Υπάρχει μεγάλη συζήτηση σ’ ολόκληρο τον κόσμο για την ανάγκη ανάστασης του κεϊνσιανισμού. Το γράφει ο Πολ Κρούγκμαν, το υποστηρίζει ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, το παίζουν διαρκώς και στα δικά μας κανάλια.
Με μια διαφορά:
Οι πρώτοι (αφού εξαιρέσουν ρητώς και κατηγορηματικώς την Ελλάδα από την πρότασή τους) βλέπουν ότι πρέπει να πέσουν λεφτά στην αγορά, ώστε να κινητοποιηθούν οι παραγωγικοί πόροι και να αναθερμανθούν οι οικονομίες.
Οι δεύτεροι υποστηρίζουν ότι πρέπει να πέσουν λεφτά στην αγορά και... βλέπουμε. Γι’ αυτό και η εγχώρια συζήτηση δεν προχωρεί καθόλου στην παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας· τι θα κάνουμε –βρε αδελφέ!– στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, αφού «πέσουν τα λεφτά στην αγορά». Το μόνιμο θέμα –και το μόνο γιατρικό που προτείνουν για την οικονομία– είναι «να πέσουν λεφτά στην αγορά». Λες και έχουμε λεφτά, ή όταν τα είχαμε (δανεικά) δεν έπεσαν στην ελληνική αγορά αλλά στην Μπουρκίνα Φάσο.
Το πρόβλημα με τις κεϊνσιανές πολιτικές είναι ότι φτιάχτηκαν για άλλες εποχές, με διαφορετικά προβλήματα και σίγουρα όχι τα σημερινά ελληνικά οικονομικά προβλήματα. Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία για την ενίσχυση της ζήτησης προϋποθέτει κάτι που η Ελλάδα δεν έχει: πλεονάζουσα προσφορά εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων. Η ενίσχυση της ζήτησης χωρίς προηγούμενη παραγωγή είναι μια τρύπα στον ωκεανό της παγκόσμιας οικονομίας. Η ζήτηση που δημιουργείται αναγκαστικά θα καλυφθεί από εργοστάσια του εξωτερικού.
Κάπως έτσι έληξε άδοξα και το κεϊνσιανό πείραμα της μεταπολίτευσης. Τα χρήματα των κοινοτικών πλαισίων στήριξης και του εξωτερικού δανεισμού που σκόρπισαν στην ελληνική οικονομία δεν έγιναν σπινθήρας για ανάπτυξη, αλλά για μαζικές εισαγωγές. Με αυτά τα χρήματα δημιουργήθηκε το τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που μόνο το 2009 είχε φτάσει το 15% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Ναι μεν το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε και οι Ελληνες μπορούσαν να αγοράσουν περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες με τους μισθούς τους, αλλά αυτός δεν ήταν βιώσιμος κεϊνσιανισμός και πολύ περισσότερο δεν ήταν πολλαπλασιαστικός.
Το πρόβλημα που έχουμε εμείς με όλες σχεδόν τις οικονομίες του υπόλοιπου πλανήτη το έχουν και οι δυτικές οικονομίες σε σχέση με τις αναδυόμενες οικονομίες. Μεγάλο μέρος από τις κεϊνσιανές πολιτικές που ακολουθούν γίνεται ζήτηση για τα εργοστάσια της Κίνας, της Ινδίας κ.ά. Φυσικά δεν έχουν το δικό μας πρόβλημα του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (έχουν εξαγωγές εξειδικευμένων προϊόντων και υπηρεσιών) αλλά κι αυτό είναι βραχυπρόθεσμο.
Αδιέξοδες πολιτικές
Αρα, οι «πολιτικές ελίτ» της Δυτικής Ευρώπης έχουν ένα πραγματικό πρόβλημα. Ξέρουν κατ’ αρχάς ότι οι κεϊνσιανές πολιτικές είναι αδιέξοδες, πολιτικά και οικονομικά. Οικονομικά, είναι σαφές: σε μια ανοιχτή οικονομία δεν μπορεί να ελεγχθεί το αποτέλεσμα της κρατικής χρηματοδότησης, όπως γινόταν μέσα σε κλειστά εθνικά σύνορα. Εκ των πραγμάτων, μέρος αυτής της χρηματοδότησης θα αγοράζει προϊόντα εξωτερικού.
Πολιτικά, είναι αδιέξοδες διότι η νέου τύπου ευημερία που προσδοκά η μεσαία τάξη δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τις επιδοτήσεις. Και 2.000 ευρώ ανά μήνα να πάρουν οι αγρότες, θα θελήσουν 2.500 τον επόμενο χρόνο. Μην ξεχνάμε ότι το 2005 η κατεξοχήν ευνοημένη τάξη από την Ε.Ε., οι Γάλλοι αγρότες, ψήφισαν μαζικά κατά του Ευρωσυντάγματος. Τότε εκφράστηκε οργή και φόβος των πολιτών διά του δημοψηφίσματος στη Γαλλία. Η μεσαία και η εργατική τάξη οργίζεται, διότι ένα μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης έχει χρεοκοπήσει και το νέο δεν τους είναι πολύ σαφές – αφήστε, δε, το γεγονός ότι είναι πολύ συκοφαντημένο.
