Του ΝΑΣΟΥ ΒΑΓΕΝΑ
Καθηγητή της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η ανοχή είναι αρετή, µία από τις θεµελιώδεις. Στο Φιλοσοφικό λεξικό του ο Βολτέρος την ορίζει ως «ανθρώπινη ιδιότητα, το µόνο γιατρικό για τις ατασθαλίες του ανθρώπινου είδους». «Το να συγχωρούµε αµοιβαία τις ανοησίες µας» γράφει «είναι ο πρώτος νόµος της ανθρώπινης φύσης».
Ο Βολτέρος µιλούσε βέβαια κυρίως για τη θρησκευτική ανοχή, γιατί στην Ευρώπη των Φώτων η προβληµατική τής ανοχής αναπτύχθηκε κυρίως σ’ ένα πλαίσιο πολιτικοθρησκευτικό καθοριζόµενο από τις συγκρούσεις µεταξύ του Καθολικισµού και της Μεταρρύθµισης.
Η θρησκευτική αξία της ανοχής θα µετατραπεί έτσι σταδιακά σε αξία πολιτική, σε ένα πεδίο βέβαια – στο πολιτικό πεδίο – το οποίο επιβάλλει κάποια όριά της. Καθώς η υπέρβαση κάθε είδους ορίου είναι ίδιον της νεοελληνικότητας, δεν είναι περίεργο ότι µία κύρια ιδιότητα του Νεοέλληνα, και µάλιστα του σηµερινού, είναι – σύµφωνα µε τον ορισµό του Βολτέρου – η ικανότητα υπέρβασης της ανθρώπινης φύσης. Αυτό σκέφτεται κάποιος µελετώντας την έκταση και το βάθος της ανοχής η οποία κυριαρχεί στη σηµερινή ελληνική πραγµατικότητα. ∆ιότι αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα αυτή την πραγµατικότητα, είναι η ανοχή στην ασύδοτη ανοχή: στην κατάργηση κάθε ορίου της ανοχής, χωρίς το οποίο αυτή η ευγενέστερη των αρετών µεταλλάσσεται σε παρωδία της (στην ελαφρότερη περίπτωση) ή (στη χειρότερη) σε εφιάλτη.
Αναφέροµαι στην κατάσταση που επιτρέπει σε πολιτικούς που έχουν εδώ και πολύν καιρό οµολογήσει ότι έλαβαν παρανόµως χρήµατα από περιβόητες για τη διαφθορά τους διεθνείς επιχειρήσεις να κυκλοφορούν ελεύθεροι, σε υπουργούς που έχουν δωροδοκούµενοι πλουτίσει να απολαµβάνουν από τα πολυτελή τους ενδιαιτήµατα µιαν υπέροχη θέα, σε καταζητούµενους ποδοσφαιρικούς επιχειρηµατίες, αποδεδειγµένους απατεώνες, να αφήνονται ελεύθεροι από ανέµελους ανακριτές που είναι βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να ελεγχθούν γι’ αυτό, σε κοινοβουλευτικούς αρχηγούς να προτρέπουν σε απείθεια προς τους νόµους, αλλά και σε εξωκοινοβουλευτικούς υποτιθέµενους κοινωνικούς αγωνιστές να πυρπολούν ατιµωρητί εµπορικά καταστήµατα, ή και να απανθρακώνουν ανθρώπους, ως εκφράσεις ενός αγώνα εναντίον µιας υποτιθέµενης καταπίεσης ή µιας θεωρούµενης στυγνής εργοδοσίας.
Αλλά αν αυτά είναι, ως ένα βαθµό, αναµενόµενα σε ένα πεδίο υλικό, όπου συναιρούνται η κοµµατική σκοπιµότητα µε την ατοµική ιδιοτέλεια, αλλά και συγκρούονται η στέρηση µε την απληστία, τι να πει κανείς για το µέγεθος της ανοχής στην περιοχή της διανόησης, ιδίως της πανεπιστηµιακής, όπου οι επιδόσεις έχουν φτάσει σε αδιανόητα ύψη;
«Ο σεβασµός στην παράδοση του πανεπιστηµιακού ασύλου», δηλώνει πρύτανης καταχειροκροτούµενος, «είναι πάνω από τον νόµο. Κανείς δεν είναι πάνω από τον νόµο παρά µόνο οι παραδόσεις µας». Ετερος θιασώτης της παράδοσης πρύτανης όχι µόνον ανέχεται φοιτητές να πετούν αβγά και να γρονθοκοπούν καθηγητή που ζητεί την εφαρµογή του νέου νόµου για τα ΑΕΙ, αλλά και δηλώνει ότι αυτή η απαίτηση του καθηγητή «δίνει στους φοιτητές το δικαίωµα να θέτουν στη συνέλευση του Τµήµατος αίτηµα για αποµάκρυνσή του από το µάθηµα που διδάσκει».
Ανέφερα τις παραπάνω περιπτώσεις υπέρογκης ανοχής σε απίστευτες καταστάσεις ως φόντο στην ακόµη µεγαλύτερη ανοχή µας (καλύτερα: συµµετοχή µας) στην ανάδειξη απίθανων πολιτικών ηγετών. Εννοώ κυρίως τους σηµερινούς επικεφαλής των δύο κοµµάτων εξουσίας, αρχηγούς που η παρουσία τους κάθε άλλο παρά αποτελεί εγγύηση για έξοδο από τη σηµερινή µας εξαθλίωση.
Αφήνοντας κατά µέρος την περίπτωση του αρχηγού της Ν∆, η ανοχή στην ηγεσία του οποίου εκτρέφει περισσότερο τον εφιάλτη, ένας αντικειµενικός σχολιαστής θα τοποθετούσε την περίπτωση του Γ. Α. Παπανδρέου περισσότερο προς την περιοχή της παρωδίας: µιας µεταµοντέρνας τραγικοκωµωδίας µε πραγµατικούς πρωταγωνιστές τα πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και µε θέµα την καιροσκοπική ανοχή τους προς το πρόσωπο του αναγορευθέντος µε τον τρόπο του παραµυθιού µονάρχη. Στο θεατρικό αυτό έργο τον ρόλο του µικρού παιδιού («Ο βασιλιάς είναι γυµνός!») ανέλαβε τελικά ο πρόεδρος της Γαλλίας, ωστόσο οι αυλικοί εξακολουθούν να υποκρίνονται ότι βλέπουν τον ηγεµόνα ντυµένο. ∆ιαφορετικά δεν εξηγείται ότι ο ΓΑΠ εξακολουθεί να είναι ακόµη αρχηγός του ΠαΣΟΚ και ότι υπάρχει κίνδυνος να συνεχίσει να είναι.
Σε τι ακριβώς συνίσταται η πολιτική του γύµνια;
Σε τι άλλο από µια δονκιχωτική ψευδαίσθηση πολιτικού µεγαλείου; Η οποία, ενώ στο φραστικό επίπεδο εκφράζεται µε γλυκανάλατους πολιτικούς συναισθηµατισµούς και αφελείς επικλήσεις γενικόλογων οραµάτων, την πραγµατοποίηση των οποίων ο ΓΑΠ «εγγυάται προσωπικώς» (!) (το ρήµα αυτό µαζί µε το «δεσµεύοµαι» είναι τα συχνότερα στο λεξιλόγιό του – το αποκορύφωµα: «Μπορώ να εγγυηθώ τη δίκαιη λύση του Κυπριακού», 2004), στο πρακτικό πεδίο υποκρύπτεται σε µωροπόνηρες ενέργειες που αποσκοπούν στη µε κάθε µέσο διατήρηση της πολιτικής του πρωτοκαθεδρίας.
Μόνο στο ελληνικό βασίλειο της ανοχής θα µπορούσε, έπειτα από τα τραγικοκωµικά γεγονότα του Νοεµβρίου, να χαρακτηρίζεται ο ΓΑΠ «εθνικό κεφάλαιο» (Χρ. Παπουτσής) και το τελικό, µε το στανιό, ξεγάντζωµά του από την πρωθυπουργία να θεωρείται «πράξη πολιτικής γενναιότητας» (Ευ. Βενιζέλος).
Πράξη πολιτικής γενναιότητας θα µπορούσε ίσως να θεωρηθεί (για την ακρίβεια: πράξη πολιτικής αυτογνωσίας), αν ο ΓΑΠ είχε αποσυρθεί διακριτικά (και οριστικά) από την πολιτική σκηνή και δεν έµενε αγκιστρωµένος στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ µε την ελπίδα ότι θα επανέλθει στην πρωθυπουργία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου