Ποιητά μου, η καλή δασκάλα της 2ας δημοτικού μας έμαθε πως το τελικό νι το γράφουμε όταν η επόμενη λέξη ξεκινά από κ ή π ή τ, "καπιτα" για να το θυμόμαστε. Μας έμαθε επίσης πως "ποιητής εκ του προχείρου έχει τη μορφή του χοίρου" Χρόνια Πολλά!
ΑπάντησηΔιαγραφή