Οι κεϊνσιανές πολιτικές που έκαναν το ευρωπαϊκό μεταπολεμικό θαύμα έχουν όρια. Και σε έκταση και σε βάθος χρόνου. Και αυτό, γιατί η αίσθηση της φτώχειας αλλάζει ανάλογα με το επίπεδο ευημερίας κάθε κοινωνίας. Στην κατεστραμμένη Ευρώπη υπήρχε νόημα να χρηματοδοτείς κάποιον για να ενισχύσεις τη ζήτηση. Τα χρήματα που του έδινε το κράτος για αντιπαραγωγικές εργασίες δημιουργούσαν ζήτηση, αλλά αυτή η ζήτηση ήταν για χαμηλής εξειδίκευσης, και συνεπώς τοπικά, προϊόντα (τρόφιμα, ένδυση, στέγη, άντε και ένα αυτοκίνητο τύπου «σκαραβαίου»).
Οιονεί φτωχοί
Σήμερα, αυτοί που αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχοί στις κοινωνικές έρευνες και ψηφίζουν ως οργισμένοι στα δημοψηφίσματα ή στις εκλογές έχουν κατακτήσει το βιοτικό επίπεδο που η τοπική παραγωγή μπορεί να τους προσφέρει. Εχουν αποκτήσει τα βασικά – τροφή, σπίτι, ένδυση. Η μεγάλη λαοθάλασσα των μικρομεσαίων είναι οιονεί φτωχοί, διότι επιθυμούν ένα καταναλωτικό πρότυπο που προσφέρει μόνον η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Συγκρίνουν, αφενός, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου που είχαν τα τελευταία χρόνια με την τωρινή στασιμότητα (ή και την πιθανή υποχώρηση) και το καταναλωτικό πρότυπο των εγχώριων ή εξωχώριων «ελίτ» με το δικό τους. Επιθυμούν (και καλά κάνουν) το καλό αυτοκίνητο, τα ταξίδια στο εξωτερικό, ηλεκτρονικές συσκευές τελευταίου τύπου κ.λπ. Η νέα ζήτηση, δηλαδή, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από την εγχώρια παραγωγή και οι επιδοτήσεις όχι μόνο δεν φτιάχνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην εθνική οικονομία, αλλά αντιθέτως ενισχύουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των πιο φιλελεύθερων και παραγωγικών οικονομιών που παράγουν αυτά τα νέα προϊόντα.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι η παραγωγικότητα και δυστυχώς απ’ ό,τι είδαμε, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αυτή επιτυγχάνεται με φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Δεν επιτυγχάνεται με διόγκωση του κράτους και αύξηση των επιδοτήσεων σε αντιπαραγωγικούς τομείς, όπως μέχρι σήμερα οι εθισμένες στον κρατισμό κοινωνίες έχουν συνηθίσει.
Αν πρέπει να κατηγορήσει κάποιος για κάτι τις «πολιτικές ελίτ» της Ευρώπης, είναι ότι δεν προσφέρουν ένα νέο, αλλά σε πραγματικές βάσεις, όραμα στους πολίτες. Γνωρίζουν ότι πρέπει να κάνουν τομές, αλλά τις κάνουν σαν να ντρέπονται. Δεν πρωτοπορούν και δεν εξηγούν. Τις παρουσιάζουν ως αναγκαίο κακό. Συντηρούν, όμως, έτσι, μαζί με τις πολλαπλώς βολεμένες πνευματικές ελίτ, τους αντιπαραγωγικούς μύθους ότι ένας άλλος δρόμος είναι εφικτός. Μόνο που οι φιλελεύθερες τομές αποτελούν μονόδρομο και όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο, καλό είναι να μας δείξουν τον δεύτερο δρόμο, που μπορεί να είναι εφικτός. Προς το παρόν, μας δείχνουν το παρελθόν, το οποίο όμως δεν δουλεύει πια. Οταν μας δείξουν κάποιο άλλο μέλλον, θα το κοιτάξουμε...
Η ανέφικτη επιστροφή
Είναι κάποιοι που υποστηρίζουν ότι στα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας πρέπει να προσθέσουμε άλλο ένα. Την επιστροφή της οικονομικής πολιτικής στα εθνικά σύνορα. Φαντάζει λογικό, διότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία αφαιρεί από τις εθνικές κυβερνήσεις πολλά εργαλεία οικονομικής πολιτικής, όπως είναι οι κεϊνσιανές πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης, που προαναφέραμε. Το πρόβλημα όμως είναι πως μια τέτοιου τύπου επιστροφή δεν είναι εφικτή. Ο κόσμος παραείναι συνδεδεμένος για να επιστρέψουν οι χώρες στα εθνικά τους σύνορα. Και αυτό δεν υπήρξε πολιτική επιλογή, αλλά οικονομική.
Γράφαμε και παλιότερα ότι πολλοί βλέπουν τη σύγχρονη τεχνολογία ως απότοκο της παγκοσμιοποίησης. Ισχύει, όμως, το ακριβώς αντίθετο. Η τεχνολογία δημιουργεί τις ευκαιρίες παγκοσμιοποίησης και κάποιοι σπεύδουν να τις καλύψουν. Αυτό ισχύει για όλους: από τις τράπεζες μέχρι τους οικονομικούς μετανάστες.
Τα δίκτυα υπολογιστών δεν σχεδιάστηκαν για να μεταφέρουν θέσεις εργασίας σε μακρινές χώρες όπως η Ινδία. Η ύπαρξή τους, όμως, δημιουργεί την ευκαιρία να το κάνουν οι επιχειρήσεις. Δεν είναι λοιπόν η παγκοσμιοποίηση που έφτιαξε τα δίκτυα. Είναι τα δίκτυα που φτιάχνουν την παγκοσμιοποίηση.
Το ίδιο ισχύει και για την οικονομική μετανάστευση. Οσο η τεχνολογία μειώνει το κόστος μεταφοράς ανθρώπων, τόσο δημιουργούνται ευκαιρίες μετανάστευσης. Παλιότερα χρειαζόταν μια περιουσία για να έρθει κάποιος από το Πακιστάν. Σήμερα αρκούν μερικές χιλιάδες δολάρια, συμπεριλαμβανομένου του κόστους ρίσκου που αναλαμβάνουν οι «δουλέμποροι». Η διαρκώς βελτιούμενη σχέση κόστους - οφέλους λειτουργεί υπέρ της οικονομικής μετανάστευσης.
Γι’ αυτό δίνουν μάταιο αγώνα οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης. Κατ’ ουσίαν μάχονται κατά της τεχνολογικής προόδου. Οπως ακριβώς η τυπογραφία ενοποίησε ετερογενείς πληθυσμούς κάτω από μία γλώσσα, κοινή εκπαίδευση, κοινά έθιμα και δημιούργησε εθνικές συνειδήσεις, έτσι ακριβώς και τώρα ενοποιεί όλο τον κόσμο. Ισοπεδώνει τις διαφορές. Οι όροι της ενοποίησης (το ποιος θα βγει κερδισμένος και χαμένος από αυτή την αναπόφευκτη διαδικασία) είναι πολιτικοί. Aλλά μόνο σ’ ένα παγκόσμιο πολιτικό τοπίο.
Η παγκοσμιοποίηση λοιπόν δεν είναι παρά οικονομικές ευκαιρίες που δημιουργούν οι νέες τεχνολογίες. Ακόμη και αν υπάρξουν πολιτικές αποφάσεις για επιστροφή στα παλιά καλά εθνικά σύνορα, αυτές θα υπονομευθούν από τις υπάρχουσες ή και μελλοντικές τεχνολογίες. Αλλά ακόμη κι αν υπήρχε ένας μαγικός τρόπος επιστροφής στη δεκαετία του ’70 –λίγο πριν δηλαδή από την έκρηξη της παγκοσμιοποίησης– αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε ταυτόχρονα να γυρίσουμε στα επίπεδα ευημερίας της δεκαετίας του ’70.
Καλώς ή κακώς, φτάσαμε στο σημερινό επίπεδο λόγω της παγκοσμιοποίησης. Αυτή δημιούργησε τις παγκόσμιες αγορές και λόγω οικονομίας κλίμακας έκανε πιο φθηνά και πιο πολλά τα προϊόντα. Αλλά επιπλέον αυτού: μπορούμε να φανταστούμε την παραγωγή για τοπική κλίμακα; Να παράγονται ελληνικά αυτοκίνητα ή βουλγαρικά iPad; Μπορούμε να φανταστούμε κάθε χώρα να παράγει τον δικό της τύπο κινητού; Ακόμη κι αν γινόταν, όλοι θα γινόμασταν φτωχότεροι από άποψη υπηρεσιών που αυτά τα εθνικά προϊόντα θα προσέφεραν, όπως ήμασταν πιο φτωχοί, όταν για την προστασία της εγχώριας παραγωγής κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα μόνο μπανάνες Κρήτης.
Η οικονομία δεν έχει δρόμο εγκλωβισμού στα εθνικά σύνορα. Αυτό που απαιτείται πλέον είναι διεθνικές πολιτικές, που θα διαμορφώσουν την παγκοσμιοποίηση προς όφελος των πολιτών. Αλλά αυτές οι πολιτικές χρειάζονται χρόνο για να διαμορφωθούν.
Διαβάστε
- Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, «Κεϋνσιανή θεωρία και ελληνική οικονομική πολιτική. Μύθος και πραγματικότητα», εκδ. Κριτική
- Λευτέρης Γιατράκης «Τζων Μέυναρντ Κέυνς (1883-1946)», εκδ. Επικαιρότητα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου