Του Πετρου Παπακωνσταντινου
Μέσα Δεκεμβρίου ο βρετανικός Economist φιλοξενούσε άρθρο με τον απροσδόκητο τίτλο: «Υπάρχει ζωή μετά τον Ερντογάν»; Το ερώτημα ακουγόταν πρόωρο. Ο δημοφιλέστερος Τούρκος ηγέτης μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ προερχόταν από την τρίτη σαρωτική νίκη του κόμματός του στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Εχοντας επικρατήσει πειστικά και στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση, ο ισλαμιστής πρωθυπουργός σχεδίαζε, όπως ευρέως λέγεται και γράφεται, να μεταπηδήσει στην προεδρία το 2014, αφού προηγουμένως θα είχε καθιερώσει προεδρικό σύστημα.
Υπήρχε βέβαια εκείνη η μυστηριώδης χειρουργική επέμβαση στο στομάχι, που είχε υποστεί ο Ταγίπ Ερντογάν στις 26 Νοεμβρίου. Το κενό επίσημης πληροφόρησης ήρθαν να καλύψουν φήμες ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός πάσχει από καρκίνο, κάτι που διέψευσαν οι θεράποντες ιατροί. Ωστόσο, μια δεύτερη επέμβαση στις 10 Φεβρουαρίου ήρθε να αναζωπυρώσει τη σχετική φιλολογία, όσο κι αν ένας εκ των γιατρών που πήρε μέρος στην πρώτη εγχείρηση έκανε λόγο για καλοήθεις πολύποδες.
Χρειάστηκαν δέκα ημέρες μετά τη δεύτερη επέμβαση για να δουν οι Τούρκοι τηλεθεατές έναν εμφανώς αδυνατισμένο Ερντογάν να απευθύνει μαγνητοσκοπημένο μήνυμα σε συγκέντρωση της νεολαίας του κόμματός του. Δεν ήταν ακριβώς καθησυχαστικές και οι στερεότυπες δηλώσεις συνεργατών του, οι οποίοι βεβαίωναν μεν ότι ο πρωθυπουργός χαίρει άκρας υγείας, προσέθεταν δε ότι προσεύχονται στον μεγαλοδύναμο για ταχεία ανάρρωση.
Το νέφος της αμφιβολίας αρχίζει να θολώνει την εικόνα ενός πολιτικά εφτάψυχου πρωθυπουργού, ο οποίος έχει αφήσει ήδη ανεξίτηλο αποτύπωμα στην τουρκική Ιστορία. Επί πρωθυπουργίας του, η Τουρκία, άλλοτε Μεγάλος Ασθενής του ΔΝΤ, κατέγραψε «κινεζικούς» ρυθμούς ανάπτυξης, σχεδόν ανεπηρέαστη από τη διεθνή οικονομική κρίση, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα τριπλασιάστηκε. Οι «πασάδες» του στρατού όχι μόνο δεν κατάφεραν να τον ανατρέψουν, αλλά αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την πολιτική τους συρρίκνωση, που επισφραγίστηκε με τη φυλάκιση στρατηγών για τη διαβόητη υπόθεση «Εργκένεγκον» και την παραπομπή σε δίκη του 94χρονου πρώην προέδρου Κενάν Εβρέν για το πραξικόπημα του 1980. Αστυνομία, Δικαιοσύνη και διπλωματικό σώμα, παραδοσιακοί πυλώνες του κεμαλικού «βαθέος κράτους», πέρασαν υπό τον έλεγχο του νέου, ισλαμικού κατεστημένου ή ουδετεροποιήθηκαν. Αυτές τις μέρες η κυβέρνηση ετοιμάζεται να εκδώσει τα πρώτα «ισλαμικά ομόλογα» (σουκούκ), μια ενέργεια που μέχρι πρότινος θα ήταν αρκετή για να οδηγήσει έναν πρωθυπουργό ή στο σπίτι του ή στην τελευταία του κατοικία.
Να όμως που, παράλληλα με την ανησυχία για την υγεία του Ερντογάν, ήρθαν να προστεθούν ενδείξεις για κάποιες πρώτες ρωγμές στην πολιτική του παντοδυναμία.
Κάποιοι εισαγγελείς σήκωσαν κεφάλι και κάλεσαν τον αρχηγό της υπηρεσίας πληροφοριών ΜΙΤ να απολογηθεί για θρυλούμενες μυστικές επαφές με στελέχη του παράνομου, κουρδικού κόμματος ΡΚΚ, ένα χτύπημα στο μαλακό υπογάστριο του Ερντογάν, ο οποίος εμφανιζόταν ως «ενδοτικός απέναντι στην τρομοκρατία». Παράλληλα, κυκλοφόρησαν στον τουρκικό Τύπο επίμονα σενάρια περί ρήξης του κυβερνώντος κόμματος με το μετριοπαθές ισλαμικό κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν, το οποίο εξασφάλιζε στον Ερντογάν όχι μόνο ισχυρή οικονομική, επικοινωνιακή και ηθική υποστήριξη, αλλά και αποφασιστικής σημασίας προσβάσεις στην Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη.
Παρά τις περιπέτειες της υγείας του, ο Ερντογάν κατάφερε να αναχαιτίσει το πρώτο κύμα αμφισβήτησης. Τα απείθαρχα στοιχεία στη Δικαιοσύνη παραμερίστηκαν, ενώ η Βουλή ψήφισε στο άψε-σβήσε νόμο που απαγόρευε να κληθεί σε απολογία η ΜΙΤ χωρίς άδεια της κυβέρνησης. Οσο για τον Γκιουλέν, έστειλε θερμό μήνυμα στον Ερντογάν, όπου μαζί με τις ευχές για ταχεία ανάρρωση εξέφρασε την πλήρη υποστήριξή του σε έναν ηγέτη που «έγινε πηγή υπερηφάνειας για την Τουρκία». Οι κακές γλώσσες επιμένουν, πάντως, ότι ο διαμένων στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ Γκιουλέν και το κίνημά του βλέπουν με καλύτερο μάτι τον πρόεδρο Αμπντουλάχ Γκιουλ, έναν πολιτικό που ανήκει μεν στο ίδιο κόμμα με τον Ερντογάν, αλλά διατηρεί την αυτονομία του και προβάλλει ως ένας από τους επικρατέστερους διαδόχους του.
Σε κάθε περίπτωση, η ασθένεια του χαρισματικού πολιτικού προκαλεί αβεβαιότητα και ανασφάλεια. «Οι ισχυροί ηγέτες κάνουν τους λαούς αδρανείς, αφού περιμένουν τα πάντα από τον αρχηγό», έγραφε την περασμένη εβδομάδα αρθρογράφος της εφημερίδας «Σαμπάχ», συγκρίνοντας τη διάχυτη ανησυχία, που κυριεύει ακόμη και την ηγεσία της… αντιπολίτευσης, με τον «λήθαργο» της εποχής Ινονού. Θα μπορούσε να προσθέσει, παραφράζοντας τον Μπρεχτ, «αλίμονο στους λαούς που χρειάζονται χαρισματικούς ηγέτες»…
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου